Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

«Μια Εκκλησία που δεν διώκεται θα πρέπει να φοβάται…».



Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου

Ήταν 24 Μαρτίου του 1980 στις 18:30 το απόγευμα. Ο Αρχιεπίσκοπος του Ελ Σαλβαδόρ Όσκαρ Ρομέρο ετοίμαζε την Θεία Λειτουργία μέσα σε ένα μικρό παρεκκλήσιο του Νοσοκομείου της πόλης. Πονεμένοι και φτωχοί, ασθενείς και συνοδοί στριμώχθηκαν στο μικρό εκκλησάκι για να λειτουργηθούν και να ακούσουν  τον Αρχιεπίσκοπο των φτωχών να τους συμπαραστέκεται και να τους παρηγορεί. Την ίδια στιγμή ο δολοφόνος παρκάρει το μικρό κόκκινο Volkswagen του απέναντι από την πύλη του νοσοκομείου. Είναι άνετος και ψύχραιμος. Χαϊδεύει την εσωτερική τσέπη της καπαρντίνας του και βεβαιώνεται ότι το «σκληρό παγωμένο σιδερικό» είναι στην τσέπη του. ο φύλακας του νοσοκομείου του δείχνει με ευγένεια τον δρόμο που οδηγεί στο παρεκκλησί. Την ώρα που μπαίνει στον Ναό ο Όσκαρ Ρομέρο ντυμένος της αρχιερατική του στολή βγαίνει στην ιερά πύλη κρατώντας το δισκοπότηρο με το αίμα του Εσταυρωμένου. Ο δολοφόνος στέκει μπροστά του και τον πυροβολεί κατευθείαν στην καρδιά. Ο Αρχιεπίσκοπος τον κοιτάζει στα μάτια αγέρωχος και σωριάζεται στην ωραία πύλη. Το δισκοπότηρο πέφτει στο πάτωμα και το αίμα του εσταυρωμένου αναμιγνύεται με το αίμα του Αρχιεπισκόπου.


Ο Όσκαρ Ρομέρο γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1917 στην περιοχή Σιουδάρ Μπάριος του Ελ Σαλαβαδόρ και είχε πέντε αδελφούς και δύο αδελφές. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής του τοπικού τηλεγραφείου και ο Ρομέρο φοίτησε στο τοπικό δημόσιο σχολείο μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών. Ο πατέρας του τον εκπαίδευε ώστε να γίνει ξυλουργός, αλλά αυτός στα δεκατρία του αισθάνθηκε την κλίση να γίνει ιερέας. Άρχισε τις σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο στην πόλη Σαν Μιγκέλ και στη συνέχεια στην πρωτεύουσα Σαν Σαλβαδόρ. Το 1937 μετέβη στη Ρώμη για σπουδές και το 1941 απέκτησε το πτυχίο Θεολογίας. Ωστόσο, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, δεν μπορούσε ακόμη να χειροτονηθεί. Το 1942 χειροτονήθηκε στη Ρώμη ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1944. Την χρονιά εκείνη επέστρεψε στο Ελ Σαλβαδόρ και τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως εφημέριος σε ενορίες της πατρίδας του και παράλληλα ασκούσε και διοικητικά καθήκοντα. Δημιούργησε πέντε ραδιοφωνικούς σταθμούς για να φτάνει το κήρυγμα και στους αγρότες. Το 1970 έγινε βοηθός Επίσκοπος στην Αρχιεπισκοπή του Σαν Σαλβαδόρ και το 1974 Επίσκοπος του Σαντιάγκο ντε Μαρία, επισκοπή που περιελάμβανε και τη γενέτειρά του. Στην επισκοπή του ο Ρομέρο ήρθε αντιμέτωπος με τη φτώχεια και την καταπίεση των αγροτών από το στρατιωτικό καθεστώς το οποίο με βασανισμούς και δολοφονίες επιδίωκε να καταπνίξει κάθε φωνή διαμαρτυρίας. Όταν το 1975 η εθνοφρουρά σκότωσε πέντε άνδρες στο χωριό Τρες Κάλες, ο Ρομέρο διαμαρτυρήθηκε στον επικεφαλής της χούντας και κινητοποιήθηκε για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενίσχυση των φτωχών της επισκοπής του.


Ωστόσο, όταν το 1977 επιλέχθηκε για αρχιεπίσκοπος του Ελ Σαλβαδόρ θεωρήθηκε ότι θα ήταν ένας συντηρητικός αρχιερέας, ο οποίος δεν θα υποστήριζε τη Θεολογία της Απελευθέρωσης και θα διέκοπτε την υποστήριξη των κληρικών προς τα κοινωνικά αιτήματα των φτωχών της χώρας. Κληρικοί, οπαδοί της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, είχαν δημιουργήσει στις αγροτικές περιοχές τις "εκκλησιαστικές κοινότητες βάσης" οι οποίες θεωρούνταν χώροι ανάπτυξης κινημάτων που διεκδικούσαν περισσότερα δικαιώματα για τους φτωχούς.


Το 1979 γίνεται στρατιωτικό πραξικόπημα στο Ελ Σαλβαδόρ: το δικτατορικό καθεστώς εξαπέλυσε  παραστρατιωτικές ομάδες που βασάνιζαν, δολοφονούσαν και εξαφάνιζαν τα ίχνη εκείνων που θεωρούσε πολιτικούς αντιπάλους του. Οι συγκρούσεις με τις ομάδες ανταρτών της αριστεράς μετατράπηκαν σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, που αιματοκύλησε το λαό της χώρας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι κληρικοί υπεράσπιζαν σθεναρά τους φτωχούς της χώρας και αναπτύχθηκε η «Θεολογία της Απελευθέρωσης», θεολογικό ρεύμα που υποστήριζε τα κοινωνικά αιτήματα των φτωχών και των καταπιεσμένων της χώρας. Για τους παραστρατιωτικούς, οι κληρικοί αποτελούσαν στόχο δολοφονίας, καθώς οι ακροδεξιοί θεωρούσαν ότι οι ιερείς ταυτίζονταν με τους φτωχούς και τα αιτήματά τους και, συνεπώς, αποτελούσαν εχθρούς του καθεστώτος.
Το γεγονός που καθόρισε και άλλαξε την πορεία του Αρχιεπισκόπου Όσκαρ Ρομέρο ήταν η δολοφονία του γραμματέα του Πατέρα Ρουτίλο Γκράντε, τον οποίο θεωρούσε άγιο άνθρωπο και είχε αφιερώσει την ζωή του στους φτωχούς και τους πονεμένους. Ο πατέρας Ρουτίλο Γκράντε είχε πάει σε ένα μικρό χωρίο έξω από Την πρωτεύουσα και μιλούσε στους χωρικούς τονίζοντας τους με έμφαση πως πρέπει να οργανωθούν σε συνεταιρισμούς γιατί τα σκυλιά των γαιοκτημόνων ζουν καλύτερα από τους ίδιους. Οι παραστρατιωτικοί του είχαν στήσει ενέδρα και των σκότωσαν μαζί με έναν ηλικιωμένο και ένα επτάχρονο παιδί. Ο Όσκαρ Ρομέρο έτρεξε αμέσως στο χωριό μόλις πληροφορήθηκε την δολοφονία του πατέρα Ρουτίλο Γκράντε. Την ώρα που αγκάλιαζε την σωρό του αγαπημένου του συνεργάτη μια ομάδα χωρικών τον πλησίασε. Ο Ρομέρο αντίκρισε δακρυσμένος τα βλέμματα των φοβισμένων χωρικών και άκουσε την ερώτηση τους: «Θα σταθείς κοντά μας όπως και ο π. Ρουτίλιο;». Ο Όσκαρ Ρομέρο τους κοίταξε με συμπόνια και ψέλλισε ένα δυνατό «Ναι». Οι χωρικοί εκείνη την νύχτα γύρεψαν και βρήκαν έναν άξιο ποιμένα.


Από εκείνη την στιγμή ο Αρχιεπίσκοπος του Έλ Σαλβαδόρ έγινε ο προστάτης των φτωχών και των κατατρεγμένων του ποιμνίου του. δεν σταμάτησε να κυρήτει και να βοηθάει των λαό του κατά της καταπίεσης που δεχόταν από το κρατικό καθεστώς της βίας. Την προηγουμένη της δολοφονίας του, με συγκινητικά λόγια είχε κάνει έκκληση στους στρατιώτες και σε χαμηλά ισταμένους αστυνομικούς, να μην υπακούν σε ανήθικες εντολές ανωτέρων τους: «Αδελφοί μου, προέρχεστε από τον ίδιο τον λαό σας. Σκοτώνετε τα αδέλφια σας, τους χωρικούς, ενώ κάθε ανθρώπινη εντολή εκτέλεσης πρέπει να υποτάσσεται στο νόμο του Θεού που λέει: Ου φονεύσεις. Κανένας στρατιωτικός δεν είναι υποχρεωμένος να υπακούσει μια εντολή αντίθετη με τον νόμο του Θεού. Κανείς δεν χρειάζεται να υπακούσει έναν ανήθικο νόμο. Έχει έρθει η ώρα να βάλετε πρώτα  τη συνείδησή σας και να υπακούσετε στη συνείδησή σας και όχι σε κάποια αμαρτωλή εντολή. Η εκκλησία που υποστηρίζει τα δικαιώματα του Θεού, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αξιοπρέπεια του ατόμου, δεν μπορεί να σιωπήσει μπροστά σε ένα τέτοιο βδέλυγμα. Θέλουμε η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν αξία αν πρόκειται να εφαρμοστούν με τίμημα τόσο πολύ αίμα. Στο όνομα του Θεού, στο όνομα αυτού του λαού που υποφέρει και που οι κραυγές του υψώνονται όλο και πιο δυνατά προς τον ουρανό κάθε μέρα, σας παρακαλώ, σας ικετεύω, σας διατάζω στο όνομα του Θεού: σταματήστε την τυραννία».



Για τη δολοφονία του Όσκαρ Ρομέρο δεν παραπέμφθηκε ποτέ κανείς στη δικαιοσύνη όλα αυτά τα χρόνια.  Το Μάιο του 2017, η υπόθεση άνοιξε ξανά, ένα χρόνο μετά την κατάργηση ενός αμφιλεγόμενου νόμου αμνηστίας του 1993, που απαγόρευε ποινικές δίκες σχετικές  με τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο της χώρας, έναν πόλεμο με 75.000 νεκρούς από το 1980 ως το 1992. Την Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018, ο δικαστής Rigoberto Chicas υποστήριξε ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις κατηγορίας του 78 ετών πρώην στρατιωτικού, Alvaro Rafael Saravia, που θεωρείται ύποπτος εδώ και δεκαετίες για την εντολή δολοφονίας του Αρχιεπισκόπου Ρομέρο το 1980, και διέταξε την αστυνομία και την Ιντερπόλ να ερευνήσουν την περίπτωσή του χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.


Ο Όσκαρ Ρομέρο ήταν μια μεγάλη έκπληξη στην ιστορία. Οι φτωχοί και καταφρονεμένοι ουδέποτε περίμεναν ότι θα έπαιρνε το μέρος τους και η ελίτ της Εκκλησίας ένιωσε «προδομένη» από τις θέσεις του. Η ηγεσία της Εκκλησίας τον πολέμησε με λύσσα και κάθε τρόπο. Η δύναμη του Όσκαρ Ρομέρο πηγάζει από την πιστότητά του στην ζωή των ανθρώπων που η Εκκλησία εμπιστεύθηκε στη φροντίδα και την καθοδήγησή του. Δεν υπέκυψε μπροστά στις στρατιωτικές, πολιτικές, οικονομικές, ακόμη και εκκλησιαστικές πιέσεις να αποσυρθεί από αυτό που θεωρούσε θέλημα του Θεού για εκείνον. Ούτε και οι απειλές κατά της ζωής του κατάφεραν να τον αποτρέψουν από την πορεία του. Δεν αρνήθηκε τον διάλογο με κανέναν, ακόμη και με εκείνους που τον εξύβριζαν και του επιτίθεντο. Έκανε δικό του τον πόνο των φτωχών, των διωγμένων και των εγκαταλειμμένων. Τους απέδειξε την πιστότητα και την αγάπη του. Τους μιλούσε για τον Ιησού, που καταδικάζει την αδικία και τη βία, αλλά και που προσφέρει ανιδιοτελή συγχώρηση και ευσπλαχνία.  Δικαίως  ο Όσκαρ Ρομέρο αποκαλείται από ον λαό ως ο Αρχιεπίσκοπος των φτωχών, διότι υπήρξε πιστός στην αποστολή του να κηρύξει τη βασιλεία του Θεού στο λαό του Ελ Σαλβαδόρ, που είχε καταστραφεί από την αδικία και την ωμή βία, αλλά και έδειξε πίστη σ’ εκείνον το λαό που αναζητούσε ένα όραμα που θα του έδινε λόγους να ελπίζει.


Μέρες πριν τη δολοφονία του είπε σε έναν δημοσιογράφο: ««Μια Εκκλησία που δεν διώκεται, αλλά στην πραγματικότητα απολαμβάνει τα προνόμια και την υποστήριξη του κόσμου, είναι μια Εκκλησία που θα πρέπει να φοβάται, διότι δεν είναι η αληθινή Εκκλησία του Ιησού Χριστού. Πες στο Λαό ότι αν καταφέρουν να με σκοτώσουν, δίνω άφεση και συγχώρεση σε αυτόν που θα το κάνει, δεν του κρατώ κακία. Είμαι γεμάτος ελπίδα ότι θα αντιληφθούν ότι χάνουν  το χρόνο τους. Ένας Επίσκοπος μπορεί να πεθάνει, αλλά η Εκκλησία του Θεού, που είναι ο Λαός ο ίδιος, ουδέποτε θα χαθεί…».


* Στην τελευταία φωτογραφία ο Όσκαρ Ρομέρο νεκρός δίπλα στην Αγία Τράπεζα από τις σφαίρες του δολοφόνου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου