Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Η χαμογελαστή «Μάγισσα της Νύχτας»…



 Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου

Η Λαρίσα έκανε νόημα στη μηχανικό της να βάλει μπροστά τον έλικα του P02, είχε ανοιχτό το τσοκ και περίμενε. Κουβαλούσε τις βόμβες ανάμεσα στα πόδια της. Σε μια από αυτές είχε γράψει: «Για τον Γιούρι μου». Το ξύλινο διπλανό αεροσκάφος της πήρε μπροστά, τροχοδρόμησε και με μια κίνηση απογειώθηκε και χάθηκε στον μαύρο παγωμένο ουρανό. Πίσω του ακολουθούσαν και άλλα σκάφη. Μέσα στο σκοτάδι και από ψηλά, ο γερμανικός καταυλισμός ξεχώριζε εύκολα. Η Λαρίσα ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα αέρα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της. Το πάθαινε πάντα αυτό πριν σβήσει τη μηχανή κατά τη διάρκεια της αποστολής. Με τη βοήθεια του χαμηλού φωτισμού στο κόκπιτ της, έλεγξε για τελευταία φορά τα όργανα. Όλα ήταν εντάξει.. Έσβησε τα φώτα του πιλοτηρίου, και με το αριστερό της χέρι άγγιξε τον μοχλό της μηχανής και τον έφερε στο μηδέν. Τώρα πετούσε μόνο με τα μάτια της στο στόχο, και μόνο με τη βοήθεια του  αέρα. Τα μάγουλα της είχα μουδιάσει, το ίδιο και τα χείλη της, ενώ από τη μύτη της, λόγω του ψύχους, έτρεχαν μικρές σταγόνες πάγου. Πίεσε τον μοχλό και το διπλάνο χαμήλωσε και με ταχύτητα 90 χιλιομέτρων σε ύψος καμινάδας προσέγγιζε τον στόχο. Η Λαρίσα χάιδεψε την πρώτη βόμβα και τη σήκωσε με τα δυο της χέρια. Την έβαλε στην θέση της και η βόμβα ξεκίνησε την πτήση της για τον καταυλισμό.



Ο Γερμανός στρατιώτης Έρικ Μπρόνχερτς μόλις είχε πάρει μετάθεση στο Ανατολικό Μέτωπο. Κατευθείαν είχε ενταχθεί στην 6η Στρατιά και από εκεί προωθήθηκε λίγα χιλιόμετρα έξω από το Στάλινγκραντ. Ήταν έτοιμος να κάνει την πρώτη του σκοπιά στον καταυλισμό. Ο υπαξιωματικός αλλαγής της σκοπιάς του είχε τονίσει οργισμένα: «να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να κοιτάς όχι μόνο χαμηλά, αλλά και ψηλά στον ουρανό. Οι «Μάγισσες» δεν αστειεύονται». Ο Έρικ σε λίγες ημέρες θα έκλεινε τα 19 του. Από μικρός ήθελε να γίνει στρατιώτης. Φανταζόταν λαμπρές ημέρες δόξας με εκείνον αξιωματικό να οδηγεί τα στρατεύματα του Ράιχ σε νίκες. Η ζωή δεν του τα έφερε όπως ήθελε. Τελικά πήγε εθελοντής στον στρατό.  Στον καταυλισμό ο Έρικ Μπρόνχερτς πατούσε με την αρβύλα του και έσβηνε το τσιγάρο του. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και άφησε αργά τον καπνό να βγει από τα πνευμόνια του. Η σκοπιά του δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον. Σε λίγη ώρα θα τον άλλαζαν, θα προλάβαινε μάλιστα και να ξεκουραστεί για την επόμενη μεγάλη μέρα. Και τότε ένας ήχος του πάγωσε το αίμα.


Η Λαρίσα σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο και το βλέμμα της είχε μαγνητιστεί στα ίχνη της τροχιάς που αφήνει στον ουρανό το βλήμα που μόλις άφησε από τα χέρια της. Το μυαλό της βυθίστηκε σε σκέψεις. Αστραπιαία της ήρθαν όλα στο μυαλό. Αυτά που δεν θα ξεχάσει ποτέ. « Στο χωριό της λίγο έξω από το Λβόφ όλα ήταν ήσυχα. Αλλά όχι για πολύ. Το κτήνος του ναζισμού σε λίγο θα έπερνε σάρκα και όστα μπροστά και στα δικά της μάτια. Μέσα σε λίγα λεπτά τα τάγματα θανάτου των ναζί περικύκλωσαν τα σπίτια του χωριού και έσυραν έξω με το ζόρι τους άντρες και τις γυναίκες. Έβαλαν φωτιά παντού, ακόμη και στους στάβλους. Η Λαρίσα είδε να σπρώχνουν με βία τον πατέρα της για να γονατίσει μπροστά στον γερμανό αξιωματικό. Το παντελόνι του ήταν γεμάτο χώματα από το χωράφι, απ’ που τον είχαν φέρει βιαστικά και με την βία. Δίπλα του ο επτάχρονος Γιούρι, ο αδελφούλης της που λάτρευε, και παραπέρα ο Βάνιας, ο άνδρας που ήταν ερωτευμένη.  Ο αξιωματικός κάτι είπε στα γερμανικά με το όπλο του παρατεταμένο. Η Λαρίσα άκουσε μόνο ένα πιστόλι να οπλίζει και ύστερα είδε τον Γερμανό να κλοτσάει τον πατέρα της που είχε σωριαστεί στο έδαφος, με μια μαύρη λίμνη αχνιστού αίματος να βγαίνει από το διαλυμένο του κρανίο και να ποτίζει το σκληρό χώμα. Ο ίδιος Γερμανός την κοίταξε στα μάτια και όπλισε πάλι. Χαμογέλασε σαδιστικά και κόλλησε το πιστόλι του  στη βάση του κρανίου του Γιούρι. Τα μάτια της Λαρίσα δεν τρεμόπαιξαν στον πυροβολισμό. Δεν ανοιγόκλεισαν ούτε όταν το ζεστό αίμα του επτάχρονου αδελφού της την πιτσίλισε. Η Λαρίσα ήταν τότε 17 χρόνων. Είδε τους Γερμανούς να δολοφονούν την οικογένειά της και στη συνέχεια ένας-ένας τη βίασαν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Μετά από αρκετή  ώρα άκουσε τον αξιωματικό να λέει στους στρατιώτες: « Αφήστε την τώρα, ούτος ή άλλως είναι σχεδόν νεκρή».


«Τις επόμενες μέρες η Λαρίσα ζούσε σαν αγρίμι στα δάση του Λβόφ  τρώγοντας ρίζες και πίνοντας λασπωμένο νερό της βροχής. Τριγυρνούσε σαν ξωτικό με σκισμένα και καταματωμένα ρούχα. Με πολλές δυσκολίες και μετά από αρκετές μέρες κατάφερε να περάσει στις γραμμές των συμπατριωτών της Σοβιετικών. Εσπευσμένα της μετέφεραν πίσω από τις γραμμές του μετώπου στο νοσοκομείο της πόλης Sverdlovsk. Η σωματική της υγεία βελτιωνόταν μέρα με την μέρα αλλά η πληγή στην ψυχή της δεν θα κλείσει ποτέ. Μόλις κατάφερε να σταθεί στα πόδια της πήγε στα γραφεία του κόμματος και ζήτησε επιτακτικά να πολεμήσει. Ο κομισάριος του νοσοκομείου της τόνισε την μεγάλη ανάγκη που υπάρχει για νοσηλευτικό προσωπικό αλλά η Λαρίσα αρνήθηκε. Ο κομισάριος θαύμασε το πείσμα της και κατάλαβε ότι η γυναίκα που είχε μπροστά του ήταν αποφασισμένη. Ήθελε ακόμα λίγο να την δοκιμάσει. «Θα σε έστελνα στο Στάλιγκραντ που έχει περικυκλωθεί, εάν ήξερες να χειρίζεσαι όπλο από απόσταση» της αντιπρότεινε. «Δεν με ενδιαφέρει να σκοτώνω έναν-έναν Γερμανό κρυμμένη. Θέλω να τους κάνω να πληρώσουν μαζικά» του ανταπάντησε. «Έχεις ακούσει για τις Αδελφούλες;» τη ρώτησε σοβαρά ο κομισάριος πίσω από το γραφείο του. Τι είναι αυτό του είπε γεμάτη απορία. Άκου λοιπόν της είπε ο κομισάριος…»


«Είμαστε στο Κρεμλίνο το 1938. Η Μαρίνα Ρασκόβα περίμενε υπομονετικά έξω από την τεράστια δρύινη πόρτα του γραφείου του πατερούλη. Δυο βλοσυροί πανύψηλοι στρατιώτες στέκονταν ακίνητοι μπροστά της. Η Μαρίνα ήταν «ηρωίδα της Σοβιετικής Ένωσης». Ενάντια σε κάθε λογική, είχε καταφέρει το ακατόρθωτο. Με ένα δικινητήριο αεροσκάφος Ant-37, ονόματι «Rodina», είχε καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ συνεχούς πτήσης. Είχε πετάξει για 6.000 χλμ., από τη Μόσχα στο Kομσολμόσκ της μακρινής Ανατολής, μέσα σε 26 ώρες και 29 λεπτά. Τώρα περίμενε να τη δεχτεί ο ίδιος ο Ιωσήφ  Στάλιν. Ο κομισάριος για ένα λεπτό σταμάτησε και μόλις είδε την Λαρίσα να τον ακούει αποσβολωμένη συνέχισε. «Έχεις μόνο τρία λεπτά, συντρόφισσα Ρασκόβα» της εξήγησε ο Νικήτα Χρουστσώφ καθώς την οδηγούσε στο γραφείο του ηγέτη της αχανούς ΕΣΣΔ. Σε εκείνα τα τρία λεπτά η Μαρίνα κατάφερε να πείσει τον Στάλιν για την αναγκαιότητα ύπαρξης γυναικών σε θέση μάχιμων πιλότων στην πολεμική αεροπορία της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν, ύστερα από μήνες, οι ναζί εισέβαλαν στην Σοβιετική Ένωση πιάνοντας απροετοίμαστο τον Κόκκινο Στρατό και την αεροπορία, ο Στάλιν θα έδινε εντολή, με τη διαταγή 0099, να δημιουργηθεί η περίφημη «Αεροπορική Mονάδα 122», με βάση την πόλη Ένγκελς του ποταμού Bόλγα, βόρεια του Στάλινγκραντ, στην επαρχία Σάρατοβ. Λίγο αργότερα θα άλλαζε ονομασία. Θα λεγόταν «46ο Σύνταγμα Εθνοφρουράς». Αποτελούνταν από τρία σμήνη. Τρία γυναικεία αεροπορικά σμήνη: το 586 Σύνταγμα Καταδίωξης, το 587 Σύνταγμα Βομβαρδισμού και το τρομερό 588 Σύνταγμα Νυχτερινού Βομβαρδισμού, τις «Μάγισσες της νύχτας». «Μάγισσες της νύχτας» της είχαν ονομάσει οι Γερμανοί γιατί ξεπρόβαλαν μπροστά στα στρατόπεδα τις νύχτες αθόρυβα και τα βομβάρδιζαν χωρίς να γίνονται αντιληπτά τα αεροσκάφη. Μόνο μια σκιά μαύρη φαινόταν στον ορίζοντα. Οι Σοβιετικοί της έλεγαν «Αδελφούλες» ή «Τα γεράκια του Στάλιν». Μόλις ο κομισάριος τελείωσε την αφήγηση του η Λαρίσα πετάχτηκε από το κάθισμα της σαν ελατήριο. Με μάτια που πέταγαν σπίθες και δεν σήκωναν αμφισβήτηση είπε αγριεμένα στον κομισάριο: «Εκεί θέλω να καταταχθώ, αμέσως…»


Το 588ο Σύνταγμα Νυχτερινών Βομβαρδισμών έμεινε γνωστό στην παγκόσμια Ιστορία με το παρατσούκλι «Μάγισσες της νύχτας». Ήταν στελεχωμένο αποκλειστικά από γυναίκες, ηλικίας 17 - 24 ετών. Όλες, και οι 115 που το αποτελούσαν, είχαν χάσει κάποιον δικό τους από τους ναζί. Όλες διψούσαν για εκδίκηση. Οι γυναίκες πετούσαν μόνο τη νύχτα με παλιά ξύλινα ψεκαστικά διπλάνα P02, δίχως όργανα, δίχως ασύρματο και με το κόκπιτ ανοιχτό και απροστάτευτο από σφαίρες και από κρύο. Οι «Μάγισσες της νύχτας» για τους τρομαγμένους Γερμανούς ή «Αδελφούλες» για τους υπερήφανους Σοβιετικούς πραγματοποίησαν περισσότερες από 30.000 αποστολές και έριξαν 23.000 τόνους βόμβες στις γραμμές των ναζί εισβολέων. Σε όποιον κατάφερνε να καταρρίψει μια από αυτές απονεμόταν ο «Σιδηρούς Σταυρός». Τις πρώτες νύχτες πτήσης των «Μαγισσών» τα αποτελέσματα έκαναν τον ίδιο τον Ζούκοβ να τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση: Σε λίγες ώρες κατέστρεψαν 17 μεγάλες γέφυρες, 9 τρένα, 26 αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων, 176 φορτηγά και 86 θέσεις πολυβολείων των Γερμανών. Ο θάνατος χτυπούσε τους Γερμανούς μέσα στη νύχτα, από ψηλά και αθόρυβα.  Οι «Μάγισσες» εντόπιζαν τον στόχο τους μέσα στο σκοτάδι. Έσβηναν τη μηχανή του διπλάνου και άφηναν τον αέρα και την επιδεξιότητά τους να κάνουν την υπόλοιπη δουλειά. Αθόρυβα κατέβαιναν χαμηλά και άφηναν τις βόμβες με τα ίδια τους τα χέρια αφού το P02 δεν ήταν βομβαρδιστικό. Τις βόμβες τις στοίβαζαν μέσα στο κόκπιτ και ανάμεσα στα πόδια τους. Όλες οι βόμβες είχαν παραλήπτη γραμμένο επάνω τους και αυτός ήταν οι Γερμανοί. Είχαν επίσης γραμμένο και το πρόσωπο για χάρη του οποίου τις έριχναν: «Για την Άννα», «Για τον Βάσια», «Για τον Ιγκόρ», «Για τον πατέρα μου», «Για τη μητέρα μου, τον σύντροφό μου, τον αδελφό μου, τον σύζυγό μου»


Όταν κατατάχθηκε η Λαρίσα συνάντησε την θρυλική Μαρίνα Ράσκοβα, την ηγέτη των Μαγισσών. Η Ράσκοβα της εξηγούσε πως το σώμα που διοικεί  δεν έχει στολές και φοράει ρούχα αντρικά με κομμένα μαλλιά σχεδόν γουλί. Ταυτόχρονα κοιτούσε και τον φάκελο της. Η Ράσκοβα σταμάτησε την ανάγνωση και κοίταξε την Λαρίσα επίμονα που την παρακολουθούσε σε στάση προσοχής. «Λαρίσα Γερεμένκοβα διαβάζω στον φάκελο σου πως έχασες τους δικούς σου στο Λβόφ και οι Γερμανοί σε βίασαν ομαδικά. Κατάφερες να σωθείς. Είσαι διατεθειμένη να εκδικηθείς;». Η Λαρίσα μέσα στα κλάματα απάντησε αποφασιστικά: «Είμαι…». Αυτό ήθελε να ακούσει η Ράσκοβα.

Ο Έρικ Μπρόνχερτς έπεσε στο έδαφος για να καλυφτεί. Ένα σύννεφο σκόνης σκέπασε τα πάντα  Ουρλιαχτά γέμισαν το στρατόπεδο. Η αποθήκη πυρομαχικών είχε λαμπαδιάσει, το ίδιο και οι κοιτώνες των αξιωματικών και το αμπρί του διοικητή. Πανικόβλητοι Γερμανοί, που είχαν ξυπνήσει βίαια και δεν είχαν προλάβει να ντυθούν, σχεδόν γυμνοί έτρεχαν μέσα στο κρύο πέρα - δώθε και πυροβολούσαν σε κάθε κατεύθυνση. Κανείς δεν γνώριζε τι συνέβαινε. 


 Στον αέρα η Λαρίσα έκανε άλλη μια στροφή για να αφήσει και την τελευταία της βόμβα. Ήταν το δώρο για τον αδελφό της, με το όνομά του επάνω. Πίσω της και οι υπόλοιπες «Μάγισσες» ετοιμάζονταν για τον τελευταίο γύρο και μετά θα έβαζαν μπρος τις μηχανές και θα χάνονταν στον ουρανό. Ο Έρικ σύρθηκε μέχρι τη βάση ενός πολυβόλου. Γύρω του, ανάμεσα στα σακιά από άμμο τρία κορμιά είχαν πάρει μια αφύσικη στάση και έξι άψυχα μάτια τον κοίταζαν. Δεν είχαν προλάβει να ρίξουν καν. Το MG 42 ήταν οπλισμένο και η ταινία με τις σφαίρες στη θέση της. Ο Έρικ δίχως να σημαδέψει πάτησε τη σκανδάλη και τα τροχιοδεικτικά έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό. 


«Πάλι ο θόρυβος από το σκουπόξυλο. Μα πού είναι;» πρόλαβε να σκεφτεί όταν είδε να τον πλησιάζει από ψηλά ένα ασημόχρωμο αντικείμενο σαν κύλινδρος που διέγραφε κύκλους γύρω από τον εαυτό του, όπως ακριβώς διαγράφει ένα ξύλο που το πετάει κάποιος από τη μια άκρη του.  Το αντικείμενο σφηνώθηκε στο χώμα ακριβώς δίπλα του. Έγραφε κάτι σε κυριλλική γραφή που δεν κατάλαβε. Ξεχώρισε μόνο το όνομα «Γιούρι». Ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε στη ζωή του ο  Έρικ Μπρόνχερτς. Ένα κοφτό σφύριγμα σαν από χύτρα και το κορμί του διαμελίστηκε στο παγωμένο χώμα, λίγο έξω από το Στάλινγκραντ...


Η Λαρίσα Γερεμένκοβα δεν επέστρεψε ποτέ στη βάση της. Μάταια την περίμεναν οι συντρόφισσές της. Το ξύλινο P02 βρέθηκε διάτρητο από τις σφαίρες, το ίδιο και το παγωμένο κορμί της. Από τις σφαίρες ενός MG 42, ήταν το όπλο του 19 χρόνου Γερμανού στρατιώτη Έρικ Μπρόνχερτς. Είχε προλάβει να ρίξει και την τελευταία βόμβα που είχε γράψει πάνω της με τα χέρια της το όνομα του αδελφού της «Γιούρι». Οι σύντροφοί της όταν την βρήκαν είπαν πως στο πρόσωπό της ήταν καλοσχηματισμένο ένα πλατύ μεγάλο χαμόγελο….. 



* Πολλά στοιχεία αντλήσαμε από το υπέροχο κείμενο του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ποντίκι στις17-11-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου