Σηκώνονταν με δυσκολία, έκανε ένα, άντε δύο βήματα, άφηνε μια κηλίδα αίμα και στο επόμενο βήμα παραδίνονταν. Τον χάιδευα. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Μου έγλειφε το χέρι. Νύχτα σκληρή. Κάποτε ξημέρωσε. Τόσο δα. Περίμενα το πιο πολύ της μέρας. Τηλεφώνησα στον γιατρό. «Νομίζω δεν έχει νόημα», «Θα έρθω».
Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου, μα αμέσως τρόμαξα. Ξαφνικά εύθραυστος. Αυτό με μαχαίρωσε. Ότι δηλαδή έπρεπε να υπολογίζω τη δύναμη της αγκαλιάς μου. Ήταν και το βλέμμα του. Μια το απέφευγα και μια... Πώς σπαρταράει το ψάρι στο δόλωμα, ανίκανο πια να δραπετεύσει; Έτσι! Σπαρταράγαμε κι οι δυοα γκιστρωμένοι στα βλέμματά μας. «Α ρε Ρουντολφάκο» έλεγα σχεδόν μονότονα.
Αγκαλίτσα κατεβήκαμε στο σαλόνι. Τον άφησα και δεν τον άφησα τυλιγμένο σε μια κουβέρτα καρώ. Πήγα κουζίνα. Πηγαινοερχόμουν σαν χαζή. Έβγαλα ένα μπουκάλι ρακή από την κατάψυξη. Ετοίμασα σ΄ ένα πιάτο μεζέδες. Στον γιατρό άρεσε η ρακή. Άρεσαν οι συζητήσεις και οι διαφωνίες. Άρεσε να παρατηρεί. Άρεσε να πίνει τον καφέ του στο Θησείο για να κοιτάει Ακρόπολη. Άρεσε να σπουδάζει φιλοσοφία στο ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Στον γιατρό άρεσε η ζωή και την τιμούσε. Και μένα μου άρεσε το πώς γελούσε. Είχαμε κάνει πολλά γέλια μαζί. Αυτό κυρίως. Μόνο σε τέτοιον γιατρό θα εμπιστευόμουν την ευθανασία του.
Ήρθε! Χαμογέλασε. Χαμογέλασα και γω. Πήγαμε κοντά του. Τον χάιδεψε. Μετά είπε ότι θα τον εξέταζε. Και γω είπα «θα φέρω κάτι να πιούμε». Του μιλούσε γλυκά όταν εγώ ακούμπησα τον δίσκο με τα καλούδια στο χαμηλό τραπέζι. «Όντως» είπε ξεκρέμαστα. Ένα εκκρεμές «όντως» και μετά ένα «Ναι. Νομίζω πρέπει να προχωρήσουμε». Κατάλαβα. Είχα καταλάβει από μέρες. Ήξερα. Όλα στο μυαλό προδιαγεγραμμένα τα είχα. Και όλα ενώνονταν με τη μνήμη της γιαγιάς μου της Άρτεμις. Χρόνια στο κρεβάτι ανήμπορη από ένα εύστοχο εγκεφαλικό. Σύνολο 5! Ούτε μέρα δεν έμεινε, χωρίς κάποιον από μας δίπλα της, να τη χαϊδεύει. Τι να το κάνεις; Ξεκινήσαμε από το «Θες να σου φέρω γιαγιάκα μου κρεμούλες από τον Ασημακόπουλο;», «Αν δεν είναι κόπος κοτούλα μου, θέλω» και εκείνη να γλύφει το κουταλάκι με κλειστά μάτια. Καταλήξαμε στο «Θέλω να μου βάλεις δυο φτερά στους ώμους μου να πετάξω». Αυτά τα άτιμα τα φτερά! Πού τα πουλάνε; Πάντα ήθελα νάμαι αποτελεσματική. Δυο γαμημένα φτερά! Γιατί να βασανίζεται έτσι ο άνθρωπος; Πόσο πιο ακριβολογώντας να ζητήσει την ευθανασία;
Τυχερός ο σκύλος μου ο Ρούντολφ. Όλα προδιαγεγραμμένα και πανέτοιμα. «Δεν βάζεις λίγο μουσική;». Έβαλα. «Πάμε κοντά στον ήλιο». Μια αχτίδα έπεφτε στο πάτωμα και μου φάνηκε τόσο όμορφη με κείνα τα σκονάκια που χόρευαν τρελά στο φως της. Κάθισα οκλαδόν δίπλα στο τραπέζι. Τον αγκάλιασα. Τον φίλησα. Ανασήκωσε απότομα το κεφάλι του. Το έστρεψε. Με τον γιατρό ακολουθήσαμε το βλέμμα του. Μια μυρουδιά μάλλον ξεσήκωσε τη μυτούλα του. Την κούνησε τόσο δα. «Του μύρισε» είπε ο γιατρός και γέλασε. «Του αρέσει ο καπνιστός σολωμός. Αποκλείεται να λιγουρεύτηκε το αγγουράκι. Καπιταλόσκυλο», «Γιατί δεν του δίνεις να φάει;». Αμηχανία δευτερολέπτων. Τράβηξα τα χείλη μου σαν κλόουν και έκανα περίεργους μορφασμούς. «Να του δώ-σω;» ρώτησα με τεράστιο δισταγμό. «Γιατί όχι;» αναρωτήθηκε ο γιατρός και μάλιστα ανασήκωσε και τους ώμους του, υπερτονίζοντας το ανούσιο των λόγων μου. Αμηχανία. Μετά με άκουσα να του απαντώ «Μήπως του κάνει κακό;»….Το είπα και έμεινα. Λες από μπαταρία. Άκου! «Μήπως του κάνει κακό;» σε ένα σκυλί που στο επόμενο δευτερόλεπτο δεν θα υπήρχε. Και ήμουν εγώ που αναλάμβανα ακέραιη την ευθύνη της μη ύπαρξής του. Και ήμουν εγώ που δήλωνα έτοιμη, πανέτοιμη, προετοιμασμένη. Και ήμουν εγώ που προσκόμιζα τα φτερά που αναζητούσε η γιαγιά μου η Άρτεμις. Ήξερα τι έκανα. Ήξερα; Σας το ορκίζομαι, ήξερα. Κι έρχονταν το μυαλό. Το ηλίθιο, ανθρώπινο μυαλό, να σκάσει κεφαλάκι στο τελευταίο δευτερόλεπτο, στον τελευταίο γύρο. Στυγνός αφέντης και καλά, σε ένα σύμπαν αισθημάτων και ενστίκτου. «Μήπως του κάνει κακό;» Μανιέρες. Ζούμε με μανιέρες. Περπατάμε με μανιέρες. Φορτωμένοι με το βαρίδι του κωμικοτραγικά καταδυναστευτικού ΚΑΛΟ-ΚΑΚΟ. Κι έτοιμοι να σφάξουμε καθαρές αισθήσεις για πάρτη του. Πόσα«κακά» έγιναν στην ανθρωπότητα γιατί δήθεν υπηρέτησαν το εποχιακά οριζόμενο ως «καλό»;
Δυνάμωσε τη μουσική. Χαμόγελο της Τζοκόντας. Χατζιδάκις. Ένα κομμάτι σολομός στο στόμα του. Φιλί. Φιλί. Φιλί. Φιλί. Πετάξαμε κι οι δυο πάνω από το «καλό» και το «κακό». Σ΄ έναν κόσμο ανομάτιστο αλλά απόλυτα γνώριμο. Το λες αγάπη; Αχ! Αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα.
ΥΓ.1: Πόσο σου πάνε τα φτερά Ρουντολφάκο!
ΥΓ.2: Δημήτρη Γαρμπή, όπως βλέπεις σε θυμάμαι πάντα.
ΠΗΓΗ:protagon.gr
Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου, μα αμέσως τρόμαξα. Ξαφνικά εύθραυστος. Αυτό με μαχαίρωσε. Ότι δηλαδή έπρεπε να υπολογίζω τη δύναμη της αγκαλιάς μου. Ήταν και το βλέμμα του. Μια το απέφευγα και μια... Πώς σπαρταράει το ψάρι στο δόλωμα, ανίκανο πια να δραπετεύσει; Έτσι! Σπαρταράγαμε κι οι δυοα γκιστρωμένοι στα βλέμματά μας. «Α ρε Ρουντολφάκο» έλεγα σχεδόν μονότονα.
Αγκαλίτσα κατεβήκαμε στο σαλόνι. Τον άφησα και δεν τον άφησα τυλιγμένο σε μια κουβέρτα καρώ. Πήγα κουζίνα. Πηγαινοερχόμουν σαν χαζή. Έβγαλα ένα μπουκάλι ρακή από την κατάψυξη. Ετοίμασα σ΄ ένα πιάτο μεζέδες. Στον γιατρό άρεσε η ρακή. Άρεσαν οι συζητήσεις και οι διαφωνίες. Άρεσε να παρατηρεί. Άρεσε να πίνει τον καφέ του στο Θησείο για να κοιτάει Ακρόπολη. Άρεσε να σπουδάζει φιλοσοφία στο ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Στον γιατρό άρεσε η ζωή και την τιμούσε. Και μένα μου άρεσε το πώς γελούσε. Είχαμε κάνει πολλά γέλια μαζί. Αυτό κυρίως. Μόνο σε τέτοιον γιατρό θα εμπιστευόμουν την ευθανασία του.
Ήρθε! Χαμογέλασε. Χαμογέλασα και γω. Πήγαμε κοντά του. Τον χάιδεψε. Μετά είπε ότι θα τον εξέταζε. Και γω είπα «θα φέρω κάτι να πιούμε». Του μιλούσε γλυκά όταν εγώ ακούμπησα τον δίσκο με τα καλούδια στο χαμηλό τραπέζι. «Όντως» είπε ξεκρέμαστα. Ένα εκκρεμές «όντως» και μετά ένα «Ναι. Νομίζω πρέπει να προχωρήσουμε». Κατάλαβα. Είχα καταλάβει από μέρες. Ήξερα. Όλα στο μυαλό προδιαγεγραμμένα τα είχα. Και όλα ενώνονταν με τη μνήμη της γιαγιάς μου της Άρτεμις. Χρόνια στο κρεβάτι ανήμπορη από ένα εύστοχο εγκεφαλικό. Σύνολο 5! Ούτε μέρα δεν έμεινε, χωρίς κάποιον από μας δίπλα της, να τη χαϊδεύει. Τι να το κάνεις; Ξεκινήσαμε από το «Θες να σου φέρω γιαγιάκα μου κρεμούλες από τον Ασημακόπουλο;», «Αν δεν είναι κόπος κοτούλα μου, θέλω» και εκείνη να γλύφει το κουταλάκι με κλειστά μάτια. Καταλήξαμε στο «Θέλω να μου βάλεις δυο φτερά στους ώμους μου να πετάξω». Αυτά τα άτιμα τα φτερά! Πού τα πουλάνε; Πάντα ήθελα νάμαι αποτελεσματική. Δυο γαμημένα φτερά! Γιατί να βασανίζεται έτσι ο άνθρωπος; Πόσο πιο ακριβολογώντας να ζητήσει την ευθανασία;
Τυχερός ο σκύλος μου ο Ρούντολφ. Όλα προδιαγεγραμμένα και πανέτοιμα. «Δεν βάζεις λίγο μουσική;». Έβαλα. «Πάμε κοντά στον ήλιο». Μια αχτίδα έπεφτε στο πάτωμα και μου φάνηκε τόσο όμορφη με κείνα τα σκονάκια που χόρευαν τρελά στο φως της. Κάθισα οκλαδόν δίπλα στο τραπέζι. Τον αγκάλιασα. Τον φίλησα. Ανασήκωσε απότομα το κεφάλι του. Το έστρεψε. Με τον γιατρό ακολουθήσαμε το βλέμμα του. Μια μυρουδιά μάλλον ξεσήκωσε τη μυτούλα του. Την κούνησε τόσο δα. «Του μύρισε» είπε ο γιατρός και γέλασε. «Του αρέσει ο καπνιστός σολωμός. Αποκλείεται να λιγουρεύτηκε το αγγουράκι. Καπιταλόσκυλο», «Γιατί δεν του δίνεις να φάει;». Αμηχανία δευτερολέπτων. Τράβηξα τα χείλη μου σαν κλόουν και έκανα περίεργους μορφασμούς. «Να του δώ-σω;» ρώτησα με τεράστιο δισταγμό. «Γιατί όχι;» αναρωτήθηκε ο γιατρός και μάλιστα ανασήκωσε και τους ώμους του, υπερτονίζοντας το ανούσιο των λόγων μου. Αμηχανία. Μετά με άκουσα να του απαντώ «Μήπως του κάνει κακό;»….Το είπα και έμεινα. Λες από μπαταρία. Άκου! «Μήπως του κάνει κακό;» σε ένα σκυλί που στο επόμενο δευτερόλεπτο δεν θα υπήρχε. Και ήμουν εγώ που αναλάμβανα ακέραιη την ευθύνη της μη ύπαρξής του. Και ήμουν εγώ που δήλωνα έτοιμη, πανέτοιμη, προετοιμασμένη. Και ήμουν εγώ που προσκόμιζα τα φτερά που αναζητούσε η γιαγιά μου η Άρτεμις. Ήξερα τι έκανα. Ήξερα; Σας το ορκίζομαι, ήξερα. Κι έρχονταν το μυαλό. Το ηλίθιο, ανθρώπινο μυαλό, να σκάσει κεφαλάκι στο τελευταίο δευτερόλεπτο, στον τελευταίο γύρο. Στυγνός αφέντης και καλά, σε ένα σύμπαν αισθημάτων και ενστίκτου. «Μήπως του κάνει κακό;» Μανιέρες. Ζούμε με μανιέρες. Περπατάμε με μανιέρες. Φορτωμένοι με το βαρίδι του κωμικοτραγικά καταδυναστευτικού ΚΑΛΟ-ΚΑΚΟ. Κι έτοιμοι να σφάξουμε καθαρές αισθήσεις για πάρτη του. Πόσα«κακά» έγιναν στην ανθρωπότητα γιατί δήθεν υπηρέτησαν το εποχιακά οριζόμενο ως «καλό»;
Δυνάμωσε τη μουσική. Χαμόγελο της Τζοκόντας. Χατζιδάκις. Ένα κομμάτι σολομός στο στόμα του. Φιλί. Φιλί. Φιλί. Φιλί. Πετάξαμε κι οι δυο πάνω από το «καλό» και το «κακό». Σ΄ έναν κόσμο ανομάτιστο αλλά απόλυτα γνώριμο. Το λες αγάπη; Αχ! Αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα.
ΥΓ.1: Πόσο σου πάνε τα φτερά Ρουντολφάκο!
ΥΓ.2: Δημήτρη Γαρμπή, όπως βλέπεις σε θυμάμαι πάντα.
ΠΗΓΗ:protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου