Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῎Εκλεισαν ἁπαλά τήν πόρτα πίσω τους. Διέσχισαν τό ἥσυχο δρομάκι κι ἔστριψαν ἀριστερά γιά τόν μεγάλο δρόμο πού ἔβγαζε στήν ᾽Εκκλησία τῆς περιοχῆς τους. Δέν ἄργησαν νά φτάσουν. ῎Αναψαν τό κεράκι τους καί ἀποσύρθηκαν σέ μιά ἥσυχη καί σκοτεινή γωνιά. Σιωπηλές προσεύχονταν. ῾Η ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου γιά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς δέν εἶχε ἀκόμη ξεκινήσει.
῎Ενιωθαν πολύ τυχερές πού σέ τόσο μικρή ἀπόσταση ἀπό τό σπίτι τους βρισκόταν ὁ ναός καί μποροῦσαν νά πηγαίνουν στίς θεῖες λειτουργίες, τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές. Δέν ἦταν βέβαια λίγες καί οἱ φορές πού ἐπισκέπτονταν τόν ναό γιά νά προσφέρουν τρόφιμα, ροῦχα, χρήματα γιά τούς ἀναγκεμένους συνανθρώπους τους. Οἱ ἐλεημοσύνες τους ἦταν συνεχεῖς καί εἶχαν γίνει γνωστές, παρ᾽ ὅλες τίς προσπάθειες νά τίς κρατήσουν μυστικές. ῞Οσο περισσότερο μάλιστα κρύβονταν, τόσο καί πιό πολύ τίς φανέρωνε ὁ Θεός.
Τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς ἑβδομάδας τό περνοῦσαν στό σπίτι, πού τό ᾽χαν μετατρέψει σέ μοναστήρι. ᾽Αξημέρωτα ἀκόμη ξεκινοῦσαν τίς προσευχές μπροστά στό εἰκονοστάσι τους καί συνέχιζαν μέχρις ὅτου ὁ ἥλιος ἀνέβαινε ψηλά. Συνέχιζαν μέ τά διακονήματά τους: τό μαγείρεμα, τό καθάρισμα τοῦ σπιτιοῦ, τόν ἀργαλειό γιά τά ὑφαντά τους, πού τούς ἀπέφεραν ἀρκετά γιά τήν ἐπιβίωσή τους καί τίς προσφορές τους. ῾Ο κόπος τῆς ἐργασίας ἦταν μέσα στόν καθημερινό τους πρόγραμμα. Τό ἀπόγευμα οἱ προσευχές ἔπαιρναν καί πάλι τήν θέση τους. Τό βράδυ ἐπίσης. Οἱ ἀγρυπνίες τους πολλές. Δέν ὑπῆρχε προσευχή καί ἀκολουθία πού νά μήν τήν ἔλεγαν καί νά μήν τήν ἔψελναν.
῾Οἱ μοναχές᾽, ἔλεγε ὁ κόσμος μόλις τίς ἔβλεπε, κι ἔνιωθε ἕνα δέος κι ἕναν ξεχωριστό σεβασμό στό πέρασμά τους. Δέν ἦταν λίγες μάλιστα οἱ φορές πού γυναῖκες ταλαιπωρημένες καί κακοποιημένες ἔπαιρναν τό θάρρος νά διαβοῦν τό κατώφλι τους, γιά νά βροῦν λίγη βοήθεια καί παρηγοριά.
῾Η μία ἦταν πράγματι μοναχή. ῾Η ἀδελφή ᾽Ιωάννα. ᾽Από νεαρή εἶχε ἀφιερωθεῖ στόν Θεό καί εἶχε δώσει τούς ὅρκους της στό γυναικεῖο μοναστήρι λίγο ἔξω ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς της πού ἔτρεφαν ὄνειρα νά τήν δοῦν ἀποκαταστημένη μέ τήν δική της οἰκογένεια, λόγω τῆς μόρφωσής της καί τῆς ἰδιαίτερης ὀμορφιᾶς της, στήν ἀρχή ἀντέδρασαν, ἀλλά γρήγορα πείστηκαν ὅτι αὐτό ἦταν πού ποθοῦσε περισσότερο ἀπό ὅλα ἡ μονάκριβη θυγατέρα τους. ῎Εδωσαν τήν συγκατάθεσή τους κι ἄρχισαν κι αὐτοί νά χαίρονται τήν προκοπή της. Γιατί πράγματι πολύ γρήγορα ἡ καλόγρια κόρη τους προχώρησε πνευματικά. ῾Η ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη της τήν ἔκαναν σύντομα νά ξεχωρίσει.
᾽Αναγκάστηκε ἐκ τῶν πραγμάτων νά ἐγκαταλείψει τό μοναστήρι μετά ἀπό λίγα χρόνια. Πέθανε ὁ πατέρας της, ἀρρώστησε ἡ μάνα της. Πῆγε κοντά της νά τήν ὑπηρετεῖ. Μαζί της εἶχε καί τήν ὑπηρέτρια τοῦ σπιτιοῦ τους, τήν Μαρία, μιά πολύ πιστή στόν Θεό μεσήλικη γυναίκα, τήν ὁποία βεβαίως ἀντιμετώπιζε ὄχι μόνο ὡς ἀδελφή, ἀλλά σάν τόν ἑαυτό της καί τά σπλάχνα της, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου. Μιά ψυχή σέ δυό σώματα, πού λέγανε γιά τόν ἅγιο Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο.
῞Οταν ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή μετά ἀπό κάποιο διάστημα καί ἡ μάνα της, σκέφτηκε ἡ ᾽Ιωάννα νά παραμείνει στό σπίτι καί νά τό κάνει ἡσυχαστήριο. Θά ᾽χε βοηθό καί συναγωνίστρια τήν Μαρία, πού συγκατένευσε μέ μεγάλη εὐχαρίστηση. Κι ἐκείνη δέν εἶχε κανέναν στόν κόσμο. Μέ τήν ἄδεια τῆς ἡγουμένης τοῦ μοναστηριοῦ πράγματι ἄρχισε ἕναν ἄλλον ἀγώνα. ῾Ησυχάστρια μέσα στόν κόσμο.
Ποιό καλό ἔργο ὅμως μένει ἥσυχο καί ἀνέπαφο στόν κόσμο αὐτό; Δέν εἴμαστε μόνο ἐμεῖς πού παλεύουμε μέ τά πάθη μας. Εἶναι καί ὁ Πονηρός, ὁ ὁποῖος ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ᾽.
Δέν ἄργησε λοιπόν ὁ τρισκατάρατος νά φθονήσει τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους καί τό ἐλεῆμον ἔργο τους καί νά σηκώσει κουρνιαχτό, κατά τό λεγόμενο, ἐναντίον τους καί μάλιστα κατά τῆς ἀδελφῆς ᾽Ιωάννας. Τοῦ παρεχώρησε ὁ Κύριος καί ἄρχισε τά σκάνδαλά του. Καί βρῆκε ἕναν πολύ ὕπουλο τρόπο γιά νά ταράξει τήν ἥσυχη ζωή τους: προξένησε σατανικό πόθο σ᾽ ἕναν νέο γιά τήν... μοναχή. ῾Ο νέος ἄρχισε νά τήν σκέφτεται νυχθημερόν κι ἔβαλε σκοπό του νά τῆς ἀλλάξει τά μυαλά, νά τήν φέρει στά δικά του νερά, νά τήν κάνει δική του.
Καθημερινά λοιπόν τήν ἔστηνε ἔξω ἀπό τό σπίτι τῶν γυναικῶν. Δέν τολμοῦσαν νά βγοῦν νά πᾶνε στήν ᾽Εκκλησία, τήν μόνη ἄλλωστε ἔξοδό τους, καί τίς ἀκολουθοῦσε, λέγοντας λόγια ἀδιάντροπα στήν μοναχή, καλώντας την νά ἀνταποκριθεῖ στόν ἔρωτά του, νά ὑποταχτεῖ στόν μανιακό πόθο του.
Οἱ γυναῖκες καί πιό πολύ ἡ ἀδελφή ᾽Ιωάννα ταράχτηκαν πολύ. Εἶδαν καθαρά τόν πειρασμό τοῦ διαβόλου καί μέ σιωπή καί προσευχή προσπάθησαν νά τόν ξεπεράσουν.
῾Κύριε, φώτισε τόν νεαρό καί ἀπάλλαξέ τον ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ᾽, ἔλεγαν καί ξανάλεγαν στίς προσευχές τους.
Ματαίως ὅμως. ῞Οσο περνοῦσε ὁ καιρός ὁ πειρασμός σάν νά φούντωνε. Σταμάτησαν πιά νά βγαίνουν ἔξω. Τό σπίτι τους ἦταν σάν κάστρο πολιορκημένο. ῾Ο νεαρός εἶχε γίνει ἡ σκιά τους.
Ρίχτηκαν περισσότερο στήν προσευχή. ῾Γνώρισόν μοι ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ, Κύριε, ἦρα τήν ψυχήν μου᾽. Σέ Σένα, Κύριε, καταφεύγουμε, πές μας τί νά κάνουμε.
Φωτίστηκε μιά μέρα ἡ καλόγρια. ᾽Αποφάσισε νά ἀντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τό πρόβλημα.
῾Πές στόν νεαρό νά μπεῖ μέσα στό σπίτι᾽, εἶπε στήν Μαρία. ᾽Εκείνη γούρλωσε τά μάτια της, ἀλλά ὑπάκουσε. ῾῎Ελα μέσα᾽ τοῦ εἶπε. ῾Σέ θέλει ἡ κυρά μου᾽.
Πέταξε ἀπό τήν χαρά του τό ἐνεργούμενο τοῦ διαβόλου. ῾Πέτυχα τόν σκοπό μου᾽ σκέφτηκε. ῾Θά γίνει δικιά μου᾽. Κι ἔνιωσε τήν καρδιά του νά χτυπάει μανιασμένα.
Βρῆκε τήν μοναχή νά κάθεται στόν ἀργαλειό της. ῾Κάθισε᾽ τοῦ πρότεινε ἐκείνη. Τήν παρατηροῦσε ξαναμμένος.
῾Εἰλικρινά, ἀδελφέ μου᾽ εἶπε ἥσυχα καί χωρίς ταραχή ἡ μοναχή, ῾θέλω νά μοῦ πεῖς γιατί μέ στενοχωρεῖς τόσο καί δέν μ᾽ ἀφήνεις νά βγῶ οὔτε ἔξω ἀπό τό σπίτι μου!᾽
῎Εσπευσε νά ἀπαντήσει ὁ νέος. ῾Εἰλικρινά σοῦ μιλάω κι ἐγώ, κυρία μου, ὅπως σοῦ τοῦ ἔχω ξαναπεῖ, σέ ποθῶ πάρα πολύ. Κάθε φορά μάλιστα πού σέ βλέπω γίνομαι ὁλόκληρος σάν φωτιά᾽. Σάν νά κοκκίνησε λίγο μέ τά λόγια αὐτά, πράγμα πού τό θεώρησε πολύ θετικό ἡ ᾽Ιωάννα. ῾Κάτι καλό ἔχει μέσα του τό παλληκάρι αὐτό᾽, σκέφτηκε. ῾῾Υπάρχει μιά ντροπή πού σημαίνει ὅτι λειτουργεῖ ἀκόμη ἡ χάρη τοῦ βαπτίσματός του. Φαίνεται ὅμως ὅτι βρῆκε κάποια δίοδο μέσα του ὁ διάβολος καί τό περιπαίζει μέ τόν τρόπο αὐτόν᾽. ῾Κύριε, βοήθησε κι αὐτόν κι ἐμένα᾽ ἔστρεψε νοερά τήν σκέψη της στόν Κύριο ἡ ᾽Ιωάννα.
῾Καί τί καλό εἶδες σέ μένα καί μ᾽ ἀγαπᾶς τόσο;᾽ συνέχισε τήν κουβέντα ἡ μοναχή, πού ᾽νιωσε μιά ἰδιαίτερη δύναμη στήν καρδιά της.
Τήν φορά αὐτή ὁ νέος δέν ἔσπευσε στήν ἀπάντησή του. Πέρασαν κάποιες στιγμές καί τελικά τό ξεστόμισε. ῾Τά μάτια σου. Αὐτά μέ ἀπάτησαν καί μέ ἔκαναν νά χάσω τόν νοῦ καί τόν ὕπνο μου!᾽
῞Ο,τι ἀκολούθησε δέν περιγράφεται μέ λόγια. ῾Η ᾽Ιωάννα σηκώθηκε ὄρθια, ὕψωσε τό βλέμμα της στόν οὐρανό καί πῆρε ἤρεμα τήν σαΐτα τοῦ ἀργαλειοῦ της.
῾Η Μαρία παρακολουθοῦσε τήν σκηνή ἄναυδη, χωρίς νά μπορεῖ νά καταλάβει τί γίνεται κι οὔτε νά ὑποψιαστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθήσει. ῾Ο νεαρός φαινόταν νά τά ᾽χει χαμένα.
Μέ κινήσεις ἀποφασιστικές ἡ μοναχή, ἔχοντας ἀπόλυτη ἐπίγνωση καί συναίσθηση τοῦ τί ἔκανε, εἶπε φωναχτά: ῾Κύριε, Σύ εἶπες ὅτι ἄν ὁ ὀφθαλμός σου σέ σκανδαλίσει, βγάλε τον καί πέταξέ τον, γιατί συμφέρει νά μπεῖ κανείς χωρίς μάτια στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρά μέ μάτια καί ἔξω ἀπό αὐτήν. Κύριε, δέξου τήν θυσία μου αὐτή καί ἀπάλλαξε τόν δοῦλο σου ἀπό τόν πειρασμό του γιά μένα᾽.
῏Ηταν τά τελευταῖα λόγια πού εἶπε ἡ μάρτυρας καλόγρια πρίν γίνει ἐντελῶς ἀόμματη. Γιατί ἀμέσως μετά τά λόγια τῆς προσευχῆς ἔστρεψε τήν σαΐτα ἴσια πάνω στά μάτια της, τά τρύπησε καί τά ἔβγαλε.
᾽Ακούστηκε μιά κραυγή τῆς Μαρίας κι ἀμέσως ἔπεσε χάμω λιπόθυμη.
῾Ο νέος δέν μποροῦσε νά σύρει οὔτε τά βήματά του. ῎Εβλεπε κάτασπρος τό αἷμα νά χύνεται κάτω ποτάμι, τά δυό μάτια χυμένα, τήν μοναχή μ᾽ ἕνα γαλήνιο χαμόγελο, τήν ἄλλη γυναίκα στό πάτωμα. Μαθεύτηκε σέ λίγο καιρό ὅτι ὁ νεαρός πῆγε σέ μία γειτονική μοναχική σκήτη κι ἔγινε καλόγερος. ᾽Αργότερα ἀκούστηκε ὅτι τά δάκρυα δέν ἔφυγαν ποτέ ἀπό τά μάτια του κι ὅτι ἔφτασε σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας ἀπό τήν μετάνοιά του.
῎Ενιωθαν πολύ τυχερές πού σέ τόσο μικρή ἀπόσταση ἀπό τό σπίτι τους βρισκόταν ὁ ναός καί μποροῦσαν νά πηγαίνουν στίς θεῖες λειτουργίες, τίς Κυριακές καί τίς ἑορτές. Δέν ἦταν βέβαια λίγες καί οἱ φορές πού ἐπισκέπτονταν τόν ναό γιά νά προσφέρουν τρόφιμα, ροῦχα, χρήματα γιά τούς ἀναγκεμένους συνανθρώπους τους. Οἱ ἐλεημοσύνες τους ἦταν συνεχεῖς καί εἶχαν γίνει γνωστές, παρ᾽ ὅλες τίς προσπάθειες νά τίς κρατήσουν μυστικές. ῞Οσο περισσότερο μάλιστα κρύβονταν, τόσο καί πιό πολύ τίς φανέρωνε ὁ Θεός.
Τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς ἑβδομάδας τό περνοῦσαν στό σπίτι, πού τό ᾽χαν μετατρέψει σέ μοναστήρι. ᾽Αξημέρωτα ἀκόμη ξεκινοῦσαν τίς προσευχές μπροστά στό εἰκονοστάσι τους καί συνέχιζαν μέχρις ὅτου ὁ ἥλιος ἀνέβαινε ψηλά. Συνέχιζαν μέ τά διακονήματά τους: τό μαγείρεμα, τό καθάρισμα τοῦ σπιτιοῦ, τόν ἀργαλειό γιά τά ὑφαντά τους, πού τούς ἀπέφεραν ἀρκετά γιά τήν ἐπιβίωσή τους καί τίς προσφορές τους. ῾Ο κόπος τῆς ἐργασίας ἦταν μέσα στόν καθημερινό τους πρόγραμμα. Τό ἀπόγευμα οἱ προσευχές ἔπαιρναν καί πάλι τήν θέση τους. Τό βράδυ ἐπίσης. Οἱ ἀγρυπνίες τους πολλές. Δέν ὑπῆρχε προσευχή καί ἀκολουθία πού νά μήν τήν ἔλεγαν καί νά μήν τήν ἔψελναν.
῾Οἱ μοναχές᾽, ἔλεγε ὁ κόσμος μόλις τίς ἔβλεπε, κι ἔνιωθε ἕνα δέος κι ἕναν ξεχωριστό σεβασμό στό πέρασμά τους. Δέν ἦταν λίγες μάλιστα οἱ φορές πού γυναῖκες ταλαιπωρημένες καί κακοποιημένες ἔπαιρναν τό θάρρος νά διαβοῦν τό κατώφλι τους, γιά νά βροῦν λίγη βοήθεια καί παρηγοριά.
῾Η μία ἦταν πράγματι μοναχή. ῾Η ἀδελφή ᾽Ιωάννα. ᾽Από νεαρή εἶχε ἀφιερωθεῖ στόν Θεό καί εἶχε δώσει τούς ὅρκους της στό γυναικεῖο μοναστήρι λίγο ἔξω ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς της πού ἔτρεφαν ὄνειρα νά τήν δοῦν ἀποκαταστημένη μέ τήν δική της οἰκογένεια, λόγω τῆς μόρφωσής της καί τῆς ἰδιαίτερης ὀμορφιᾶς της, στήν ἀρχή ἀντέδρασαν, ἀλλά γρήγορα πείστηκαν ὅτι αὐτό ἦταν πού ποθοῦσε περισσότερο ἀπό ὅλα ἡ μονάκριβη θυγατέρα τους. ῎Εδωσαν τήν συγκατάθεσή τους κι ἄρχισαν κι αὐτοί νά χαίρονται τήν προκοπή της. Γιατί πράγματι πολύ γρήγορα ἡ καλόγρια κόρη τους προχώρησε πνευματικά. ῾Η ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη της τήν ἔκαναν σύντομα νά ξεχωρίσει.
᾽Αναγκάστηκε ἐκ τῶν πραγμάτων νά ἐγκαταλείψει τό μοναστήρι μετά ἀπό λίγα χρόνια. Πέθανε ὁ πατέρας της, ἀρρώστησε ἡ μάνα της. Πῆγε κοντά της νά τήν ὑπηρετεῖ. Μαζί της εἶχε καί τήν ὑπηρέτρια τοῦ σπιτιοῦ τους, τήν Μαρία, μιά πολύ πιστή στόν Θεό μεσήλικη γυναίκα, τήν ὁποία βεβαίως ἀντιμετώπιζε ὄχι μόνο ὡς ἀδελφή, ἀλλά σάν τόν ἑαυτό της καί τά σπλάχνα της, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου. Μιά ψυχή σέ δυό σώματα, πού λέγανε γιά τόν ἅγιο Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο.
῞Οταν ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή μετά ἀπό κάποιο διάστημα καί ἡ μάνα της, σκέφτηκε ἡ ᾽Ιωάννα νά παραμείνει στό σπίτι καί νά τό κάνει ἡσυχαστήριο. Θά ᾽χε βοηθό καί συναγωνίστρια τήν Μαρία, πού συγκατένευσε μέ μεγάλη εὐχαρίστηση. Κι ἐκείνη δέν εἶχε κανέναν στόν κόσμο. Μέ τήν ἄδεια τῆς ἡγουμένης τοῦ μοναστηριοῦ πράγματι ἄρχισε ἕναν ἄλλον ἀγώνα. ῾Ησυχάστρια μέσα στόν κόσμο.
Ποιό καλό ἔργο ὅμως μένει ἥσυχο καί ἀνέπαφο στόν κόσμο αὐτό; Δέν εἴμαστε μόνο ἐμεῖς πού παλεύουμε μέ τά πάθη μας. Εἶναι καί ὁ Πονηρός, ὁ ὁποῖος ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ᾽.
Δέν ἄργησε λοιπόν ὁ τρισκατάρατος νά φθονήσει τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους καί τό ἐλεῆμον ἔργο τους καί νά σηκώσει κουρνιαχτό, κατά τό λεγόμενο, ἐναντίον τους καί μάλιστα κατά τῆς ἀδελφῆς ᾽Ιωάννας. Τοῦ παρεχώρησε ὁ Κύριος καί ἄρχισε τά σκάνδαλά του. Καί βρῆκε ἕναν πολύ ὕπουλο τρόπο γιά νά ταράξει τήν ἥσυχη ζωή τους: προξένησε σατανικό πόθο σ᾽ ἕναν νέο γιά τήν... μοναχή. ῾Ο νέος ἄρχισε νά τήν σκέφτεται νυχθημερόν κι ἔβαλε σκοπό του νά τῆς ἀλλάξει τά μυαλά, νά τήν φέρει στά δικά του νερά, νά τήν κάνει δική του.
Καθημερινά λοιπόν τήν ἔστηνε ἔξω ἀπό τό σπίτι τῶν γυναικῶν. Δέν τολμοῦσαν νά βγοῦν νά πᾶνε στήν ᾽Εκκλησία, τήν μόνη ἄλλωστε ἔξοδό τους, καί τίς ἀκολουθοῦσε, λέγοντας λόγια ἀδιάντροπα στήν μοναχή, καλώντας την νά ἀνταποκριθεῖ στόν ἔρωτά του, νά ὑποταχτεῖ στόν μανιακό πόθο του.
Οἱ γυναῖκες καί πιό πολύ ἡ ἀδελφή ᾽Ιωάννα ταράχτηκαν πολύ. Εἶδαν καθαρά τόν πειρασμό τοῦ διαβόλου καί μέ σιωπή καί προσευχή προσπάθησαν νά τόν ξεπεράσουν.
῾Κύριε, φώτισε τόν νεαρό καί ἀπάλλαξέ τον ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ᾽, ἔλεγαν καί ξανάλεγαν στίς προσευχές τους.
Ματαίως ὅμως. ῞Οσο περνοῦσε ὁ καιρός ὁ πειρασμός σάν νά φούντωνε. Σταμάτησαν πιά νά βγαίνουν ἔξω. Τό σπίτι τους ἦταν σάν κάστρο πολιορκημένο. ῾Ο νεαρός εἶχε γίνει ἡ σκιά τους.
Ρίχτηκαν περισσότερο στήν προσευχή. ῾Γνώρισόν μοι ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ, Κύριε, ἦρα τήν ψυχήν μου᾽. Σέ Σένα, Κύριε, καταφεύγουμε, πές μας τί νά κάνουμε.
Φωτίστηκε μιά μέρα ἡ καλόγρια. ᾽Αποφάσισε νά ἀντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τό πρόβλημα.
῾Πές στόν νεαρό νά μπεῖ μέσα στό σπίτι᾽, εἶπε στήν Μαρία. ᾽Εκείνη γούρλωσε τά μάτια της, ἀλλά ὑπάκουσε. ῾῎Ελα μέσα᾽ τοῦ εἶπε. ῾Σέ θέλει ἡ κυρά μου᾽.
Πέταξε ἀπό τήν χαρά του τό ἐνεργούμενο τοῦ διαβόλου. ῾Πέτυχα τόν σκοπό μου᾽ σκέφτηκε. ῾Θά γίνει δικιά μου᾽. Κι ἔνιωσε τήν καρδιά του νά χτυπάει μανιασμένα.
Βρῆκε τήν μοναχή νά κάθεται στόν ἀργαλειό της. ῾Κάθισε᾽ τοῦ πρότεινε ἐκείνη. Τήν παρατηροῦσε ξαναμμένος.
῾Εἰλικρινά, ἀδελφέ μου᾽ εἶπε ἥσυχα καί χωρίς ταραχή ἡ μοναχή, ῾θέλω νά μοῦ πεῖς γιατί μέ στενοχωρεῖς τόσο καί δέν μ᾽ ἀφήνεις νά βγῶ οὔτε ἔξω ἀπό τό σπίτι μου!᾽
῎Εσπευσε νά ἀπαντήσει ὁ νέος. ῾Εἰλικρινά σοῦ μιλάω κι ἐγώ, κυρία μου, ὅπως σοῦ τοῦ ἔχω ξαναπεῖ, σέ ποθῶ πάρα πολύ. Κάθε φορά μάλιστα πού σέ βλέπω γίνομαι ὁλόκληρος σάν φωτιά᾽. Σάν νά κοκκίνησε λίγο μέ τά λόγια αὐτά, πράγμα πού τό θεώρησε πολύ θετικό ἡ ᾽Ιωάννα. ῾Κάτι καλό ἔχει μέσα του τό παλληκάρι αὐτό᾽, σκέφτηκε. ῾῾Υπάρχει μιά ντροπή πού σημαίνει ὅτι λειτουργεῖ ἀκόμη ἡ χάρη τοῦ βαπτίσματός του. Φαίνεται ὅμως ὅτι βρῆκε κάποια δίοδο μέσα του ὁ διάβολος καί τό περιπαίζει μέ τόν τρόπο αὐτόν᾽. ῾Κύριε, βοήθησε κι αὐτόν κι ἐμένα᾽ ἔστρεψε νοερά τήν σκέψη της στόν Κύριο ἡ ᾽Ιωάννα.
῾Καί τί καλό εἶδες σέ μένα καί μ᾽ ἀγαπᾶς τόσο;᾽ συνέχισε τήν κουβέντα ἡ μοναχή, πού ᾽νιωσε μιά ἰδιαίτερη δύναμη στήν καρδιά της.
Τήν φορά αὐτή ὁ νέος δέν ἔσπευσε στήν ἀπάντησή του. Πέρασαν κάποιες στιγμές καί τελικά τό ξεστόμισε. ῾Τά μάτια σου. Αὐτά μέ ἀπάτησαν καί μέ ἔκαναν νά χάσω τόν νοῦ καί τόν ὕπνο μου!᾽
῞Ο,τι ἀκολούθησε δέν περιγράφεται μέ λόγια. ῾Η ᾽Ιωάννα σηκώθηκε ὄρθια, ὕψωσε τό βλέμμα της στόν οὐρανό καί πῆρε ἤρεμα τήν σαΐτα τοῦ ἀργαλειοῦ της.
῾Η Μαρία παρακολουθοῦσε τήν σκηνή ἄναυδη, χωρίς νά μπορεῖ νά καταλάβει τί γίνεται κι οὔτε νά ὑποψιαστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθήσει. ῾Ο νεαρός φαινόταν νά τά ᾽χει χαμένα.
Μέ κινήσεις ἀποφασιστικές ἡ μοναχή, ἔχοντας ἀπόλυτη ἐπίγνωση καί συναίσθηση τοῦ τί ἔκανε, εἶπε φωναχτά: ῾Κύριε, Σύ εἶπες ὅτι ἄν ὁ ὀφθαλμός σου σέ σκανδαλίσει, βγάλε τον καί πέταξέ τον, γιατί συμφέρει νά μπεῖ κανείς χωρίς μάτια στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρά μέ μάτια καί ἔξω ἀπό αὐτήν. Κύριε, δέξου τήν θυσία μου αὐτή καί ἀπάλλαξε τόν δοῦλο σου ἀπό τόν πειρασμό του γιά μένα᾽.
῏Ηταν τά τελευταῖα λόγια πού εἶπε ἡ μάρτυρας καλόγρια πρίν γίνει ἐντελῶς ἀόμματη. Γιατί ἀμέσως μετά τά λόγια τῆς προσευχῆς ἔστρεψε τήν σαΐτα ἴσια πάνω στά μάτια της, τά τρύπησε καί τά ἔβγαλε.
᾽Ακούστηκε μιά κραυγή τῆς Μαρίας κι ἀμέσως ἔπεσε χάμω λιπόθυμη.
῾Ο νέος δέν μποροῦσε νά σύρει οὔτε τά βήματά του. ῎Εβλεπε κάτασπρος τό αἷμα νά χύνεται κάτω ποτάμι, τά δυό μάτια χυμένα, τήν μοναχή μ᾽ ἕνα γαλήνιο χαμόγελο, τήν ἄλλη γυναίκα στό πάτωμα. Μαθεύτηκε σέ λίγο καιρό ὅτι ὁ νεαρός πῆγε σέ μία γειτονική μοναχική σκήτη κι ἔγινε καλόγερος. ᾽Αργότερα ἀκούστηκε ὅτι τά δάκρυα δέν ἔφυγαν ποτέ ἀπό τά μάτια του κι ὅτι ἔφτασε σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας ἀπό τήν μετάνοιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου