Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Πεθαίνουν, άραγε, κι φωτογραφίες;


Γράφει: Μανόλης Δημελλάς

Το ζευγάρι παντρεύτηκε με προξενειό, δεν είχε τότε πολλές κουβέντες, τους έφεραν κοντά και τους γνώρισαν πάνω στο λογοδόσημο. Στον αρρεβώνα και πάνω στα μετρήματα, στα προικιά και τις συμφωνίες, πάσχιζαν να θυμηθούν, ο ένας το όνομα του άλλου.
Όμως διόλου δε πείραζε, ήσυχοι άνθρωποι, με μπέσα και κουμάντο, δώσαν τα χέρια και έκλεισαν την υπόθεση, πάνω σε μια εξάδα πανωσέντονα και σε ένα ημίγλυκο, πορτοκαλί ξυδόκρασο, που μόνο με τη μυρωδιά σε ζάλιζε, μέσα στο πέτρινο σπιτάκι, αυτό θα γινόταν η μόνιμη φωλιά τους.
Θα ακολουθούσε ξοπίσω κι αγάπη, ο σεβασμός, έτσι λέγαν στα άβγαλτα, τα ντροπαλά παιδιά. Έτσι γινόταν εκείνα τα χρόνια, που περνούσες με τα ψέμματα και δεν κουβαλούσε τίποτε περιττό και ξένο, η από τότε στενή και μικρούλα ημέρα.
Τα χρόνια κυλούσαν μετρημένα, πάντα μέσα στο μικρό σπίτι, μα μπήκαν κι άλλα στόματα, μια μάντρα παιδιά, που φέραν στο αντρόγυνο χαρές, αλλά πιάσαν και κάτι στριμώγματα, που έμπασαν αναστεναγμούς, σιωπές και ατέλειωτες αγωνίες.
Όσο κυλούσε ο χρόνος, η φωτογραφία από το γάμο, έμπαινε και σε πιο βαθιά συρτάρια, τι να κάνεις μια φωτογραφία; Αφού δεν είναι παραμύθι, τι τις θέλεις βρε τις μνήμες; όταν δεν είναι φορτωμένες, σαν τηγανήτες, από ζάχαρη και μέλι.

Τα παιδιά τους ξεπουπούλιασαν και φύγαν, θαρρούσαν κι αυτά, πως θα κάναν μέσα στη ζωή, το έξι πέντε, ότι θα πιάναν από τα κέρατα το χρόνο.
Τα πρωτοπαίδια τους μάθαν γράμματα και τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο της ξεχασμένης ξενιτιάς, ρίξαν μαύρες πέτρες στο μικρό σπιτάκι, που από τα στριφτά τσιγάρα του πατέρα, μαύρισαν οι τοίχοι, ενώ τα ξύλα στο ταβάνι, κάμαν μια κοιλιά, που φαινόταν για ετοιμόγεννο. Όμως κι αυτό δεν πείραζε κανέναν, βολικοί ανθρώποι, μόνο λίγο χώρο έψαχναν, λίγο παραπάνω περιθώριο ζωής, που αν δεν βρεθεί σαν πρέπει, πάντα σε κυνηγά, νιώθεις να πνίγεσαι κι ας κοιμάσαι μέσα σε παλάτια.
Γυρίσαν ανάσκελα τα χρόνια, μόνο το πέτρινο σπιτάκι ξέμεινε, άντεξε, κόντρα σε βροχές κι ανέμους, όλα τα άλλα, παιδιά και σκυλιά, τα ρούφηξε άπληστα ο πιο καλός γιατρός, ο χρόνος.
Ξεκλείδωσαν την ξωπορτιά με σπρωξίματα και μερικές κλωτσές, μπήκαν μέσα του οι κληρονόμοι, τα εγγόνια εκείνου του πρώτου ζευγαριού και απόρησαν με τη μαζεμένη σαβούρα, με τόσα σκατολοϊδια φορτωμένο.
Μύριζαν την ολοζώντανη υγρασία, ενώ τα μαμούνια στέκονταν και τους κοιτούσαν με δέος, τι να είναι αυτά τα άγνωστα τέρατα, θα λέγαν μέσα τους.
Σκάλισαν λίγο, ίσα για να το πουν, δεν έχει ξεμείνει τίποτε αξίας μέσα στο ερείπιο, που φέρνει μόνο φόρους και ταλαιπωρία.
Ήταν η ώρα του πια, να το γκρεμίσουν, να τελειώσουν με τούτο το πέτρινο σκουπίδι. Ώσπου έπεσαν πάνω στη φωτογραφία, την τράβηξαν κάτω από μερικά σαφρακιασμένα σεντόνια, την έφεραν στο φως και πάσχιζαν να καταλάβουν ποιούς κάδραρε ο φωτογράφος, γέλασαν αμήχανα, όλοι ήταν άγνωστοι, όλοι ξένοι, έμοιαζαν να είναι από άλλο τόπο, άλλη φυλή, άγνωστη φάρα.
Στραβομουτσούνιασαν, δεν είμασταν εμείς έτσι, εμείς είμαστε Ευρωπαίοι, απόγονοι τρανών πολιτισμών. Συμφώνησαν οι δυό τους και ξέφυγαν από τις αράχνες και τη σκόνη που έκρυβε το άθλιο παρελθόν.
Πεθαμένα κόκκαλα μωρέ, μη δίνεις σημασία, καμμιά σχέση με το σήμερα, μην ανησυχείς.
Θαρρώ πως εμείς είμαστε πλασμένοι για μεγάλες δυναστείες!

Αιχμή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου