Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Το δικό μας ποδόσφαιρο…




 Όταν ήμασταν μικροί  εκεί στις αρχές του 1980 τα κανάλια της τηλεόρασης ήτανε δύο και το πρόγραμμα περιορισμένο, όσο για αθλητικές μεταδώσεις ούτε συζήτηση αυτές τις ζούσαμε μόνο με το αυτί, ραδιόφωνο. Κι αν καμία φορά κάποια Κυριακή ο πατέρας μας  ή κάποιος αγαπημένος θείος μας έπαιρνε από το χέρι και  πηγαίναμε στο γήπεδο ήταν σα να ζούσαμε ένα μεγάλο όνειρο που δεν θέλαμε να τελειώσει και το διηγούμασταν όλη την εβδομάδα στους συμμαθητές μας στο σχολείο.



Μέχρι να πάμε στο γήπεδο και να «αντιγράψουμε» έναν κανονικό αγώνα ποδοσφαίρου, ζούσαμε με τους δικούς μας κανόνες και παίζαμε με τον δικό μας μοναδικό τρόπο. Ένα οργανωμένο παιδικό σύστημα ποδοσφαίρου πανελλαδικά υπαρκτό σε όλες τις αλάνες και τις πλατείες της χώρας. Το παπούτσι ήταν πάντα το πάνινο και άβολο ελβιέλα και τα κορδόνια για εντυπωσιασμό δένονταν στο καλάμι. Για να ξεχωρίζουμε από τις άλλες ομάδες και να μοιάζουμε σαν ένα σύνολο ομοιογενές , φορούσαμε όλοι τα αμάνικα άσπρα φανελάκια με την τεράστια λαιμόκοψη και ήμασταν τελικά όλοι βουτυρομπεμπέδες στα λευκά. Το γήπεδο ήταν η πλατεία και τα τέρματα ήταν πέτρες στα πλάγια και νοητό ύψος. Όταν δεν είχαμε ομάδες και έπρεπε να χωριστούμε οι αρχηγοί- ναι υπήρχαν και αυτοί και τους είχαμε στα όπα-όπα  ήταν εκείνοι  που είχαν την μπάλα και χωρίζανε τις ομάδες με τα  « βηματάκια». Στέκονταν  ό ένας απέναντι στον άλλον και κάνανε μικρά βήματα και όποιος πάταγε πρώτος το παπούτσι του άλλου διάλεγε πρώτος παίκτη. Στην συνέχεια αυτόν τον τρόπο μοιράσματος των παικτών τον αντικαταστήσαμε με το παραδοσιακό Α-μπε-μπα-μπλομ. Έπιανε, αρκετά αποδοτικό.


Οι κανόνες της πλατείας-γήπεδο ήταν απλοί. Όταν ένας διερχόμενος διαβάτης που διέσχιζε την πλατεία και η μπάλα έπεφτε επάνω του δεν διακόπταμε τον αγώνα ( ακόμα και αν ο άνθρωπος την είχε «φάει» στο κεφάλι και έπεφτε κάτω σχεδόν σαν νεκρός ) γιατί ήταν «φυσικό εμπόδιο» και το παιχνίδι συνεχίζονταν κανονικά. Ένας ποδοσφαιριστής μπορούσε να τριπλάρει με την βοήθεια της «σπόντας» δηλαδή να συνεργαστεί αρμονικά με ένα παγκάκι, ένα πεζούλι, ένα σκαλάκι και γιατί όχι να βάλει και γκολ με απόλυτη φυσικότητα. Ο δημοφιλέστερος κανόνας και ο αποδοτικότερος ήταν «στα τρία κόρνερ πέναλτί» όταν δηλαδή η μπάλα έβγαινε έξω από τους παίκτες  της ομάδας που αμυνόταν τρείς φορές. Συνήθως επειδή δεν θυμόμασταν τα κόρνερ την δουλειά του «μετρητή» την έκαναν τα κορίτσια που χάζευαν τα καμώματα μας στα σκαλιά της εκκλησίας ή στα παγκάκια της πλατειάς.


Υπήρχαν βέβαια και οι παίκτες με προσωνύμια και τέτοια ήταν: ο « καραβολίδας», ήταν εκείνος που από όποιο σημείο του γηπέδου και αν βρισκόταν θα κλότσαγε την μπάλα με όλη του τη δύναμη, ο «μυτάκιας», εκείνος που κλοτσούσε πάντα με την μύτη του παπουτσιού του, το «καφενείο», ήταν ο παίκτης που ήταν  μόνιμα αρακτός και έμπαινε στο παιχνίδι μόνο όταν η μπάλα πήγαινε προς το μέρος του, ό «μπεκάτσας», ήταν ο παίκτης που στις δέκα φορές που θα σημάδευε το τέρμα η εννιά θα κατέληγαν στο μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου της μακρινής πολυκατοικίας, το «περίπτερο», ήταν ο μόνιμα βιδωμένος επιθετικός σιαμαίος με τον αντίπαλο τερματοφύλακα που ξεκολλούσε από δίπλα του μόνο όταν η μπάλα είχε υποψία τροχιάς προς τα πάνω του και τέλος το «παγκότερμα», ήταν ο παίκτης που έπαιζε τερματοφύλακας αλλά κυνηγούσε και την μπάλα σε όποιο σημείο εκείνη κατευθυνόταν.


Όλα αυτά πριν έρθει στην ζωή μας η ποδοσφαιρική ομάδα της ενορίας του Αγίου Βασιλείου Πρωτοπόροι και μπουν σε εφαρμογή το κανονικό παιχνίδι, τα χωμάτινα  γήπεδα με τις γραμμές και τα σημαιάκια του κόρνερ, τα τέρματα, οι σωστοί κανόνες, οι εμφανίσεις, τα νούμερα, οι αγώνες. Τότε που όλα πήραν την «νομιμότητα τους» την οποία σπάγαμε κάθε φορά που η μπάλα κυλούσε στην πλατεία και μια φωνή ακουγόταν, παιδιά τι λέτε, παίζουμε…  


Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου