Σε είδα να μπαίνεις στο Ναό με τον αέρα του νικητή. Να σέρνεις τα ακριβά σου βήματα με αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι σε κοιτάζουν όλοι. Είδα στο βλέμμα σου την πεποίθηση του σπουδαίου. Ήσουν πάλι κομψός, περιποιημένος, σένιος. Όλα τακτοποιημένα. Υψηλή θέση στην κοινωνία, μεγάλος μισθός, ακριβό αυτοκίνητο και καλοπέραση.
Ερχόσουν στην εκκλησία σπάνια. Μόνο πασχαλιάτικα ως έθιμο, από συνήθεια παιδική. Μια ματαιοδοξία τελευταία σου τριγύριζε το μυαλό. Να διακριθείς και στα κοινά. Και από πού να αρχίσεις; Μα από την Εκκλησία! Κοντοστάθηκες στο παγκάρι, έριξες επιδεικτικά το χαρτονόμισμα και πήρες το κερί. Έκανες να ψελλίσεις δύο λόγια προσευχής μα κατάλαβες πως εσύ δεν τα χρειάζεσαι. Τοποθέτησες το κερί και ψιθύρισες : για τον σκοπό μου.
Ο επίτροπος σε οδήγησε στον σολέα. Από εκεί θα σε βλέπουν όλοι. Ήσουνα πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό σου. Λίγο πριν από την απόλυση ο Ιερέας βγάζει έναν «φιλιππικό» για σένα με τα καλύτερα λόγια για την προσωπικότητα σου. Το χαμόγελο έχει κατακλύσει το πρόσωπο σου και τα μάτια σου λάμπουν. Παίρνεις πρώτος το αντίδωρο, ανταλλάζεις δύο θερμές κουβέντες με τον ιερέα και κατευθύνεσαι μπρός την έξοδο.
Την στιγμή αυτή μπαίνει στο Ναό ο κυρ. Ηλίας ο ζητιάνος της πλατείας. Μπαλωμένα ρούχα, τρύπια παπούτσια, αλλόκοτη εμφάνιση. Ο κυρ. Ηλίας βαδίζει προς την εικόνα του Εσταυρωμένου και σκύβει ευλαβικά το κεφάλι. Σταγόνες από δάκρυα λαμπιρίζουν το πρόσωπο του. Τον προσπερνάς βιαστικά και αγριεμένα. Στην πόρτα σε περιμένει ο επίτροπος για να σε κατευοδώσει. Του παραπονιέσαι για τον κυρ. Ηλία λέγοντας του, πως μπορεί να μπαίνει ένας τέτοιος κουρελής στην Εκκλησία. Εκείνος σου χαμογελά, σε κτυπά με κατανόηση και σεβασμό στην πλάτη σε χαιρετά ευγενικά και σου δίνει ένα έντυπο.
Μπαίνεις στην λιμουζίνα και διαβάζεις στην πρώτη σελίδα: ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Ήταν Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Σήκωσες το βλέμμα από το χαρτί και βλέπεις τον κυρ. Ηλία να βγαίνει από την Εκκλησία με φωτεινό πρόσωπο. Τα μάτια σας διασταυρώθηκαν. Ένας κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο σου. Ο κυρ. Ηλίας, έβαλε το χέρι στο στήθος και σε χαιρέτησε από μακριά, βγάζοντας το τρυπημένο του καπέλο. Και κίνησε για τον δρόμο της ζητιανιάς. Εσύ, έντρομος έψαχνες απεγνωσμένα στο φυλλάδιο να ανακαλύψεις τον ρόλο σου. Εἶπε ὁ Κύριος τήν παραβολή· Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης…
Κώστας Ζουρδός, θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου