Του Κώστα Ζουρδού, Θεολόγου
Πάνω
που είχες αποφασίσει πως τα όνειρα δεν είναι πια για μας, πως οι παλιές
παρέες ανήκουν στο μακρινό παρελθόν και δεν γράφουν πια ιστορία, πως οι
φίλοι οι καλοί έχουν λησμονηθεί και καταχωνιαστεί σε μια γωνιά της
μνήμης και που και που ζητούν τα δικαιώματα τους στη ζωή σου που κυλάει.
Και τότε ήρθε το μήνυμα για να τα ανατρέψει όλα.
"Αντάμωμα χριστιανουπολιτών". Διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις το μήνυμα που σου ήρθε στο κινητό και δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Είκοσι και πλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που πήγες σε αυτή την πόλη που έκανε πράξη στα πρόσκαιρα την επαγγελία της χριστιανικής ζωής. Τότε που νέο παλικαράκι ζέστανες περπατησιά στη ζωή με ανεμελιά ανυποψίαστου και ενθουσιασμό νιότης που δεν λογαριάζει δυσκολίες και δεν καλουπώνεται σε κανόνες. Τότε που ψιλόλιγνη φιγούρα κυνηγούσες μία μπάλα και μία εφηβεία καταδεχτική σε όλες τις επαναστάσεις και των «αισθήσεων και των παραισθήσεων».
Τώρα ένας άλλος μικρός να τρέχει στο σαλόνι σου και να σε φωνάζει μπαμπά αμολώντας τα παιχνίδια του διάσπαρτα με κρότο στο πάτωμα μονοπωλώντας και το λίγο χρόνο σου και τα καλοκαίρια. Τώρα που τα μαλλιά έχουν ασπρίσει και έχουν αραιώσει, τα παραπανίσια κιλά να μαρτυρούν το χρόνο που πέρασε και το βλέμμα δεν έχει τη νεανική σπιρτάδα, που δεν φοβάται ανηφοριές. Τώρα που η ζωή έχει γίνει υπολογισμός, γεμάτη φοβίες, αποξένωση και σκοπιμότητα στο κυνηγητό μιας βιωτής με καταναγκασμούς υποχωρήσεις και ματαιοδοξία που δεν οδηγεί πουθενά απλά συντηρεί την υπερηφάνεια που φωνάζει ότι είσαι ακόμα χρήσιμος.
Μετά από αυτό το περίεργο μήνυμα που αναστάτωσε τη μέρα σου, η βραδινή της κατάληξη είναι το σκονισμένο φωτογραφικό λεύκωμα που κρύβει μέσα του νιάτα, όνειρα, αγάπη, συντροφικότητα. Κοιτάζεις αυτούς τους αναψοκοκκινισμένους έφηβους τα αδέρφια σου και διακρίνεις σε όλους αυτό το καθαρό βλέμμα, αυτή την άλλη οπτική της ζωής που κρύβει τα αληθινά της συστατικά που δεν είναι άλλα εκτός από την αλήθεια και την αγάπη.
Τι ήταν αλήθεια η ''Χριστιανούπολη'' για σένα; Αυτό το ερώτημα βασανίζει τώρα το μυαλό σου, ένα ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, που τα λόγια δεν χωρούν σε σειρά για να δώσουν το πραγματικό νόημα. Η ''Χριστιανούπολη'' πάνω από όλα ήταν τα πρόσωπα, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας και διαμόρφωσαν την σκέψη μας, την αγωγή μας, και έδωσαν την δυνατότητα να βλέπουμε τη ζωή με την ελπίδα και την προσμονή. Από πού να αρχίσεις; από ποιούς να αρχίσεις; πόσα να χωρέσεις σε φύλλα χαρτί;
Αν η Χριστιανούπολη ήταν ο παιδικός σου παράδεισος, η πρόγευση ενός τρόπου ζωής αιωνίου, μιας βιωτής χωρίς μέριμνες και ανησυχία, τότε είχε και τον «θεό» της και την «αγία τριάδα» της και τους «αποστόλους» της. Και επειδή η ''Χριστιανούπολη'' είναι το σπουδαιότερο κομμάτι της ιστορίας της ψυχής σου, αποκαθαρμένη τώρα από την παιδική μυθολογία που έβλεπε τους πάντες ως γίγαντες, μία ιστορία που γράφεται από τη δική σου ματιά και αντίληψη, έχει υποχρέωση να πάρει σάρκα και οστά και να μιλήσει με ονόματα.
Το σπουδαιότερο πρόσωπο, ο «θεός» αυτού του μικρού επίγειου παραδείσου, δεν είναι άλλος από τον Μητροπολίτη Πειραιώς κ.Καλλίνικο, τον εμπνευστή και κύριο καθοδηγητή όλης αυτής της προσπάθειας που για να υλοποιηθεί και να έρθει σε εμάς έτοιμος, είχε πολύ πόνο, πολλά δάκρυα, πολύ αγωνία και όπως λένε στη νεανική αργκό «πολύ τρέξιμο». Όπως για κάθε «θεό» έτσι και για αυτόν τον πραγματικό «θεό» της παιδικής μας ηλικίας δεν μπορείς να γράψεις πολλά, όχι από φόβο μήπως γκρεμίσεις το παιδικό σου είδωλο αλλά από την αγωνία μήπως δεν του δώσεις την πραγματική του διάσταση και τον αδικήσεις. Είναι εξάλλου τόσο σπουδαίο το πρόσωπο και το έργο του Μητροπολίτη Πειραιώς Καλλίνικου που δεν είναι καθόλου υπερβολή να επισημάνουμε ότι είναι ο αναμορφωτής της εσωτερικής ιεραποστολής της Εκκλησίας της Ελλάδος και η σημαντικότερη προσωπικότητα που ανάδειξε αυτή, τα τελευταία πενήντα χρόνια με δράση σε όλους τους πνευματικούς τομείς. Αλλά δεν θα μιλήσουμε τώρα για αυτά. Ο Γέροντας, έτσι όλοι τον φωνάζαμε, έρχεται από την παιδική μνήμη, αεικίνητη φιγούρα που με τον ρώσικο καλογερικό σκούφο επιθεωρούσε τα μαγειρεία, τους κοινόχρηστους χώρους, τους κοιτώνες, πάντα αργά το βράδυ έχοντας τελειώσει με τις καθημερινές φροντίδες της Μητροπόλεως.
Και μια που έχουμε ανοίξει το κουτί με την ιστορία και τις αναμνήσεις, ένα τέτοιο βράδυ θυμάμαι, ήταν Ιούλιος, μάλλον του 1986, ο Γέροντας κατηφόριζε από το μοναστήρι για την κατασκήνωση συνοδευόμενος από τον π. Αρσένιο- τον ιερομόναχο με το φωτεινό καταγέλαστο πρόσωπο που όταν μας διηγούνταν μοναχικές ιστορίες στο αρχονταρίκι του μοναστηριού «κατέβαζε ρολά» στις απορίες- κάλεσε όλους τους κατασκηνωτές και τα στελέχη στην πλατεία του Αγίου Αθανασίου για να τους μιλήσει. Καθισμένοι όλοι οκλαδόν όχι κατά ομάδες αλλά κατά παρέες ακούγαμε αποσβολωμένοι τις πατρικές νουθεσίες, τις οποίες δυστυχώς ο χρόνος έχει ξεθωριάσει, ήμουν δίπλα –δίπλα με «εκείνον τον ψηλό από την Δραπετσώνα», τον Μάκη (Απόκοτο) και σιγοψιθυρίζαμε. Ο Γέροντας τελείωσε τον λόγο του λέγοντας αν είχαμε κάποιο πρόβλημα, κάποιο παράπονο. Ποιος να μιλήσει, ποιος να σπάσει την σιωπή, ποιος να εκφράσει παράπονο; Και τότε σ’ αυτήν τη διάφανη σιωπή σηκώθηκε ο ομαδάρχης της 5ης ομάδας, εκείνος ο νεαρός με τα μακριά μαλλιά και τα γυαλιά που τα βράδια με την κιθάρα του τραγουδούσε για τους «ελεύθερους και ωραίους» και οι στιχομυθίες του, οι ατάκες του και το χιούμορ του μας είχαν όλους συναρπάσει -και αυτό το λέω τώρα που τον γνωρίζω πάνω από είκοσι χρόνια, δεν πίστευε αρκετά στο μεγάλο θεολογικό του ταλέντο- ο Δημήτρης (Γκαλημανάς) είπε στον Γέροντα πως επειδή το φαγητό δεν ήταν αρκετά καλό θα μπορούσε η κατασκήνωση να φάει τώρα κάτι καλύτερο. Σε μία ώρα με εντολή του Γέροντα ήρθαν σουβλάκια για όλους. Δύο πράγματα δεν μπορώ να επιβεβαιώσω τα μούτρα της κ. Ειρήνης (μαγείρισσας) εκείνο το βράδυ και τις μπύρες που λένε ότι ήπιαν τα στελέχη.
Συνεχίζεται………..
"Αντάμωμα χριστιανουπολιτών". Διαβάζεις και ξαναδιαβάζεις το μήνυμα που σου ήρθε στο κινητό και δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Είκοσι και πλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που πήγες σε αυτή την πόλη που έκανε πράξη στα πρόσκαιρα την επαγγελία της χριστιανικής ζωής. Τότε που νέο παλικαράκι ζέστανες περπατησιά στη ζωή με ανεμελιά ανυποψίαστου και ενθουσιασμό νιότης που δεν λογαριάζει δυσκολίες και δεν καλουπώνεται σε κανόνες. Τότε που ψιλόλιγνη φιγούρα κυνηγούσες μία μπάλα και μία εφηβεία καταδεχτική σε όλες τις επαναστάσεις και των «αισθήσεων και των παραισθήσεων».
Τώρα ένας άλλος μικρός να τρέχει στο σαλόνι σου και να σε φωνάζει μπαμπά αμολώντας τα παιχνίδια του διάσπαρτα με κρότο στο πάτωμα μονοπωλώντας και το λίγο χρόνο σου και τα καλοκαίρια. Τώρα που τα μαλλιά έχουν ασπρίσει και έχουν αραιώσει, τα παραπανίσια κιλά να μαρτυρούν το χρόνο που πέρασε και το βλέμμα δεν έχει τη νεανική σπιρτάδα, που δεν φοβάται ανηφοριές. Τώρα που η ζωή έχει γίνει υπολογισμός, γεμάτη φοβίες, αποξένωση και σκοπιμότητα στο κυνηγητό μιας βιωτής με καταναγκασμούς υποχωρήσεις και ματαιοδοξία που δεν οδηγεί πουθενά απλά συντηρεί την υπερηφάνεια που φωνάζει ότι είσαι ακόμα χρήσιμος.
Μετά από αυτό το περίεργο μήνυμα που αναστάτωσε τη μέρα σου, η βραδινή της κατάληξη είναι το σκονισμένο φωτογραφικό λεύκωμα που κρύβει μέσα του νιάτα, όνειρα, αγάπη, συντροφικότητα. Κοιτάζεις αυτούς τους αναψοκοκκινισμένους έφηβους τα αδέρφια σου και διακρίνεις σε όλους αυτό το καθαρό βλέμμα, αυτή την άλλη οπτική της ζωής που κρύβει τα αληθινά της συστατικά που δεν είναι άλλα εκτός από την αλήθεια και την αγάπη.
Τι ήταν αλήθεια η ''Χριστιανούπολη'' για σένα; Αυτό το ερώτημα βασανίζει τώρα το μυαλό σου, ένα ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, που τα λόγια δεν χωρούν σε σειρά για να δώσουν το πραγματικό νόημα. Η ''Χριστιανούπολη'' πάνω από όλα ήταν τα πρόσωπα, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας και διαμόρφωσαν την σκέψη μας, την αγωγή μας, και έδωσαν την δυνατότητα να βλέπουμε τη ζωή με την ελπίδα και την προσμονή. Από πού να αρχίσεις; από ποιούς να αρχίσεις; πόσα να χωρέσεις σε φύλλα χαρτί;
Αν η Χριστιανούπολη ήταν ο παιδικός σου παράδεισος, η πρόγευση ενός τρόπου ζωής αιωνίου, μιας βιωτής χωρίς μέριμνες και ανησυχία, τότε είχε και τον «θεό» της και την «αγία τριάδα» της και τους «αποστόλους» της. Και επειδή η ''Χριστιανούπολη'' είναι το σπουδαιότερο κομμάτι της ιστορίας της ψυχής σου, αποκαθαρμένη τώρα από την παιδική μυθολογία που έβλεπε τους πάντες ως γίγαντες, μία ιστορία που γράφεται από τη δική σου ματιά και αντίληψη, έχει υποχρέωση να πάρει σάρκα και οστά και να μιλήσει με ονόματα.
Το σπουδαιότερο πρόσωπο, ο «θεός» αυτού του μικρού επίγειου παραδείσου, δεν είναι άλλος από τον Μητροπολίτη Πειραιώς κ.Καλλίνικο, τον εμπνευστή και κύριο καθοδηγητή όλης αυτής της προσπάθειας που για να υλοποιηθεί και να έρθει σε εμάς έτοιμος, είχε πολύ πόνο, πολλά δάκρυα, πολύ αγωνία και όπως λένε στη νεανική αργκό «πολύ τρέξιμο». Όπως για κάθε «θεό» έτσι και για αυτόν τον πραγματικό «θεό» της παιδικής μας ηλικίας δεν μπορείς να γράψεις πολλά, όχι από φόβο μήπως γκρεμίσεις το παιδικό σου είδωλο αλλά από την αγωνία μήπως δεν του δώσεις την πραγματική του διάσταση και τον αδικήσεις. Είναι εξάλλου τόσο σπουδαίο το πρόσωπο και το έργο του Μητροπολίτη Πειραιώς Καλλίνικου που δεν είναι καθόλου υπερβολή να επισημάνουμε ότι είναι ο αναμορφωτής της εσωτερικής ιεραποστολής της Εκκλησίας της Ελλάδος και η σημαντικότερη προσωπικότητα που ανάδειξε αυτή, τα τελευταία πενήντα χρόνια με δράση σε όλους τους πνευματικούς τομείς. Αλλά δεν θα μιλήσουμε τώρα για αυτά. Ο Γέροντας, έτσι όλοι τον φωνάζαμε, έρχεται από την παιδική μνήμη, αεικίνητη φιγούρα που με τον ρώσικο καλογερικό σκούφο επιθεωρούσε τα μαγειρεία, τους κοινόχρηστους χώρους, τους κοιτώνες, πάντα αργά το βράδυ έχοντας τελειώσει με τις καθημερινές φροντίδες της Μητροπόλεως.
Και μια που έχουμε ανοίξει το κουτί με την ιστορία και τις αναμνήσεις, ένα τέτοιο βράδυ θυμάμαι, ήταν Ιούλιος, μάλλον του 1986, ο Γέροντας κατηφόριζε από το μοναστήρι για την κατασκήνωση συνοδευόμενος από τον π. Αρσένιο- τον ιερομόναχο με το φωτεινό καταγέλαστο πρόσωπο που όταν μας διηγούνταν μοναχικές ιστορίες στο αρχονταρίκι του μοναστηριού «κατέβαζε ρολά» στις απορίες- κάλεσε όλους τους κατασκηνωτές και τα στελέχη στην πλατεία του Αγίου Αθανασίου για να τους μιλήσει. Καθισμένοι όλοι οκλαδόν όχι κατά ομάδες αλλά κατά παρέες ακούγαμε αποσβολωμένοι τις πατρικές νουθεσίες, τις οποίες δυστυχώς ο χρόνος έχει ξεθωριάσει, ήμουν δίπλα –δίπλα με «εκείνον τον ψηλό από την Δραπετσώνα», τον Μάκη (Απόκοτο) και σιγοψιθυρίζαμε. Ο Γέροντας τελείωσε τον λόγο του λέγοντας αν είχαμε κάποιο πρόβλημα, κάποιο παράπονο. Ποιος να μιλήσει, ποιος να σπάσει την σιωπή, ποιος να εκφράσει παράπονο; Και τότε σ’ αυτήν τη διάφανη σιωπή σηκώθηκε ο ομαδάρχης της 5ης ομάδας, εκείνος ο νεαρός με τα μακριά μαλλιά και τα γυαλιά που τα βράδια με την κιθάρα του τραγουδούσε για τους «ελεύθερους και ωραίους» και οι στιχομυθίες του, οι ατάκες του και το χιούμορ του μας είχαν όλους συναρπάσει -και αυτό το λέω τώρα που τον γνωρίζω πάνω από είκοσι χρόνια, δεν πίστευε αρκετά στο μεγάλο θεολογικό του ταλέντο- ο Δημήτρης (Γκαλημανάς) είπε στον Γέροντα πως επειδή το φαγητό δεν ήταν αρκετά καλό θα μπορούσε η κατασκήνωση να φάει τώρα κάτι καλύτερο. Σε μία ώρα με εντολή του Γέροντα ήρθαν σουβλάκια για όλους. Δύο πράγματα δεν μπορώ να επιβεβαιώσω τα μούτρα της κ. Ειρήνης (μαγείρισσας) εκείνο το βράδυ και τις μπύρες που λένε ότι ήπιαν τα στελέχη.
Συνεχίζεται………..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου