Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Είμαι Έλληνας Παπάς και θα πεθάνω για την θρησκεία και την Ελλάδα



Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου

Για τρεις ολόκληρες ώρες ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Λιούλια βασανίζονταν φρικτά στις τρομερές φυλακές «510» της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη με τους Γερμανούς δήμιους βασανιστές να προσπαθούν με κάθε απάνθρωπο τρόπο να του αποσπάσουν πληροφορίες για την δράση των Ελλήνων ανταρτών. Του έκαναν εξαντλητικές ανακρίσεις για να του αποσπάσουν μυστικά της εθνικής αντίστασης, τον κακοποιούσαν πολλές ημέρες συνέχεια, τον άφηναν νηστικό και όταν ζητούσε νερό του έδιναν κάποιο υγρό που τον έκανε να διψάει πιο πολύ. Παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια ο Πατέρας Ιωακείμ αρνήθηκε επίμονα να φανερώσει αυτά που ζητούσαν οι εχθροί της Ελλάδας. Είχε βαθιά πίστη κι αυτό, τον έκανε να μη χάσει το θάρρος του ως την τελευταία στιγμή. Όλοι τον θαύμαζαν. Ο παπά Ιωακείμ υπέμεινε αγέρωχα και θυσιαστικά όλους τους πόνους και τους εξευτελισμούς χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Ούτε ένα επιφώνημα πόνου δεν καταδέχτηκε να τους χαρίσει..


Όταν οι Γερμανοί τον επέστρεψαν στο κελί του, οι συγκρατούμενοι του τρόμαξαν να τον γνωρίσουν. Παραμορφωμένος από τα βασανιστήρια χωρίς ράσο και αντερί γεμάτος στα αίματα και με πλεγμένα τα μακριά μαλλιά του, ήταν μια μορφή αλλόκοτη για τα εγκόσμια αλλά και γαλήνια ταυτόχρονο. Όσες ώρες ήταν στο κελί του και αφού ανάκτησε τις δυνάμεις του έψελνε συνέχεια και εμψύχωνε τους συγκρατούμενους του. Τις λίγες μικρές στιγμές της απομόνωσης του συλλογιζόταν τα παιδικά του χρόνια και τη ζωή του διαισθανόμενος την κρισιμότητα των στιγμών και το επικείμενο ηρωικό του τέλος.


Ο Ιωακείμ γεννήθηκε το 1919 στο χωριό Κρόκος Κοζάνης. Ο πατέρας ήταν δάσκαλος που υπηρέτησε σε διάφορα χωριά της Μακεδονίας. Έπειτα έγινε παπάς και πήγε στον Kρόκο. Έτσι ο γιός του έζησε από μικρός στην ατμόσφαιρα της εκκλησίας και του σχολείου. Γι’ αυτό από νωρίς γεννήθηκε μέσα του η επιθυμία, να σπουδάσει τα ιερά γράμματα και να μπει στη διακονία της Εκκλησίας. Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο έφυγε στην Κωνσταντινούπολη και γράφτηκε στη θεολογική σχολή της Χάλκης. Μέσα στο περιβάλλον της ιστορικής αυτής σχολής του Πατριαρχείου, ο Ιωακείμ δυνάμωνε πιο πολύ τη φλόγα της ψυχής του για την ολοκληρωτική αφιέρωση. Όταν πήρε το πτυχίο του, αριστούχος μάλιστα, γύρισε στην πατρίδα του, όπου διορίστηκε Ιεροκήρυκας στην Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης. Από τις πρώτες ημέρες φάνηκε η ζωντανή πίστη του. Τρέχοντας σε πόλεις και χωριά για να κηρύξει το λόγο του Θεού στους Μακεδόνες συμπατριώτες του. Στη συνέχεια, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πεζικού. Όταν απολύθηκε, πήρε τη μεγάλη απόφαση να γίνει κληρικός και χειροτονήθηκε διάκονος. Δύο χρόνια αργότερα, το 1939 πήρε μετάθεση στην Αθήνα. Τον τοποθέτησαν προϊστάμενο στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Κοκκινιάς. Εκεί πήρε το βαθμό του πρεσβύτερου και τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη.  Δεν έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κοκκινιά, γιατί όταν άρχισε η επίθεση των Ιταλών εναντίον της χώρας μας, ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ βρέθηκε στις πρώτες γραμμές των πολεμικών επιχειρήσεων. Ως στρατιωτικός ιερέας με το βαθμό του Λοχαγού, υπηρέτησε στη 15ημεραρχία πεζικού. Με κίνδυνο τη ζωή του έτρεχε κοντά στους στρατιώτες που πολεμούσαν με αυτοθυσία τον ξένο επιδρομέα. Σ’ ένα γράμμα του από το μέτωπο έγραφε: «είναι μεγάλο πράγμα και ενίσχυση για μας, τους αγωνισαμένους στις πρώτες γραμμές του πυρός στις χιονισμένες βουνοκορφές των αγρίων Αλβανικών βουνών και να αισθανόμαστε στη λόγχη μας, την πνοή ολόκληρου του έθνους».


 Όταν όμως οι σιδερόφραχτες Γερμανικές στρατιές έσπασαν την ηρωική αντίσταση των γενναίων υπερασπιστών της πατρίδας μας, οι κατακτητές πλημμύρισαν την Ελλάδα και έτσι άρχισε η περίοδο της κατοχής. Ο Ιωακείμ  έμεινε στις ακριτικές περιοχές, πρώτα σαν Ιεροκήρυκας στην Μητρόπολη των Γρεβενών και έπειτα στην Κοζάνη. Τότε εκδηλώθηκε όλη η δημιουργική δραστηριότητά του. Με το κήρυγμα, την εξομολόγηση, την φιλανθρωπία συμπαραστάθηκε ενεργά στις δύσκολες ώρες των Ελλήνων. Για να βοηθήσει το λαό, εντάχθηκε στην οργάνωση της «χριστιανικής αλληλεγγύης» και πολλοί κάτοικοι της πόλης και της περιοχής σώθηκαν από το θάνατο, τις φυλακές και τα βασανιστήρια, χάριν στις δικές του φροντίδες και ενέργειες. Δυνατός και αποφασιστικός, αντιμετώπιζε τις δυσκολίες και τα εμπόδια με ψυχραιμία και αισιοδοξία. Δεν τον φόβιζε ο κίνδυνος και ο θάνατος. Έγραφε σ’ ένα γράμμα του: «Μη μας τρομάζει ο θάνατος. Υπάρχει πολλές φορές ζωή στο θάνατο και θάνατος στη ζωή». Για την μεγάλη του δράση και την αγωνιστικότητα του είχε μπει στο στόχαστρο των Γερμανών κατακτητών και όπως είδαμε η σύλληψη του δεν άργησε να πραγματοποιηθεί.



Στις 3 Ιουλίου του 1943 οι Γερμανοί δήμιοι άνοιξαν τις πόρτες των κελιών για να βγάλουν τους καταδικασμένους σε θάνατο στο προαύλιο. Τον Ιωακείμ τον βρήκαν στο κελί του γονατιστό να προσεύχεται. Όταν τον έβγαλαν στην αυλή τράβηξε αμέσως τα βλέμματα όλων. Περπατούσε καμαρωτός, πάντα με ψηλά το κεφάλι, γεμάτο κατάμαυρα σγουρά μαλλιά. Στην όψη του ήταν απλωμένη η χριστιανική ηρεμία και γαλήνη. Κι όλο σιγόψελνε όμορφα και κατανυκτικά. Οι 50 περίπου κρατούμενοι μαζί με τον παπά Ιωακείμ μεταφέρθηκαν στο χώρο της πλινθοποιίας Παπαγεωργίου, που υπήρχε στα Σφαγεία Θεσσαλονίκης για να εκτελεστούν. Λίγο πριν την εκτέλεση ο Ιωακείμ αντίκρισε τους συγκρατούμενους του και τους φώναξε με θάρρος και γενναιότητα τα τελευταία αυτά εν ζωή λόγια του πριν οι ριπές των πολυβόλων εξαφανίσουν τη ζωή: «Αδέλφια, πεθαίνουμε για ιερό σκοπό».


Μια μέρα πριν την εκτέλεση ένας Γερμανός φρουρός τον πείραξε περιφρονητικά για την ιδιότητα του ως κληρικός και εκείνος με αξιοθαύμαστο θάρρος του απάντησε γενναία: : «Είμαι Έλληνας παπάς και θα πεθάνω για τη θρησκεία και την Ελλάδα». Ο π. Ιωακείμ ήταν μια σπάνια μορφή Έλληνα Κληρικού με αλόγιστο εθνικό φρόνημα και βαθειά αληθινή πίστη στο Θεό και στον πονεμένο συνάνθρωπο. Η στάση του και ο μαρτυρικός θάνατος του είναι ένας φάρος που πάντα θα μας κατευθύνει στον δρόμο του χρέους και της θυσίας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου