Αθανάσιος Κολιοφούτης
Οι άξονες γύρω από τους οποίους οφείλει να περιστρέφεται η ποιμαντική παρέμβαση του σύγχρονου ποιμένα, προκειμένου να προβεί σε κατά το δυνατόν επιτυχή ποιμαντική αντιμετώπιση του σύγχρονου αυτού προβλήματος θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας να λαμβάνουν υπόψη τους κυρίως ότι στόχος της ποιμαίνουσας Εκκλησίας οφείλει να είναι η προσέλκυση των νέων στην ενοριακή ζωή της Εκκλησίας, η ένταξή τους στο ενοριακό έργο και η ενεργής, συνεχής και αδιάπτωτη μέριμνα του ποιμένα για τα προσωπικά, τα πνευματικά αλλά και τα υλικά προβλήματα του καθενός απ’ αυτούς.
Στοιχούμενοι στη διδασκαλία της Γραφής ότι «πίστις χωρίς έργα νεκρά εστι»[1], οι ποιμένες είναι ανάγκη να συμπληρώνουν το διδακτικό, διαφωτιστικό, καθοδηγητικό και εν γένει ποιμαντικό τους έργο προς τους νέους με το θετικό και απόλυτα έμπρακτο ενδιαφέρον τους για την καθημερινότητα, τους προβληματισμούς και τις προσωπικές ανησυχίες και αγωνίες τους. Πρέπει να διαμορφώσουν ένα ασφαλές περιβάλλον για τους νέους, το οποίο θα αφουγκράζεται τις αγωνίες και τους προβληματισμούς τους και θα συμμερίζεται η τουλάχιστον θα ακούει με σεβασμό τα οράματα και τα όνειρά τους για το κόσμο στον οποίο ζούνε.
Μ’ αυτόν τον τρόπο οι νέοι θα προσκληθούν να επαναβιώσουν την Εκκλησία ως αγαπητική κοινότητα και δημιουργικό πνευματικό εργαστήρι, που στοχεύει να καταθέσει μία άλλη πρόταση ζωής εντός του σύγχρονου κόσμου. Θα αισθανθούν την ενορία τους ως έναν δικό τους χώρο, που λειτουργεί ως συνεκτική και συσπειρωτική δύναμη των μελών του, σε αντίθεση με την αποξένωση του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Θα γίνουν αποδέκτες της δυνατότητας που τους παρέχεται εντός της ενοριακής ζωής να εκφράσουν ελεύθερα και ισότιμα την άποψή τους, χωρίς προαπαιτούμενα και αποκλεισμούς.
Όπως οι κατά σάρκα γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους με πνεύμα αγάπης, την οποία οφείλουν να εκφράζουν με κάθε τρόπο προκειμένου να μεταβιβάζουν σ’ αυτά την αίσθηση της ασφάλειας του περιβάλλοντος στο οποίο ζούνε και ανήκουν[2], έτσι και ο πνευματικός πατέρας οφείλει να εκφράζει, με τις πράξεις και τα λόγια του, την αγάπη και το αμέριστο ενδιαφέρον του για όλα ανεξαιρέτως τα πνευματικά του παιδιά. Όταν ο ποιμένας δείχνει με την ποιμαντική του πρακτική πως τα πνευματικά του τέκνα βρίσκονται συνεχώς στο κέντρο της προσοχής και ποιμαντικής διακονίας του, καθιστά αδιάκοπη την παρουσία του στο ποίμνιό του και δεν επιτρέπει στα τέκνα του να αισθανθούν παραμελημένα η να αναζητήσουν αλλού την κάλυψη αυτού του συναισθηματικού τους κενού.
Ας μη ξεχνάμε πως το συναίσθημα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ψυχική ζωή του εφήβου και εκφράζεται ποικιλοτρόπως [3]: Πρώτα, πρώτα με τη διάθεσή του να απομονωθεί από το προσκήνιο της κοινωνικής ζωής αλλά και την ταυτόχρονη επιθυμία του να επικοινωνήσει με τους συνομήλικούς του, οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια ψυχική αστάθεια, αλλά διακατέχονται και από την ίδια αγωνία ταυτοποίησης. Έπειτα με την ανάγκη του να προσελκύσει το ενδιαφέρον των άλλων, προς υπέρβαση του συναισθήματος κατάθλιψης και μειονεξίας που αισθάνεται.
Ακόμα, με την επιθυμία διεύρυνσης της κοινωνικότητάς του στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο και την τάση του να αποχωριστεί το γονεϊκό πρότυπο και ν’ ασκήσει αυστηρή κριτική στους γονείς του, την αυθεντία των οποίων αμφισβητεί έντονα. Διέρχεται μία ηλικία που χαρακτηρίζεται για την κορύφωση των υπαρξιακών προβληματισμών του, τον παρορμητισμό του και την εξιδανίκευση των διαπροσωπικών σχέσεών του. Πρόκειται τελικά για μία σύνθετη και επώδυνη διεργασία, κατά την οποία ο νέος στρέφεται προς τα ενδότερα του εαυτού του και προβαίνει σε ανακατάταξη των σχέσεών του. Ως επαναστάτης θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο και να τον θεμελιώσει επί τη βάσει των εξιδανικευμένων οραμάτων η ιδεών του. Θέλει να φωνάξει αλλά αισθάνεται απομονωμένος και εγκλωβισμένος στις παραδοσιακές νόρμες του σύγχρονου κόσμου.
Αν οι νέοι εθίζονται στη χρήση του διαδικτύου, ίσως αυτό να συμβαίνει διότι επιχειρούν να ικανοποιήσουν τις ποικίλες αναζητήσεις τους, οι οποίες διαψεύδονται από την κατάπτωση των διαχρονικών αξιών που διέπουν τη λειτουργία του σύγχρονου κόσμου. Ίσως η αέναη περιπλάνησή τους στο κόσμο του διαδικτύου να πηγάζει από την απογοήτευση που εισπράττουν από τον πραγματικό κόσμο, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές τους προσδοκίες. Ίσως η επιθετική συμπεριφορά τους στο διαδίκτυο, όπως εκφράζεται με όλους τους τρόπους που επιδείξαμε παραπάνω, να αποτελεί απότοκο της προσπάθειας αντιρρόπησης εκ μέρους τους του βιώματος της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, με το οποίο τους τροφοδοτεί η σύγχρονη κοινωνία. Δεν αποκλείεται η προσπάθειά τους να οικοδομήσουν μία άλλου είδους κοινωνικότητα να οφείλεται στη κρίση που διέρχεται σήμερα ο θεσμός της οικογένειας η τη διάβρωση του θεσμού της φιλίας, τον οποίο οι έφηβοι εξιδανικεύουν.
Ως μυσταγωγός των λογικών προβάτων του Χριστού, ο ποιμένας έχει την ποιμαντική ευθύνη να μυήσει τους νέους στην ενοριακή ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας, εντός της οποίας όλα τα παραπάνω γνωρίσματα του κοινωνικού βίου βρίσκουν η οφείλουν να βρίσκουν την πραγματική και αυθεντική τους έκφραση. Όταν η παραπάνω ποιμαντική προσπάθεια στεφθεί με επιτυχία, τότε εύλογα, συνειδητά η ασυνείδητα, η απρόσωπη κοινωνικότητα του διαδικτύου θα αντιπαρατεθεί στην συνείδηση των νέων με το κοινοτικό πνεύμα, που διέπει τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας. Όταν ο έφηβος, ο οποίος πιστεύει σε διαχρονικές και αναλλοίωτες αξίες διαπιστώσει πως η ενορία του αποτελεί μία ανοιχτή αγκαλιά, στην οποία υπάρχει χώρος και για τον ίδιο, είναι πιθανό να ευαισθητοποιηθεί.
Όταν αντιληφθεί πως η αλληλεγγύη, η αλληλοϋποστήριξη, το ανιδιοτελές ενδιαφέρον, η αυτοπροσφορά, η έμπρακτη υπέρβαση της ατομικότητας, η η συμπόρεση αποτελούν τις συνεκτικές δυνάμεις λειτουργίας αυτού του σώματος δεν αποκλείεται να ανταποκριθεί θετικά σ’ αυτήν την πρόσκληση. Όταν βιώσει τη διαφορετικότητα του κάθε μέλους της Εκκλησίας ως πηγή έμπνευσης και εμπλουτισμού της ζωής αυτού του σώματος, ίσως αισθανθεί και ο ίδιος ζωντανό μέλος του. Όταν αντιληφθεί πως η αμαρτία του κάθε μέλους, δεν αποτελεί λόγο οριστικής και αμετάκλητης αποβολής του από το σώμα του Χριστού, αλλά αφετηρία πνευματικού αγώνα και πρόοδου, ενδεχομένως να καταθέσει και ο ίδιος αβίαστα τις προσωπικές του ανησυχίες και τα υπαρξιακά του αδιέξοδα.
Η λειτουργία της ενορίας ως ζώσας κοινότητας και ζωντανού κυττάρου [4], εντός της οποίας θα ενσωματωθεί, θα του επιτρέψει να βρει απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματά του, να αποκαταστήσει τη κλονισμένη κοινωνικότητά του και να ενεργοποιήσει τις δημιουργικές του δυνάμεις, τις οποίες θα ανακαλύψει. Στους κόλπους της Εκκλησίας θα του δοθεί η δυνατότητα να αναπτύξει αυθεντικές πρωτογενείς σχέσεις με το κοινωνικό του περιβάλλον και να βιώσει έμπρακτα ο, τι συνεπάγεται η επικοινωνία με τον πατέρα, τον φίλο η τον αδελφό.
Ίσως τότε απομυθοποιήσει, συνειδητά η ασυνείδητα, τη σημασία της καταχρηστικής συμμετοχής του σε διαδικτυακές κοινότητες προς επίτευξη των παραπάνω στόχων και παράλληλα ανακαλύψει τη χρηστική σημασία του διαδικτύου. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση για να συμβούν όλα τα παραπάνω καθίσταται αυτονόητο πως αποτελεί η αναβίωση του κοινοτικού πνεύματος της ενορίας. Στην περίπτωση κατά την οποία ο έφηβος διαπιστώσει πως η λειτουργία της ενορίας συνίσταται απλώς και μόνο στην ικανοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος των ανθρώπων και στην τήρηση ενός πιθανότατα δυσνόητου γι’ αυτούς λειτουργικού τυπικού, δεν αποκλείεται να εκφράσει έντονες επιφυλάξεις και αρνητισμό για τη συμμετοχή του σε μία τέτοιου είδους ενοριακή ζωή.
[1] Ιακ. 2, 17.
[2] Τα παιδιά αισθάνονται την ανάγκη να προβάλλονται με αγάπη από τους γονείς τους προκειμένου να βιώνουν την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντός τους. Η ικανοποίηση αυτής της ανάγκης τα καθιστά ικανά να διαμορφώσουν ένα εσωτερικό μοντέλο τόσο για τον ίδιο τους τον εαυτό, που προάγει τα συναισθήματα της αυτάρκειας, της αυτοαξίας και της αυτοπεποίθησης, όσο και για τους άλλους, που αναδεικνύονται ως άξιοι εμπιστοσύνης και φίλα προσκείμενοι προς αυτά. Βλ. σχ. Μπαλογιάννης Σ., όπ. παρ. σ. 11 και Hannush J. M., Becoming Good Parents: an Εxistential Journey, New York 2002, σ. 137.
[3] Μπαλογιάννης Σ., Ψυχιατρική και Ποιμαντική Ψυχιατρική, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 73 – 90.
[4] π. Μεταλληνός Γ., Ενορία: ο Χριστός εν τω μέσω ημών, Αθήνα 2006, σ. 51.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου