Του Αρχιμανδρίτη Καλλίνικου Μαυρολέων
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, Χριστούγεννα, ἐρχόσουν στό σπίτι
μου. Ρωτοῦσες τήν ὥρα πού θά φθάσει τό ἀεροπλάνο ἀπό τήν Κάρπαθο καί πρός τό
βράδυ, ἐρχόσουν μ’ἐκείνη τήν κίτρινη βέσπα, στόν Ἅγιο Βασίλειο…
Ἕφτανες στήν πόρτα, Παπανικολῆ 1, καί χτυποῦσες τό κουδούνι.
Ὁ διάλογος… ἴδιος κάθε φορά κι ἀπαράλλακτος! -Ποιός εἶναι; -Κατσαμπάκης, ἡ ἀπάντηση.
Ἀργά ἀργά ἀνέβαινες τίς σκάλες.Μεγαλόπρεπα. Μ’ ἕνα χαμόγελο στό πρόσωπό σου…
Πάντοτε! Ἤσουν ἡ μόνη χριστουγεννιάτικη ἐπίσκεψη.
Ἀσπασμοί, εὐχές, πλῆθος τά χαμόγελα, τά πειράγματα, ἡ χαρά ἀφειδώλευτη! Ἀστείρευτη!
Μετά… ρωτοῦσες γιά τό… γλυκό! Τό ἴδιο πάντα γλυκό, πού ἐκείνη
τή μέρα ἔφτιαχνε ἡ μάνα μου. Καί ίδιαιτέρως σοῦ ἄρεσε! Τούρτα ψυγείου, μέ μπισκότα καί κρέμα σαντιγύ!
Σοῦ ἄρεσε πολύ καί πάντα τό ζητοῦσες! Καί πάντα… γενναῖα κομμάτια σοῦ προσφέρονταν!
Μετά, τά νέα μας… Τά δικά μου, τά δικά σου… Οἱ μαθητές μου στό Σχολεῖο… καί οἱ δικοί σου! Ἦταν μιά σκέτη ἀπόλαυση αὐτό! Νά λές… νά λές… τί σοῦ λένε… τί σοῦ γράφουν… μ’ἐκεῖνο τόν μοναδικό τρόπο πού μονάχα ἐσύ ἤξερες! Τόν τρόπο νά σκορπίζεις γέλιο… νά σκορπίζεις χαρά!
Ὡραῖες μέρες! Ὡραῖες ὧρες! Ὡραῖες συναντήσεις! Γιατί ἡ δική
σου παρουσία ἦταν ἀφορμή κι ἄλλοι άδελφοί καί φίλοι νά βρεθοῦμε μαζί! Κι ὅλοι νά
ἔχουν ἕνα μερίδιο στή χαρά, πού σκορποῦσες ἐσύ!
Τόσα χρόνια τά ἴδια! Τόσα χρόνια δέν ἔλειψες! Τόσα χρόνια ἡ
καθιερωμένη συνάντηση! Μέχρι… πέρσι, πού πάλι βεβαίως ἦρθες! Δέν παρέλειψες
τό τακτικό τή μέρα τῶν Χριστουγέννων ραντεβού! Συνεπής! Ὅπως πάντα! Πέρσι, ὅμως,
δέν μποροῦσες ν΄ἀνέβεις μόνος τή σκάλα! Πάντα ἀνέβαινες ἀργά! Τελετουργικά! Πέρσι…
σέ ἀνέβασαν οἱ φίλοι! Οἱ ἀδελφοί! Πιό ἀργά
ἀπό κάθε ἄλλη φορά… Γιατί.. δυσκολευόσουν πολύ ἀπό τήν ἀρρώστια σου, πού ἦταν πλέον ἐμφανῆ τά σημάδια της!
Βαριά ἡ ἀναπνοή σου, κόπος πολύς, ἀδυναμία νά στηριχθεῖς στά πόδια σου! Ἀλλά ἡ ἀγάπη
τῶν ἀδελφῶν… ἔγινε δική σου δύναμη καί τά κατάφερες! Καί πάλι τά ἴδια! Ἀσπασμοί,
χαρές, γέλια, τά νέα μας καί… φυσικά τό γλυκό!
Αὐτή ἔμελλε νά ἦταν ἡ τελευταία μας συνάντηση! Ἡ τελευταία φορά, τά Χριστούγεννα τοῦ 2017, πού συναντηθήκαμε σ΄ἐκεῖνον τόν ἡμιώροφο…. Οἱ τελευταῖοι ἀσπασμοί…. Οἱ τελευταῖες χαρές… Τά τελευταῖα λόγια…
Γιατί, λίγους μῆνες μετά, τό Μάρτιο τοῦ 2018, οἱ ἀδελφοί μέ είδοποίησαν πώς ἔφυγες γιά τόν Οὐρανό! Τόν Οὐρανό, πού τόσο ἀγάπησες! Τόν Ούρανό, πού τόσο λαχτάρησες! Τόν Οὐρανό, πού τόσο ἀγωνίστηκες γι’αὐτόν! Και γιά Ἐκεῖνον, πού δημιούργησε τούς Ούρανούς! Καί γιά Ἐκεῖνον, πού κατέβηκε ἀπό τούς Οὐρανούς καί σαρκώθηκε στή γῆ! Γιά νά ἀνεβάσει ἐκεῖ καί σένα κι ἐμένα κοντά Του, τόν Χριστό μας, πού τόσο ἀγάπησες!
Ἡ ὥρα ἀπόψε εἶναι δέκα τό βράδυ… Ἀκόμη δέν χτύπησες τό
κουδούνι, στό σπίτι μου! Ἀργοῦσες κάποις φορές, πολύ! Ἀλλά, σέ περίμενα! Κι ἀπόψε
σέ περιμένω! Κι ἄς εἶναι ἀργά! Κι ἄς εἶμαι κουρασμένος ἀπό ἕνα ταξίδι μακρινό
καί ὁλοήμερο!
Λοιπόν, τί λές ἀγαπητέ Γιάννη Κατσαμπάκη; Δέν θά ἔρθεις ἀπόψε;
Πηγή: https://papakallinikos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου