Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Οδός Ευνούχων και Κουναβιών γωνία

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου* 
Είναι περίεργη η συμβολή της οδού Ευνούχων με την οδό Κουναβιών. Αμφότερες αφορούν σακάτηδες. Όχι όμως οποιουσδήποτε. Είναι οι δρόμοι εκείνων που οι ίδιοι αποφάσισαν τον ακρωτηριασμό τους. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι δύο δρόμοι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους· και όσον αφορά το πού πάει ο καθένας και όσον αφορά το ποιοι πάνε στον καθένα. Επισκεφτείτε τη διασταύρωση αυτή. Μα, μη λυπηθείτε όλους τους ακρωτηριασμένους.

Γιατί να λυπηθείτε τα κουτσά κουνάβια; Αν δεν είχε προλάβει ο Καβάφης, είμαι απολύτως σίγουρος πως κουνάβι θα είχε πρωτογράψει το ποίημα Chefece… il gran rifiuto. Κουνάβι γαρ είναι το ζώο που, όταν πιαστεί το πόδι του στο δόκανο, προτιμά να κόψει το αιχμαλωτισμένο πόδι του και να φύγει. Ελεύθερο, απροσκύνητο και ες αεί ακρωτηριασμένο. Όσα χρόνια κι αν ακολουθήσουν, δεν θα περάσει ούτε μια στιγμή (κυριολεκτικά, ούτε μία!) που να μην είναι πλέον στοιχείο της ύπαρξής του η οδύνη του ακρωτηριασμού. Στοιχείο του η οδύνη, και στοιχειό της μια επίγνωση: ότι κι αν πήγαινε πίσω στον χρόνο, στη στιγμή της παγίδευσης, πάλι το ίδιο θα έκανε. Το κουνάβι δεν άφησε στο δόκανο κάποιο ανεπιθύμητο φορτίο, κάτι που του περίσσευε. Άφησε τον εαυτό του, ακριβώς για να κρατήσει ελεύθερο τον εαυτό του. Θυμίζει την περίεργη, αντινομική φράση του Χριστού: όποιος θέλει να βρει την ψυχή του, οφείλει να τη χάσει. Το κουνάβι δεν θα το λυπηθεί κανείς. Οι μισοί δεν το λυπούνται, διότι ξέρουν πως είναι κερδισμένο, με αρτιμελή την αξιοπρέπειά του. Οι άλλοι μισοί πάλι δεν το λυπούνται, διότι ούτε που τους περνάει από το νου η οδύνη του. Οδύνη που δεν διαλαλιέται, είναι οδύνη που πάει – λένε -, πέρασε.


Δείτε τους καημένους τους ευνούχους. Περιδιαβαίνουν τον δρόμο τους, ίδιοι άρχοντες. Δεν κουτσαίνουν, δεν εμποδίζονται να πηδήξουν, δεν δυσκολεύονται να χορέψουν, δεν μένουν πίσω. Είναι στην καρδιά των γεγονότων και αποφασίζουν για τις μοίρες άλλων. Δουλειά τους είναι να συμβουλεύουν βεζύρηδες, να πιάνουν πόστα, να εποπτεύουν χαρέμια, να υπηρετούνται από γιουσουφάκια, να στήνουν δόκανα. Ο ευνούχος ξέρει καλά πόσο καίρια είναι η θέση του, και τρέμει στην ιδέα να τη χάσει. Αν με μια μαγική κίνηση θα μπορούσε να ξανααποκτήσει τα όργανα που τώρα στερείται, και να βρισκόταν ταυτόχρονα έξω από το πόστο, και πάλι θα επέλεγε τον ευνουχισμό του ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, τον αυτοευνουχισμό του. Διότι αυτός ήταν το κλειδί της εισόδου του στην αυλή. Ευνούχος είναι το ον το οποίο απομένει από εκείνον που είναι πρόθυμος να θυσιάσει την ικανότητά του προς ευνήν, ώστε να γίνει άκαρπος και ως εκ τούτου δεκτός σε ό,τι πιο άκαρπο: στη χορεία των νεμομένων την εξουσία.

Η διασταύρωση των οδών Ευνούχων και Κουναβιών είναι αληθινά πεδίο μάχης. Αυτό που για τον ευνούχο είναι το θέλγητρο, είναι δόκανο για το κουνάβι. Ο ευνούχος θυσιάζει κι άλλα, προκειμένου να μη φύγει ποτέ από το δόκανο. Τρέμει στην ιδέα να μην τον παίζουν οι άλλοι ευνούχοι, και ταυτόχρονα αφρίζει με όσους δεν θέλουν να παίξουν μαζί τους. Ο ευνούχος έχει θάψει βαθιά στη γη την ακεραιότητά του, μα στο κουνάβι επισείει το κομμένο πόδι σαν απειλή για τα χειρότερα, χωρίς να καταλαβαίνει ότι το πόδι αυτό είναι για το κουνάβι απόκομμα εισιτηρίου για την ελευθερία – πανάκριβο για την πανάκριβη. Στην περίπτωση των ευνούχων το ρήμα “χορεύω” λειτουργεί ταυτοχρόνως ως αμετάβατο και ως μεταβατικό. Ο ευνούχος χορεύει (ανήκει όντως στην ομήγυρη των χορευόντων), και ταυτοχρόνως χορεύει άλλους πολλούς (στο ταψί, στην καριέρα ή όπου αλλού). Είναι όμως ανήμπορος να χορέψει τα κουνάβια. Αν περάσετε απλώς ως επισκέπτες τη διασταύρωσή μας (τι τύχη κι αυτή, να βρεθεί κανείς εκεί μονάχα ως επισκέπτης!), λυπηθείτε τους ευνούχους. Είναι οι μόνοι καημένοι. Ανεπανόρθωτα εθελόδουλοι, γίνονται δυστυχείς μόλις αγγίξει τα πνευμόνια τους ο αέρας της ελευθερίας που φέρνει μαζί τους κάποιο διερχόμενο κουνάβι δίχως να κλίνει την κεφαλή του επί δεξιά.

Σκέφτομαι μήπως ο λόγος περί Ευνούχων και Κουναβιών ακούγεται πολύ σχηματικός, πολύ εύκολος, ίσως και πολύ αφοριστικός. Αν τυχόν ακούγεται έτσι, σκεφτείτε απλώς ότι η ευκολία μπορεί να είναι των λόγων – όχι πάντως των δρόμων. Πώς να το κάνουμε; Κάθε χάρτης είναι επίπεδος και ιλουστρασιόν, είτε απεικονίζει λεωφόρο, είτε γκρεμούς. Ουδείς ποτέ πορεύτηκε πάνω στον χάρτη. Το δίλημμα περί των οδών θα παραμείνει ακέραιο και θα περιμένει τους περιπατητές, με την αιώνια υπομονή που έχουν τα δόκανα, με την απύθμενη λαγνεία που ασκεί η ισχύς.

Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι δρ. Θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή», 24-5-2009 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου