Του Αρχιμανδρίτου Εφραίμ Παναούση
Άμα διαβάσανε το απόδειπνο στο καθολικό, ο γέροντας του
μοναστηριού φώναξε τον παπά-Παρθένη.- Ευλόγησον είπε ο παπά-Παρθένης με τρόπο
παιδιάστικο κι ας μετρούσε εβδομήντα χρόνια ζωή και πενήντα τόσα στο κοινόβιο. –κάνε
αγάπη είπε ο Γέροντας, να πάμε στου Γερο-Δανιήλ να διαβάσουμε ευχέλαιο. Είναι θαρρώ
στα τελευταία του. –Να ναι ευλογημένο είπε ο παπάς και τράβηξε κατά το Άγιο Βήμα.
Σε λίγο ήρθε κρατώντας τα χρειαζούμενα κι ένα μικρό λείψανο του Αγίου Χαραλάμπους.
Παλιό, αρχοντικό το
μοναστήρι, μιλούσε μονάχο του για τους Αγίους που γνώρισε, για τα δάκρυα που πότισαν
τα κελιά του, για τα τίμια αίματα των καλογήρων που έσφαξαν οι Αγαρηνοί. Κι ακόμη
και οι προσκυνητές το λέγανε πως άμα ήσουνα καθαρός στο λογισμό, μύριζε ολούθε
λιβάνι. Το κελί του Γερο-Δανιήλ δεν ήτανε μακριά. Το είχανε μάθει οι πατέρες
πως λίγο θα ζούσε ακόμα ο Γερο-Δανιήλ, γι’ αυτό και ο Ηγούμενος έδωσε ευλογία
και ο εφημέριος έβαλε «ευλογητός». Όση ώρα διαβάζανε, ο Ηγούμενος ησυχασμό δεν
είχε. Όχι δεν ήταν ο θάνατος που τον τάραζε. Καλόγερος και ο ίδιος, με τον θάνατο
είχε φιλιώσει. Ήξερε πως όλοι είμαστε ξένοι πάνω στη γη και για την άλλη πρέπει
να μοχθούμε. Μα ήταν άλλο που σαν μαχαίρι του τυραννούσε την ψυχή. Ο Γερο-Δανιήλ
καλός…μα. Ήτανε λίγες οι μέρες που η Ακολουθία τον έβλεπε και στα κομποσχοίνια
και τις μετάνοιες του πρόθυμος δεν ήταν. Με τόσα χρέη πως μπορούσε τόσο ήρεμος
να είναι;
-Άμα διαβάσανε το ευχέλαιο , ο Γέροντας φόρεσε το πετραχήλι
του και έμεινε μόνος με τον Γερο-Δανιήλ. –Λοιπόν παππού, τώρα είμαστε οι δυό μας,
μήπως θες κάτι να μου πεις; Και να, σα να διάβασε την σκέψη του Γέροντα, ο Γερο-Δανιήλ
ανοίγοντας τα μάτια του του είπε με απίθανη ηρεμία: -Ναι, Γέροντα δίκιο έχεις,
ούτε στα καλογερικά ήμουνα καλός, ούτε κάτι πνευματικό έχω κάνει που να το μαρτυρήσω.
Μα άμα ήμουνα μικρό παιδί, άκουσα τη φωνή του παπά που διάβαζε του Χριστού τα λόγια:
«Μην κρίνετε και δεν θα κριθήτε». Έτσι και εγώ άμα ανταμώσω το Θεό, θα πω πως τίποτα
καλό δεν έκαμα, μα αφού κανέναν δεν έκρινα ποτέ, δεν θα με κρίνει και η Χάρη
σου.
Βουρκωμένος ο Γέροντας είπε: « Με λίγο κόπο, παιδί μου, αγόρασες
τον Παράδεισο». Σε λίγο ο Γερο-Δανιήλ μετάλαβε και έφυγε ήσυχος. Το χάραμα ο παππούς
μακάρισε μέσα σε φως και μύρο παραδεισένιο. Η Λειτουργία κρατούσε ακόμη, και ο
χορός των πατέρων έψαλλε: « Χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς εν
τοις ουρανοίς».
*Το κείμενο γράφτηκε στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» τον
Ιούλιο του 2002
Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου