Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

«Νεύρα…»



Της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη

Χαζεύω, έξω από το παράθυρο φαίνεται ένα μικρό κομμάτι κήπου. Θλιβερό θέαμα! Η απέναντι έχει απλώσει τη μπουγάδα της κι αυτό μου φέρνει ασφυξία, μου έρχεται να ριχτώ στην αυλή, να αρπάξω τα ρούχα και σκοινιά και μανταλάκια και να τα κάνω κουβάρι, να έτσι, και να γίνει καυγάς, καυγάς μεγάλος, τρανταχτός, φωνακλάδικος μήπως και ηρεμήσω. – Ψωμί τέλος! Ο μικρός αδερφός μου έρχεται με ένα ξεροκόμματο. – Και τι μου λέει; Να κάτσω να ζυμώσω ψωμί; Αγριεύω, ξεχνώ την αντικρινή μπουγάδα. – Κανείς δεν σου είπε να ζυμώσεις. Αλλά μπορείς να πεταχτείς μέχρι το φούρναρη και να αγοράσεις. Η μητέρα μπήκε στο δωμάτιο και με αγριοκοίταξε. Καλέ τι με αγριοκοίταξε! Με τουφέκισε με τη ματιά της. Τα έχασα. Έψαξα να βρω σαν τι έχω κάνει, αλλά απ’ αυτά που έκανα τι έχει μάθει. Τις σκέψεις μου τις έκοψε πάλι η θυμωμένη φωνή της. – Φεμινισμός και κουραφέξαλα. Άμα δουλεύεις και λείπει η γυναίκα απ’ το σπίτι της τη μισή μέρα, γίνεται μετά τραίνο για να τα προκάνει τ’ άλλα. – Μαμά, είσαι η ταχεία; Του του του…Το σκασμένο το μικρό μου το αδελφάκι την είπε πάλι την σαχλαμάρα του. Πήγα να γελάσω όταν το χαστούκι που έφαγε μου κόψε όχι μόνο το γέλιο στη μέση, μα την αναπνοή μου κόψε.


- Για να μάθεις! Είπε η μάνα, κι είχε η φωνή της κάτι σαν κακία. Νομίζεις πως ευχαριστήθηκε, που έδωσε το χαστούκι. Περίεργο. Δεν είναι αυτή η μάνα μου! Πάγωσα. – Πήγαινε να πάρεις ψωμί, με διέταξε τραχιά! Σκέφτηκα να αρνηθώ. Είμαι κοτζάμ άντρας πια! Μωρό είμαι; Πως μου μιλάς έτσι; Πρώτον ας πάει ο μικρός. Δεύτερον, άντε και να πάω. Γιατί δεν λες «Σε παρακαλώ παιδί μου πήγαινε μέχρι το φούρνο για ψωμί»; Τι αυταρχική στάση είναι αυτή; Η καινούργια παιδαγωγική λέει, και το έτος παιδιού λέει, τέλος πάντων όλοι λένε πως πρέπει να με υπολογίζεις σαν άτομο. Σκέφτηκα να της θυμίσω πως «ο τράχηλος του Έλληνα ζυγό δεν υπομένει». Αυτά σκέφτηκα και άλλα τέτοια ή παρόμοια σκέφτηκα. Δεν είπα όμως τίποτα. Με ορθό, περήφανο κεφάλι, με μάτια λαμπερά από οργή, βγήκα πήγα στον φούρνο, πήρα το καρβέλι. Γύρισα. Η μάνα σιδέρωνε στην κουζίνα. – Καλώς τον, είπε μόλις με αντίκρισε. Τώρα σάστισα για τα καλά. Μάλιστα αυτή ήταν η μάνα που ξέρω, η Μάνα μου. – Μάνα…της είπα και κόμπιασα. Γιατί…γιατί πριν έτσι στα καλά καθούμενα…θέλω να πώ…- Είχα νεύρα, είπε απλά η μητέρα. – Εσύ νεύρα; Τα έχασα. – Άφησε το σίδερο εκείνη. – Γιατί γιέ μου; Άνθρωπος δεν είμαι και εγώ; Μόνο εσύ έχεις δικαίωμα να είσαι κατσούφης καμιά μέρα, αγριεμένος μια άλλη φορά; - Μα ήταν άδικο…ψέλλισα.


Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. – Και ποιος σου είπε παλικάρι μου πως μέσα σε μια οικογένεια καθόμαστε με την καραμπίνα στο χέρι να ψάχνουμε το δίκαιο και το άδικό; - Μα τα πλέγματα…τα τραύματα…Αναστέναξε η μάνα μου. – Τώρα βγήκανε αυτά γιέ μου. Βγήκανε όταν πάψανε να αγαπιούνται τα σπιτικά. Όταν ξέρεις πως ο γονιός σου σ’ αγαπάει άφησε τον να πει και καμιά κουβέντα παραπάνω! Μπακάλικο θα ανοίξουμε; Δευτέρα είπες αυτό, Τρίτη τ’ άλλο… Ξέρεις, σήμερα έπρεπε να πληρώσουμε το γραμμάτιο του ψυγείου, και δε είχαμε λεφτά. Στεναχωρήθηκε ο πατέρας σα να έφταιγα εγώ, έμπηξε τις φωνές…Ε! Τι να γίνει αυτά συμβαίνουν στα σπιτικά. – Μάλωσες με τον πατέρα; τρόμαξα. – Βέβαια και δεν μάλωσα. Όταν φώναξε πήγα αν του πω πώς… - «Ό τράχηλος της Ελληνίδας ζυγό δεν υπομένει…», είπα γελώντας.


Δεν κατάλαβε η μητέρα. -  Όχι δεν είπα τίποτα. Άλλες φορές λέω, σήμερα όμως έδωσα τόπο στην οργή. Δεν μπορεί μόνο τα καλά να παίρνεις από το σύντροφό σου. κι άσκημες ώρες δικές μα είναι. Να το θυμάσαι σαν έρθει ο καιρός να παντρευτείς ν’ ανοίξεις δικό σου σπιτικό. Ωχ! μαγκώνει τούτο το σίδερο και… - Δώσε μου το να το αλείψω κερί, της είπα.

Πήρα το καυτό σίδερο στα χέρια μου κι ήταν σαν να έπιανα την καρδιά της μάνας μου. Ζεστή, καυτή, ανθρώπινη.   



Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Ιούνιο του 1997.

Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου