Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Ο Eνθρονιστήριος λόγος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς Καλλίνικου


Την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 1978, με τη συμμετοχή Κλήρου, Λαού και των Αρχών της πόλεως του Πειραιά πραγματοποιήθηκε η ενθρόνιση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς Καλλίνικου. Μετά την υποδοχή που επιφύλαξαν στον Σεβασμιώτατο οι αρχές της πόλης στην πλατεία του μνημείου του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο και τις προσφωνήσεις του Δημάρχου έξω από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έγινε η τελετή της ενθρονίσεως στην Αγία Τριάδα Πειραιώς όπου ο Σεβασμιώτατος απεύθυνε τον ενθρονιστήριο λόγο:

Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι άγιοι εν Χριστώ Πατέρες και Αδελφοί, Εξοχώτατε κ. Υπουργέ, Εντιμότατοι Άρχοντες, πολιτικοί, δημοτικοί, στρατιωτικοί και λιμενικοί της πόλεως ταύτης, Αδελφοί μου Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, Ευλογημένε και ευγενικέ ορθόδοξε πιστέ λαέ του Πειραιώς.Με αισθήματα ολοκάρδιου ευγνωμοσύνης προς τον θείον της Εκκλησίας Δομήτορα, τον Κύριον μας Ιησούν Χριστόν, και με βαθειάν συυναίσθησιν των πολλαπλών ευθυνών και πολυμερών υποχρεώσεων, τας οποίας επομίζομαι, ίσταμαι, κατά την πανεπίσημον και ιστορικήν, αλλ’ εν ταυτω δι’ εμέ στιγμήν, επί του περικλέους Θρόνου της πολυανθρώπου ταύτης Ιεράς Μητροπόλεως του Πειραιώς, τον οποίον επί 12ετίαν όλην εκλέϊσεν ο αείμνηστος προκάτοχος μου και πρώτος Ποιμενάρχης αυτής κυρός Χρυσόστομος, όστις, από της εξαιρέτου ταυτης σκοπιάς, υπέρ Χριστού καλώς αγωνισθείς, και την καλήν αυτού μαρτυρίαν δους προς οικοδομήν του σώματος της Εκκλησίας έσχεν «έγκαρπον και τέλειαν ανάλυσιν» (Α΄ Κλημ. XL, IV, 5) μεταφυτευθείς εις την αγήρω μακαριότητα, ένθα εις το επουράνιον και νοερόν παρεδρεύει θυσιαστήριον. Ειη αυτού η μνήμη αιώνια και αι υπέρ της λογικής ταύτης ποίμνης ευχαί αυτού διηνικείς και διάπυροι.


Δεν με θαμβοί της σημερινής ημέρες η δόξα, ούτε του υψηλού μου αξιώματος η αίγλη. Με συνέχει μάλλον και με συγκλονίζει η συναίσθησις του υπέρτατου χρέους μου, ως Ποιμενάρχου και Πνευματικού Πατρός, απέναντι των πνευματικών μου παιδίων «α μοι έδωκεν ο Θεός» και τα οποία κατοικούν εις την πόλιν και την περιοχή ταύτην. Δεν είναι μία τυχαία πόλις ο Πειραιεύς. Είναι μετά την πρωτεύουσαν σημαντικωτέρα, ίσως, πόλις της Ελλάδος, αφού εις τους κόλπους της φιλοξενεί και τον πρώτον της πατρίδος λιμένα και επί του εδάφους της στεγάζει νευραλγικούς του τόπου οργανισμούς. Είναι πολυάνθρωπος πόλις, με παράδοσιν και αρχοντιά, αλλά και με αξιώσεις και απαιτήσεις δεδικαιολογημένας. Και οι ευγενείς κάτοικοι της, διακρινόμενοι δια την θεοσέβειάν των συγκροτούν την αγίαν του Χριστού πειραϊκή Εκκλησίαν, ή οποία ως «άμπελος ευκληματούσα» (Ως. 10, 1), πάσα καρποφόρος – κατά τον ψαλμωδόν – ωραία πάσα (Ψαλμ. 64,10) και αληθινή (Ιερ. 2,21), έχει εγγραψεί, με την παρουσία και καθοδήγησιν ηγετικών κατά καιρούς θρησκευτικών φυσιογνωμιών, πολύκαρπον και καλλίκαρπον ιεράν ιστορίαν, με σημαντικάς πνευματικάς κατακτήσεις, αι οποίαι αποτελούν κεφάλαιον μέγα και τίτλους φιλοθέου τιμής. Τοιαύτης Εκκλησίας η πανσθενής του Κυρίου Δεξιά ανέδειξε με, τον ελάχιστον, Ποιμένα και Επίσκοπον, και τοιούτου πιστού λαού εκάλεσε με όπως ηγηθώ, η του Θεού Χάρις, εις μίαν πορείαν δυσχερή και περιπετειώδη, δια μέσου του παρόντος κόσμου βαίνουσαν και εις την ποθητήν αιωνιότητα καταλήγουσαν. Το γεγονός τούτο με συνταράσσει και όλην μου την ύπαρξιν δονεί. Και γνωρίζω με ότι το Πανάγιον Πνεύμα «αρχιτεκτονεί την Εκκλησίαν του Θεού» (Μ. Βασιλ. P.M. 30,289), ωστόσον η  βαρύτης της επισκοπικής τιμής ουδόλως κουφίζονται εκ της αλήθειας ταύτης, αλλ’ αντιθέτως προβάλλουν εντονώτερον, ιδίως όπου αι συνθήκαι το επιβάλλουν, ως εις την προκειμένην συμβαίνει περίπτωσιν.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΜΝΙΟΥ ΜΟΥ

Δια τούτο ομολογώ προς πάντας εν πάση ειλικρινεία, ιδιαιτέρως δε προς σε, αγαπητέ μου λαέ του Πειραιώς, ότι δεν με απασχολούν διόλου τα δικαιώματα μου, τα εκ της υψηλής μου θέσεως απορρέοντα, ούτε με εντυπωσιάζει το θάμβος των αποδιδομένων τιμών, ούτε ιλιγγιά με το ύψος του Θρόνου. Μία και μόνη σκέψις με διακατέχει και εις αυτήν προσβλέπω με όλας μου τας δυνάμεις: πως θα ανταποκριθώ είς την ευμένειαν του Θεού και εις τας ελπίδας τας ιδικάς σας. Πως θα διακονήσω πιστότερον και αξιώτερον τας πνευματικάς σου και τας άλλας σου ανάγκας. Πως θα ικανοποιήσω τας δικαίας προσδοκίας, που στηρίζεις επί την πνευματικής σου ηγεσίαν. Η ιεροσύνη – κατά τον ιερόν Χρυσόστομον – «ούκ εις εξουσίαν φέρει, ουκ είς ύψος επαίρει, ου δεσποτείαν παρέχει…», αλλ’ «ούς ο Πατήρ εδοκίμασε τούτους κατ’ εξουσίαν τοις ιδίοις αδελφοίς δουλεύειν ηξίωσε». Την διδασκαλίαν ταύτην ενστερνιζόμενος, δεν έρχομαι εδώ ως απρόσιτος δεσπότης, αλλ’ ως ευπροσήγορος πατήρ και πρόθυμος υπηρέτης του ποιμνίου μου. Δεν έρχομαι δια να απολαύσω, αλλά δια να αναλωθώ. Δεν έρχομαι δι’ ανάπαυσιν, αλλά δι αγώνα και εργασίαν, δεν έρχομαι δια δόξαν αλλά δια μόχθον και θυσίαν. Η καρδιά μου – πιστεύσατε με – είναι γεμάτη από αγάπην και στοργήν προς τον κλήρο και τον λαό αυτόν. Δι’ αυτό και ανύστακτος θα είναι η μέριμνα μου και φροντίς μου δια την ψυχικήν καλλιέργειαν και πνευματικήν κατάρτησιν του ποιμνίου μου.

ΧΑΛΕΠΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Γνωρίζω των χαλεπών καιρών μας τον κλύδωνα. Έχω επίγνωσιν και των υλιστικών και αθεϊστικών ρευμάτων της εποχής μας, τα οποία μαστίζουν τας συνειδήσεις και προτείνουν υποκατάστατα της θρησκείας. Και των ποικιλώνυμων ιδεολογιών, που, ως λίβας, σαρώνουν τον τόπο μας. Και του θρησκευτικού και πνευματικού αποχρωματισμού, που λυμαίνεται τας ψυχάς των νέων μας. Και του διάχυτου αντιεκκλησιαστικού και αντικληρικού πνεύματος, που ως επιπολάζουσα πνοή βίαία, ιδία εις τα μεγάλα αστικά κέντρα, κατακλύζει ως χείμαρρος την ζωήν μας. Και των ηδονιστικών και ευδαιμονιστικών τάσεων της εποχής μας, που μαραίνουν ο,τι ιερόν υπάρχει εντός μας. Και του επικινδύνου κλονισμού θεσμών ιερών και αξιών, δια των οποίων εστερεώθη ο εν παρακμή ήδη ευρισκόμενος πολιτισμός μας. Αι διαπιστώσεις μου αυταί επιβάλλουν, εις τον πνευματικόν ηγέτην, και δη και τον Επίσκοπον, να αναλάβη την πανοπλίαν του Πνεύματος και να καταστή αγωνιστής γενναίος, μάρτυς Χριστού τολμηρός, φορεύς της αλλαγής είς την κοινωνίαν, οικοδόμος ψυχών. Δι’ αυτό και επιθυμώ να είμαι, εν μέσω υμών, - ως και μέχρι τούδε υπήρξα, με το έλεος του Κυρίου – η ζώσα μαρτυρία και η φανερά παρουσία του Θεού. έρχομαι να αντιπαλαίσω «προς τον άρχοντα του σκότους του αιώνος τούτου», να τεθώ επί κεφαλής της ιεράς ταύτης παρεμβολής, δια να επιτύχω «του Θεού την δόξαν, της Εκκλησίας την οικοδομήν» (Λόγος στ΄ περι ιεροσύνης). Τα όπλα μας είναι πνευματικά και με αυτά θα πολεμήσωμεν. Δεν προτίθεμαι μα αργώ. Αλλά να μάχωμαι και να πολεμώ, να διδάσκω και να κατηχώ, να οδηγώ και να κατευθύνω, να φωτίζω και να φρουρώ, να συμπαρίσταμαι και να βοηθώ, να θυσιάζωμαι και να μοχθώ. Εις πάσας τας ανάγκας σας επιθυμώ να είμαι παρών. Και εις τας πνευματικάς καις εις τας υλικάς και εις τας κοινωνικάς και εις τας πολιτιστικάς.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η Εκκλησία δεν είναι ουραγός της ζωής. Είναι πρωτοπόρος. Δεν ανήκει εις τον υλικόν του μουσείου, αλλ’ εις την ζώσαν πραγματικότητα. Δεν είναι δια να θάπτη μόνον τους νεκρούς, αλλά, κυρίως, δια να ρυθμίζει και εξωραΐζη και εκπολιτίζη την ζωήν των ανθρώπων. Η αποστολή της και το έργον της ταυτίζονται με την αποστολήν και το έργον  του Θεανθρώπου ιδρυτού της. εντεύθεν έργον της Εκκλησίας είναι να κατευθύνη την ζωήν των ανθρώπων, να καλλιεργεί χρηστούς χαρακτήρας, να εξανθρωπίζη τον άνθρωπον, να δημιουργεί υγιή βιώματα, να εμπνέει την αρετήν, να αναπτύσσει την ορθόδοξων ευσέβειαν, να φωτίζει τον νουν των ανθρώπων, με την μοναδική ακτινοβολούσα σοφίαν του Ευαγγελίου, να σώζει ψυχάς, να οδηγεί προς τον ουρανό έργον επίσης της Εκκλησίας είναι να υποδεικνύει το αληθώς δέον, να ενθαρρύνει την αξιοκρατίαν, να μέμφεται την ποικίλην αδικίαν, να στηλιτεύει την κακοήθειαν, να διδάσκει την αγάπην. Εν μία λέξει αποστολή της Εκκλησίας είναι η εν Χριστώ λύτρωσις και σωτηρία του εν τω κόσμω ζώντος ανθρώπου. Την αποστολήν ταύτην έχων προ οφθαλμών και θαρρών επί την χάριν και ενίσχυσιν του Θεού, φιλοδοξώ να καταστήσω την Ι. Μητρόπολιν ταύτην ένα πνευματικό εργαστήριων όπου και ο γραπτός και ο προφορικός θείος λόγος θα καλλιεργηθεί, η θεία λατρεία θα τονωθεί, τα όπλα του Πνεύματος θα αξιοποιηθούν προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων, και η εκκλησιαστική δραστηριότης θα εξαπλωθεί δια να αγκαλιάσει πλούσιους και πτωχούς, άρχοντας και αρχόμενους, εργάτας του πνεύματος και εργάτας του μόχθου. Ανοίγουμε τα χέρια μας δια να κλείσωμεν εις τας αγκάλας μας όλους, ει δυνατόν, τους ανθρώπους της Επαρχίας ταύτης. Και εκείνους που τιμούν τον Θεόν, και εκείνους που τον αρνούνται, χωρίς με τούτο να παύουν να είναι παιδιά Του και αδελφοί μας. Και εκείνους που τον λατρεύουν, και εκείνους που τον λοιδορούν. Δια την Εκκλησία όλοι οι άνθρωποι, δίκαιοι και άδικοι, σώφρονες και πλανεμένοι, ενάρετοι και αμαρτωλοί είναι παιδιά της. Χωρίς διακρίσεις, λοιπόν, θα ανοίξουμε προς όλους διάπλατα τας πύλας της Εκκλησίας, θα διαλεχθώμεν με τους αντιρρησίας και αμφισβητίας, θα κύψωμεν με στοργήν επάνω εις την χρυσήν μας ελπίδα, την νεολαίαν, δια την οποίαν έχομεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον. Θα αγρυπνήσωμεν δια την περιφρούρησιν της οικογένειας, που διέρχεται δεινήν κι επικίνδυνον ηθικήν κρίσιν και σείεται εκ θεμελίων. Θα ενδιαφερθώμεν δια το πολιόν γήρας, θα αγκαλιάσωμε τους εργάτας θα πονέσωμε με τους πονούντας, θα κλαύσωμε με τους κλαίοντας. Ο καλός ποιμήν, οφείλει να επαναλαμβάνη μυριάκις τον προφητικόν λόγον: «το απολωλός ζητήσω και το πλανώμενον επιστρέψω, και το συντετριμμένον καταδύσω και το εκλειπόν ενισχύσω και τον ισχυρόν φυλάξω και βοσκήσω αυτά μετά κρίματος» (Ιεζ. 34, 16). Οι λόγοι ούτοι έστωσαν το σύμβολον της αρχιερατικής μου αποστολής. Και νυν, ας μοι επιτραπή, να απευθυνθώ ειδικώς προς τον ευαγή Ιερόν Κλήρον μου.  

ΟΧΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

«Άνδρες αδελφοί και πατέρες» είμαι από σήμερον εν μέσω υμών ως πατήρ φιλόστοργος και προστάτης θερμότατος. Θέλομεν οι πάντες Κλήρον ευλαβή και εμπνευσμένον. Όχι επαγγελματίαν, αλλά εργατικόν, ιεραποστολικόν, ανιδιοτελή, αφιλάργυρον, ειλικρινώς αφοσιωμένων εις την Εκκλησίαν. Τοιούτους σας θέλω εγώ. Αγίους και τελείους, κατηρτισμένους και εν μηδενί λειπομένους. Καλώς Προϊσταμένους των οικών σας και των ενοριών σας. Έχετε οικογενείας και ανάγκας υλικάς. Δεν τας αρνούμεθα ούτε τας αγνοώ. Ειθυμώ να ζήτε αξιοπρεπώς. Και ο λαός μας το θέλει αυτό. Και εγώ μεν προσωπικός θα συνεχίσω την έως τώρα σταθερόν γραμμήν μου. Ουδέποτε έλαβον τι πλέον του μισθού μου, «αργυρίου ή χρυσίου ουδενός επεθύμησα». Το αυτό θα εξακολουθήσω πράττων και εφεξής. Παντού θα είμαι παρών τελείως δωρεάν. Σεις όμως δικαιούσθε να πορίζεσθε τα προς το ζην αναγκαία εκ της Εκκλησίας. Όμως δεν θα ευνοήσω τον πλουτισμόν και δεν θα ανεχθώ το πνεύμα του επαγγελματισμού, το οποίον κρημνίζει συνειδήσεις και διασύρει εν τω συνόλω του, όλως αδίκως, το ιερόν σώμα των Κληρικών μας. Η Ιεροσύνη είναι προσφορά, είναι σταυρός, είναι θυσία. Και προέχει το πνευματικόν του υλικού συμφέροντος. Ο Επίσκοπος σας με αυτάς τας αρχάς ζη, και επιθυμία του είναι και σεις να έχετε το αυτό βίωμα. Ας γνωρίζουν οι ευλαβέστατοι κληρικοί της Ιεράς Μητροπόλεως μας, ότι μεγάλως εκτιμώ την ιεραποστολικήν των δραστηριότητα, την ποιμαντικήν των δράσιν, την καλήν, περί Ιησού Χριστού, μαρτυρίαν την οποίαν καθημερινώς δίδουν. Οι καιροί σήμερον είναι δύσκολοι. Ό,τι άλλοι κρημνίζουν, ημείς οφείλομεν να οικοδομώμεν και τας πληγάς να επουλώνωμεν, και την ελπίδα να συντηρώμεν δι’ ένα αύριον καλύτερον από το σήμερον. Παρήλθεν η εποχή, κατά την οποίαν και μόνη η θέα μας προξενεί σεβασμόν και αναγνώρισιν. Σήμερον θα τιμηθώμεν από τους χριστιανούς μας, μόνον εάν τιμήσωμεν την αποστολήν μας, μόνον εάν ως θρόνον μας έχομεν τας καρδίας των, μόνον εάν η ζωή μας είναι συνεπής προς τας αρχάς μας. Άλλως θα παραμερισθώμεν και θα περιφρονηθώμεν όχι μόνον ημείς, αλλά και το μήνυμα, του οποίου είμεθα φορείς. Εργασθήτε, λοιπόν, με φιλοτιμίαν, με πίστιν και με συνέπεια. Εργασθήτε, επί πλέον, με τρόπον σύγχρονον και όχι απηρχαιωμένον. Θέσατε τον παλαιόν οίνον εις ασκούς νέους. αποδείξατε ότι η θρησκεία δεν είναι όπιον του λαού, αλλά είναι η ζωτική του εντελέχειαν. Με καλούς Κληρικούς θα έλθη η αναγέννησις, η άνοιξις και η καρποφορία. Επιθυμία μου, επί πλέον, είναι οι Κληρικοί μου να αισθάνονται ότι ζουν εντός του πνεύματος της εν Χριστώ ελευθερίας, αναστρεφόμενοι εν απλότητι μετ’ αλλήλων και μετ’ εμού, μη στενάζοντες και μη γλωσσαλγούντες. Εφ’ όσον θα είναι αφοσιωμένοι εις τα ποιμαντικά των καθήκοντα και θα διατηρούνται μακράν εκδηλώσεων ασυμβιβάστων προς το μέγα λειτούργημα των, ας είναι βέβαιοι ότι εν τω προσώπω μου θα εύρουν όχι μόνον αγάπης αντίδοσιν αλλά τουτ’ αυτό διακονίας πνεύμα. Ας προσβλέπουν δε προς με ως προς πατέρα και αδελφόν, άνευ διαμεσολαβήσεως οιουδήποτε τρίτου.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ

Αυτές είναι οι σκέψεις μου και οι προθέσεις μου. Αυτό είναι το πρόγραμμα μου. Βοηθήσατε  με όλοι εις την εφαρμογή του. πρωτίστως οι ιερείς μου. Ελπίζω ο΄τι ο λαός μας θα ανταποκριθή εις την προσπάθειαν μας. Ζητώ όλων τας προσευχάς. Ιδιαιτέρως του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Σεραφείμ, τον οποίον εκ μέσης καρδίας ευχαριστώ και ευγνωμονώ δια την προς την ελαχιστότητα μου απεριόριστον εμπιστοσύνην και αγάπην του. Ζητώ επίσης τας προσευχάς των Σεβασμιωτάτων αγίων αδελφών Αρχιερέων, που με τιμούν σήμερον, δια της πολυτίμου παρουσίας των εις την επίσημον ταύτην τελετήν. Τους ευχαριστώ και τους ασπάζομαι αδελφοποθητώς. Ζητώ τας προσευχάς των εντίμων αρχόντων του Νομού μας, οι οποίοι εξ αρχής περιέβαλον μου και εξεδήλωσαν τας αγαθάς, έναντι της Εκκλησίας μας, προθέσεις των. Όλων υμών ζητώ την πνευματικήν συνδρομήν και ενίσχυσιν εις τον τραχύ και ανάντη δρόμον μου. Αίρω, ήδη, τον χρηστόν ζυγόν του Κυρίου μου, μεγαλύνων το άγιον όνομα του Θεού. «Εμεγάλυνε Κύριος το  έλεος αυτού μετ’ εμού», «ότι πιστόν με ηγήσατο θέμενος εις την διακονίαν» ταύτην.

ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ ΑΓΑΠΗΣ

Αδελφοί και Πατέρες, Σας προσφέρω τον εαυτό μου. Αντιπροσφέρατε μου τας καρδιάς σας. Συναγωνίσασθε μοι εν τας προσευχαίς. Καλώ άπαντας εις παροξυσμόν αγάπης και αγαθών έργων, προς δόξαν Θεού. η παμμερής και δυσβάστακτος διακονία  μου κουφίζεται εκ της αγάπης σας. Σας απευθύνω το προσκλητήριον τούτο σάλπισμα. Ενώσατε μετά των ιδικών μου και τας ιδικάς σας ελπίδας και τους οραματισμούς σας και τας προσδοκίας σας. Από του ύψους τούτου του Θρόνου, περιφέρω το βλέμμα μου και σας αγκαλιάζω όλους. Και την φωνήν του Παύλου μιμούμενος, επιρρίπτων την μέριμναν μου επί τον Κύριον, σας προσφωνώ όλους εν τιμή και χαρά: «Αδελφοί, χαρά και στέφανος μου, χαίρετε, καταρτίζεσθε, ειρηνεύετε, το αυτό φρονείτε και ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης έσται μεθ’ υμών. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου