Αυτή βλέποντας τον προφήτη που ήλθε, όχι για να σταματήσει την πείνα, αλλά για να της γίνει και βάρος, δεν έκανε τίποτε τέτοιο… Και όχι μόνο δεν αποστράφηκε τον άνθρωπο, αλλά και πρόσφερε όλη τη φτώχεια της, για να υποδεχτεί εκείνον που είχε προκαλέσει σ’ αυτές την πείνα. «Και πήγε», λέει, «να φέρει νερό και φώναξε ο προφήτης και είπε· φέρε μου και ψωμί να φάω» (Γ΄ Βασ. 17,11).
Τι έκανε, λοιπόν, η γυναίκα; Ούτε τώρα δυσανασχετεί, αλλά τι λέει; «Ορκίζομαι στον Κύριο και Θεό σου, ότι δεν έχω ψωμί, παρά μονάχα μία χούφτα αλεύρι». Για ποιο λόγο ορκίζεται; Ο προφήτης ζήτησε ψωμί και αυτή δεν είχε ψωμί. Φοβήθηκε, λοιπόν, μήπως καθώς αυτή θα ζύμωνε, θα έψηνε και θα το ετοίμαζε, επειδή θα αργούσε, μη υπομένοντας την αναβολή ο προφήτης, αποσκιρτήσει και φύγει το θήραμα της φιλοξενίας. Γι’ αυτό τον προκατέλαβε με τον όρκο λέγοντας, όχι ότι δεν έχω αλεύρι, αλλά ότι ψωμί δεν έχω, αλεύρι, όμως, έχω. Και δεν βεβαιώνει μόνον με τον όρκο, αλλά και με έμπρακτη απόδειξη. «Να, λέει, μαζεύω δύο ξυλαράκια και θα μπω να ετοιμάσω αυτά για τα παιδιά μου, θα φάμε και θα πεθάνουμε».
Ας τα ακούσουν εκείνοι που κτίζουν πολυτελή σπίτια και αγοράζουν ακριβά χωράφια, και φέρνουν μαζί τους στην αγορά κοπάδια δούλων, διότι μετά τη χήρα αυτή, δεν υπάρχει πλέον δικαιολογία σε κανένα.
Ήταν τόσα πολλά τα εμπόδια σ’ αυτήν, και, όμως, όλα εκείνα τα νίκησε και τα ξεπέρασε.
Άκουσέ τα: Αλλόφυλος ήταν· ένα αυτό το κώλυμα. Ήταν από τη Σιδώνα· δεύτερο κώλυμα. Διότι δεν είναι το ίδιο το να ήταν απλώς αλλόφυλη και το να κατάγεται από τη Σιδώνα, την πιο διεφθαρμένη πόλη. Αφού την πόλη αυτή την ανέφερε ο Χριστός στα ευαγγέλια σαν έσχατο παράδειγμα κακίας. Ήταν, λοιπόν, αλλόφυλη και από τη Σιδώνα και γυναίκα, δηλαδή, το αδύνατο φύλο, που έχει πάντοτε ανάγκη από βοήθεια. Ήταν
ακόμη και χήρα. Τέταρτο κώλυμα. Πέμπτο, μεγαλύτερο από όλα τα άλλα, η φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών.
Ας το ακούσουν οι χήρες που ανατρέφουν παιδιά, ότι δεν ήταν αρκετή αυτή η δικαιολογία για να μην κάνει ελεημοσύνη, ούτε να φιλοξενεί ξένους.
Και της είχε απομείνει μόνο μία χούφτα αλεύρι και μετά από αυτό περίμενε το θάνατο. Εσύ, λοιπόν, και αν ακόμη δώσεις όλα τα χρήματά σου, και αν απογυμνώσεις τον εαυτό σου από την περιουσία σου, μπορείς να χτυπήσεις τις πόρτες των άλλων και να βρεις παρηγοριά τότε, όμως, δεν ήταν δυνατόν, ούτε να ζητιανέψεις. Τόσο πολύ είχε αποκλείσει όλα τα λιμάνια η πείνα. Όμως, τίποτε από αυτά δεν την εμπόδισε. Θα αναφέρω και ένα έβδομο εμπόδιο· αυτόν που επρόκειτο να φιλοξενηθεί στη γυναίκα. Διότι δεν ήταν ούτε συγγενής της, ούτε γνωστός της αλλά ξένος και άγνωστος και τον χώριζε από αυτήν και ο λόγος της θρησκείας του. Και δεν ήταν μόνον ξένος και άγνωστος, αλλ’ ήταν και αυτός που προκάλεσε την πείνα.
Τίποτε, όμως, από αυτά δεν απέτρεψε τη γυναίκα, αλλά έδωσε τροφή στο στόμα, που τέλειωσε όλη την τροφή της, και έτρεφε τον αίτιο της πείνας, με τα υπολείμματα της πείνας. Εξαιτίας σου, λέει, όλη μου η περιουσία περιορίστηκε σ’ αυτή τη χούφτα· αλλά ούτε αυτή τη χούφτα τη λυπάμαι για σένα, αλλά και τον εαυτό μου και τα παιδιά μου θα τα παραδώσω στο θάνατο, για να μην αισθανθείς εσύ, ο αίτιος της στενοχώριας, την παραμικρή στενοχώρια.
Ποια άλλη περισσότερη φιλοξενία θα μπορούσε να φαντασθεί κάποιος; Δεν μπορεί να βρεθεί καμία.
Είδε ξένο και αμέσως αγνόησε τη φύση της και τις ωδίνες του τοκετοί· και βλέποντας τα παιδιά της δεν ένοιωσε συντριβή. Και γνωρίζω, έχοντας ακούσει πολλούς πολλές φορές να λένε, ότι ο τάδε όταν είδε κάποιο φτωχό, έβγαλε το πουκάμισο, το μόνο που φορούσε και έντυσε το φτωχό, ενώ αυτός δανείστηκε από άλλον ένα ένδυμα και έφυγε με αυτό. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ότι είναι σπουδαίο και άξιο για θαυμασμό. Και πράγματι είναι σπουδαίο. Της χήρας, όμως, αυτής, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό. Γιατί εκείνος, γυμνώνοντας τον εαυτό του και ντύνοντας γυμνό, βρήκε και πήρε από άλλον ένα ρούχο, ενώ αυτή, προσφέροντας τη χούφτα από αλεύρι, δεν μπόρεσε να βρει άλλη· ούτε ο κίνδυνος γι’ αυτήν σταματούσε μέχρι τη γυμνότητα, αλλά μετά από εκείνο την περίμενε ο θάνατος ο δικός της και των παιδιών της.
Όταν, λοιπόν, δεν την εμπόδισε ούτε η πείνα, ούτε η φτώχεια, ούτε η φροντίδα της ανατροφής των παιδιών, ούτε η τόσο μεγάλη φτώχεια, ούτε ο αναμενόμενος θάνατος, ποια δικαιολογία θα έχουμε οι εύποροι; Ποια οι φτωχοί; «Ορκίζομαι στον Κύριο και Θεό σου ότι δεν έχω ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα αλεύρι στο πιθάρι και λίγο λάδι στο δοχείο του λαδιού. Να, τώρα θα μαζέψω λίγα ξυλαράκια, θα μπω μέσα, θα τα κάνω αυτά στα παιδιά μου, θα φάμε και θα πεθάνουμε».
Αυτά τα αξιολύπητα, ή μάλλον τα μακάρια και αντάξια των ουρανών λόγια, ο καθένας ας τα γράψει στους τοίχους του σπιτιού του, στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, στο σπίτι όπου τρώμε. Αυτά τα λόγια στο σπίτι, αυτά στην αγορά, αυτά στις συναντήσεις των φίλων, αυτά όταν πηγαίνει ο καθένας στο δικαστήριο, αυτά όταν μπαίνει, αυτά όταν βγαίνει, να τα έχει στο νου του. Και θα μπορούσα να ισχυρισθώ με βεβαιότητα, ότι, ούτε και αν κάποιος είναι από πέτρα ή σίδηρο ή διαμάντι, θα αντέξει να διώξει ένα φτωχό, που τον πλησίασε, με άδεια χέρια, αν έχει μπροστά στα μάτια του τη χήρα.
Αλλ’ ίσως να πει κάποιος· “φέρε και σε μένα προφήτη και θα τον δεχθώ με την ίδια προθυμία”. Δωσ’ μου αυτήν την υπόσχεση και θα σου φέρω τον προφήτη. Και γιατί λέω τον προφήτη; Θα σου φέρω τον ίδιο τον Δεσπότη του προφήτη, τον κοινό μας Θεό και Κύριο, τον Χριστό. Διότι αυτός λέει: «Με είδατε πεινασμένο και με θρέψατε» (Ματθ. 25,35). Εάν μερικοί απιστούν στα λόγια και παραμελούν τη φιλοξενία, θα το μάθουν τότε αυτό με την κόλαση και την τιμωρία. Διότι θα οδηγηθούν στην αφόρητη κόλαση, σαν να παραμέλησαν τον ίδιο το Χριστό. Έτσι, λοιπόν, εκείνοι που τρέφουν τους φτωχούς, σαν να υπηρετούν τον ίδιο το Χριστό, θα οδηγηθούν στη βασιλεία των ουρανών…
Ποια συγγνώμη, λοιπόν θα υπάρξει για μας, εάν ύστερα από τέτοιες παραινέσεις, ύστερα από την υπόσχεση τόσων βραβείων, εάν μετά τη βασιλεία των ουρανών, δε φθάσουμε στο ίδιο μέτρο της φιλοφροσύνης με τη χήρα; Διότι εκείνη και Σιδωνία ήταν και αλλόφυλη και χήρα, και τη φροντίδα πολλών παιδιών είχε, και το θάνατο περίμενε και άγνωστο άνθρωπο επρόκειτο να υποδεχτεί, και αυτόν που προκάλεσε την πείνα και παρόλα αυτά δεν λυπήθηκε τη χούφτα· ενώ εμείς που έχουμε ακούσει και προφητείες και έχουμε απολαύσει θεία διδάγματα και μπορούμε να φιλοσοφήσουμε πολλά για τα μέλλοντα, και ούτε πείνα βλέπουμε να έρχεται, και έχουμε πολύ περισσότερα από τη γυναίκα, ποια δικαιολογία θα μπορέσουμε να προβάλλουμε, όταν ενδιαφερόμαστε για τα υπάρχοντά μας και αδιαφορούμε για τη σωτηρία μας;
Για να αποφύγουμε, λοιπόν, εκείνα τα φοβερά βασανιστήρια, ας δείξουμε κάθε ευσπλαχνία στους φτωχούς, για να αξιωθούμε και μείς να αποκτήσουμε τα μελλοντικά αγαθά…
(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Εις τον Ηλίαν και την χήραν… ΕΠΕ 8Α,174-180.)
Πηγή: Πεμπτουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου