Του π. Διονυσίου Σκλήρη
Ο μακαριστός επίσκοπος Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς συνήθιζε να επαναλαμβάνει ότι η κριτική του γέροντά του Ιουστίνου Πόποβιτς στους σοσιαλιστές ήταν μάλλον ότι δεν ήταν αρκετά επαναστάτες, αφού δεν εξεγείρονταν ενάντια στην ιδέα ότι θα πεθάνουν. O άγιος Ιουστίνος θεωρούσε ότι ένας υλισμός που αρκείται στην κάλυψη των αναγκών του λαού δεν είναι πραγματική φιλοσοφία, αλλά μάλλον μια «πατατολογία», ενώ η αυθεντική κατά Χριστόν φιλοσοφία αναμετράται κατ’ εξοχήν με το οντολογικό πρόβλημα του θανάτου. Με την ίδια λογική, ο άγιος Ιουστίνος θεωρούσε ότι η κατά κόσμον πρόοδος δεν ήταν παρά μια πρόοδος στον νερόμυλο του θανάτου. Ο Χριστιανισμός διαθέτει ένα προοδευτικό αφήγημα, αλλά αυτό αφορά στην κατ’ εξοχήν πρόοδο, η οποία μπορεί να δρασκελήσει τον θάνατο και να συνεχιστεί στην αεικίνητο στάση, κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, ή την επέκταση, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, της εσχατολογικής προόδου στη Βασιλεία του Θεού.
Μπορούμε να πούμε ότι όλη η ζωή του Αθανασίου Γιέφτιτς ήταν μια ενσάρκωση αυτής της επανάστασης: Η αντίστασή του στο κράτος, είτε επρόκειτο για τον αντιχριστιανικό σοσιαλισμό του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, είτε για την τυχοδιωκτική και προδοτική πολιτική του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, είτε για τον καινούργιο ολοκληρωτισμό της Νέας Τάξης Πραγμάτων, εξέβαλε σε μία πάλη ενάντια στο «κράτος του θανάτου» (Προς Εβραίους 2,14). Ο Αθανάσιος Γιέφτιτς ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή: στη μαρτυρία εντός του τιτοϊκού καθεστώτος, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στο Κοσσυφοπέδιο, ακόμη και στην Ιερουσαλήμ κατά την περίοδο της δεύτερης ιντιφάντα, ακολουθώντας μία ενόρμηση ανάστασης, αν μας επιτρέπεται να παραλλάξουμε τον όρο «ενόρμηση θανάτου» του Sigmund Freud. Ακολουθώντας το πρότυπο του αγίου Ιουστίνου, ο οποίος δεν έφυγε στο εξωτερικό κατά την επιβολή του κομμουνισμού στη Γιουγκοσλαβία, αλλά παρέμεινε στη Σερβία «μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ» (Πρὸς Ἑβραίους 11,25), ο Αθανάσιος Γιέφτιτς επέλεγε πάντα τις δύσκολες επισκοπές ενοπτρισμού του θανάτου, καθώς μόνο η κατάματη αντιμετώπιση του θανάτου ελκύει τη χάρη μιας πρόληψης της Αναστάσεως. Στις επισκοπές αυτές στάθηκε κοντά στον λαό, στις κηδείες, τα μνημόσυνα, την κήρυξη του ευαγγελίου της αναστάσεως, ενσαρκώνοντας τη μορφή του συμπάσχοντος βιβλικού προφήτη. Ενώ, ταυτοχρόνως, μπορούμε να πούμε για τον μακαριστό Αθανάσιο ότι η ευχέρεια με την οποία μεταπηδούσε από το έργο του συστηματικού θεολόγου και του πατρολόγου σε αυτό του ιστορικού, του πολιτικού ακτιβιστή, ακόμη και του κυριολεκτικού ή μεταφορικού αθλητή ομοιάζει με μία σύγχρονη υπαρξιστική εκδοχή του καυσοκαλυβίτη: δηλαδή του ανθρώπου που από εμπιστοσύνη στον Θεό δύναται να καίει πάντα το καλύβι που φτιάχνει, ώστε να ξαναρχίζει κάθε φορά από το μηδέν, χωρίς να δένεται με καμία από τις ανθρώπινες κατασκευές.
Ως προς το καθαυτό θεολογικό του έργο, ο επίσκοπος Αθανάσιος έχει αντλήσει από τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς μία Χριστοκεντρική Θεολογία που σημαίνει ταυτοχρόνως την Αποκάλυψη του Θεού και την αυθεντικότητα του ανθρώπου. Σύμφωνα με ό,τι μπορούμε να ονομάσουμε «Θεανθρωπική αρχή», δηλαδή μια βαθύτερη εκδοχή της «ανθρωπικής αρχής», βασισμένη στην Προς Εβραίους Επιστολή, ο Χριστός είναι το τελικό αίτιο του ανθρώπου και της δημιουργίας, ο Λόγος στον οποίο βρίσκουν την εξήγησή τους όλα τα όντα. Ο επίσκοπος Αθανάσιος συνδύασε αυτή τη θεολογία του τελικού αιτίου με την εσχατολογική θεώρηση ότι το ύστερον εξηγεί το πρότερον, όντας σε μία θεολογική συνοδοιπορία με τον μητροπολίτη Ιωάννη Περγάμου (Ζηζιούλα). Αλλά επεχείρησε μία σύνθεση της εσχατολογικής θεολογίας με την ησυχαστική θεολογία της ενέργειας, σύμφωνα με την επικαιροποίηση της σκέψης του αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσσαλονίκης από τον π. Ιωάννη Μάγεντορφ, μεταξύ άλλων. Ο επίσκοπος Αθανάσιος αντλεί ταυτοχρόνως μια Θεολογία της Ιστορίας από τον π. Γεώργιο Φλορόφσκι, επικεντρώνοντας στη βιβλική διαλεκτική ανάμεσα στην προφητεία και τον λαό του Θεού που πορεύεται προς τα έσχατα διά του πάθους της Ιστορίας. Αλλά εκβάλλει τη Θεολογία της Ιστορίας σε μία γνήσια Ορθόδοξη Αφηγηματική Θεολογία, όπου οι επιμέρους ιστορίες των ανθρωπίνων προσώπων γίνονται μέρη ενός έμψυχου βιβλίου του Ευαγγελίου που γράφεται ενυποστάτως και του οποίου οι ιστορίες δεν φτάνουν όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου για να γραφτούν, σύμφωνα με το τέλος του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (Ιω. 21,25). Αυτές οι θεολογίες αιχμής αγγίζουν ευαισθησίες του μεταμοντέρνου κόσμου, όπως την έγνοια για την αφηγηματικότητα ως πιο σημαντική από την εννοιοκρατική θεωρία. Ταυτοχρόνως, ολοκληρώνουν, στη σκέψη του Αθανασίου, την πατερική Θεολογία της συν-ενέργειας Θεού και ανθρώπου στον δρόμο για τα έσχατα, σύμφωνα με μια μεταπλασμένη εκδοχή της αριστοτελικής τελεολογίας, κατά την οποία κινούμαστε μέσα στον χρόνο προς την πραγμάτωση σκοπών και νοημάτων. Η σύνθεση που επιτυγχάνει ο επίσκοπος Αθανάσιος είναι αναγκαία, γιατί εσχατολογία χωρίς ενέργεια οδηγεί σε μία καρτερική προσδοκία της Βασιλείας του Θεού άνευ ιστορικής δράσεως. Ενώ, αντιστρόφως, μια αριστοτελίζουσα θεολογία της ενέργειας χωρίς εσχατολογία είναι απλώς νατουραλισμός και ηθικισμός ξένος προς την υπερβατικότητα της Ορθόδοξης παράδοσης, που διαφεύγει από τον αντιστοίχως Ρωμαιοκαθολικό (νατουραλισμός) και Προτεσταντικό (ηθικισμός) πειρασμό.
Ο επίσκοπος Αθανάσιος ξεφεύγει από μια παρωχημένη ελληνίζουσα μεταφυσική, καθώς η ησυχαστική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών στον Θεό ερμηνεύεται σε μια συνάφεια όχι φιλοσοφική αλλά βιβλική με αναφορά στον δρώντα «ετσιθελικό» Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ο Οποίος αποκαλύπτεται ως αγαπών στον Χριστό της Καινής. Η θεολογία αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί «ησυχαστικός υπαρξισμός» με την έννοια ότι ακολουθώντας τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, πιστεύουμε ότι ο Ων Θεός προηγείται της ουσίας Του («οὐ γὰρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία»). Ο «ετσιθελισμός» του Θεού κατά τον Γιέφτιτς κινείται, όμως, σε ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από τον νομιναλισμό του Ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης νεωτερικότητας. Στον τελευταίο πανηγυριζόταν κυρίως η ισχύς του Θεού, ο Οποίος δεν λογοδοτεί στα κτίσματα, κατ’ εικόνα του οποίου έχουμε την ισχύ του ηγεμόνα της απολυταρχίας που δεν λογοδοτεί στους θεσμούς ή, εντέλει, την αυθαιρεσία του σύγχρονου ατόμου. Στη σκέψη του Γιέφτιτς, αντιθέτως, το στοιχείο του «ετσιθελισμού» του Θεού έχει ως ελατήριο μια βαθιά αγάπη που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Όπως στο βιβλικό θέμα της θυσίας του Αβραάμ, ο Θεός μπορεί να μας ζητά κάτι παράλογο, όμως τελικά μας σώζει αν Τον εμπιστευτούμε και πραγματοποιεί πρώτα Αυτός εν Χριστώ τη θυσία που ζητεί από εμάς. Ο «ετσιθελισμός» του Θεού είναι ένας άλλος τρόπος για να προσεγγίσουμε αποφατικά μιαν αγάπη που είναι ανώτερη από τη λογική. Δεν πρόκειται, όμως, για μια αντιφυσική φιλοσοφία. Οι ορθόδοξοι ησυχαστές αναζητούν την υπαρκτική αυθεντικότητα, όπως και ο υπαρξισμός, αλλά τη βρίσκουν όχι στην τραγική αντίθεση προς τη φύση, αλλά στο απαλό άνοιγμα των εφέσεων της ανθρώπινης φύσης στη χάρη· κάτι που έχει, όμως, καταστεί δυνατό μόνο μέσω της συμφωνίας θείας και ανθρώπινης φύσης στον Θεάνθρωπο. Ο Αθανάσιος εντρυφά μάλλον στο πνεύμα του Ντοστογιέφκσι όπου η άβυσσος της ανθρώπινης ελευθερίας καλεί την άβυσσο της ελευθερίας του Θεού εν Χριστώ.
Πολλές φορές ο επίσκοπος Αθανάσιος τόνιζε να εξετάζουμε σε ποιον Θεόν πιστεύει ο κάθε συγγραφέας και κατ’ επέκταση ποιος είναι ο άνθρωπος που πιστεύει σε αυτόν τον Θεό. Λ.χ. ποιος είναι ο άνθρωπος που πιστεύει στον θεό του Νίκου Καζαντζάκη ή ποιος είναι ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κ.ο.κ. Με την ίδια έννοια μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύει ο επίσκοπος Αθανάσιος Γιέφτιτς, ένας Θεός ριζοσπαστικής ελευθερίας και εκπλήσσουσας αγάπης, έχει ως προέκτασή Του τον άνθρωπο Αθανάσιο, ένα πρόσωπο όπου η ανατρεπτικότητα εκβάλλει σε μια αναπάντεχα μειλίχια αγάπη. Γιατί την επανάσταση προς τον θάνατο μπορεί να την κάνει μόνο μια αγάπη που είναι «κραταιὰ ὡς θάνατος» ή, μετά την Ανάσταση, ακόμη πιο ισχυρή.
Έντυπη πηγή: Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τεύχος 340 Οκτώβριος 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου