Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Με την ευχή του Αγίου



 Του Αρχιμανδρίτου Εφραίμ Παναούση

Το μοτόρι είχε φτάσει πριν λίγη ώρα κι οι πρώτοι προσκυνητές είχανε φθάσει στο Κυριακό της Αγίας Άννας. Ο πρώτος χαιρετισμός το ευλογείτε. Ο διακονητής άνοιξε τον Ναό και προσκύνησαν όλοι το λείψανο της Αγίας. Το πρώτο άρωμα, η πρώτη της ψυχής ανάπαυση. Μετά κάθισαν τριγύρω στις πεζούλες και ο π. Αγάθων έφερε το σύνηθες κέρασμα: Λουκούμι, μυρωδάτο ρακί και νερό δροσάτο. Ανάμεσα τους κάθισε και ο γέρο- Λάζαρος χιονάτος γέροντας, χρόνια στον Άθω. Ο πιο ομιλητικός από τους προσκυνητές πήρε τον λόγο. – Πέστε μας γέροντα για τη ζωή εδώ. Για τις απαρχές της Σκήτης. – Πρώτος οικιστής του τόπου ήταν ο  Όσιος Γερόντιος. Δεν ξέρουμε ποιά πατρίδα τον έφερε στον κόσμο. Ξέρουμε μόνο ποια πατρίδα τον κέρδισε: ο ουρανός. Σ΄ αυτό το ευλογημένο τόπο θα ιδρύσει το φημισμένο μοναστήρι των Βουλευτηρίων, που πέρασε πειρασμό μεγάλο από τους Σαρακηνούς.


Μα εκείνο το πιο όμορφο που ζέστανε το μοναστήρι ήτα η γλυκιά του Αγίου μορφή που παρηγορούσε στις δοκιμασίες και ανακούφιζε τους πληγωμένους. Κάθε φορά που ο λογισμός ταλαιπωρούσε κάποιον αρχάριο αδελφό πλάι του ο Όσιος. Άμα ο καιρός πέρασε και είδε πως οι μοναχοί έβρισκαν σιγά-σιγά το Θεό θέλησε να αποσυρθεί κάνοντας υπακοή στην φωνή της ησυχίας, για να ετοιμάσει την ψυχή του. πήρε κάποιον από τους μοναχούς και έφυγε σε τόπο ησυχαστικό μόνος να μιλά στο Θεό και στην καρδιά του να τον ακούει. Στο ερημικό τούτο κελί ο Όσιος Γερόντιος θα δώσει αγώνες με αίμα και δάκρυα. Ο τόπος άνυδρος και απαράκλητος. Στάθηκε το μεγάλο του μετερίζι.


Εκείνος ισάγγελος άνθρωπος μα ο νέος υποταχτικός αδύναμος στην καρδιά και στο σώμα δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Κι ο λογισμός βρήκε την αδυναμία του νέου μοναχού και την εκμεταλλεύτηκε φέρνοντας πόλεμο στην ψυχή του. δεν θα μπορούσαν, τους έλεγαν, άλλο να μείνουν στον σκληρό τόπο χωρίς την παρηγοριά του νερού. Κόπιαζε ο Όσιος να του ξεκουράσει της ψυχής τον τάραχο. Μάταια. Θα ζητήσει για τούτο από την Κυρία Θεοτόκο, το Τείχος των Παρθένων, να τους δώσει νερό και να κρατήσει τις κλονισμένες ψυχές τους. Κι η Μεγάλη Μάνα – εδώ δάκρυσε ο γέρο-Λάζαρος – άκουσε του Αγίου την ευχή κι έδωσε πλούσια τη χάρη της. κρυστάλλινο νερό δρόσισε τον τόπο.


Όμως ο υποτακτικός βλέποντας το ζωντανό θαύμα σαν να του σάλεψε ο νους απ΄ την χαρά κι άρχισε σιγά – σιγά να φτιάχνει ένα μικρό περιβόλι. Ο κήπος έγινε τρανός, οι μέριμνες πύκνωσαν, η προσευχή λιγόστεψε. Τότε πάλι την σωτηρία των παιδιών της ποθώντας η Παναγιά στέρεψε την πηγή. Η καρδιά του Όσιου γέμισε θλίψη. Με δάκρια της μίλησε ζητώντας το γιατί. – Εγώ σου έδωσα, του είπε, το νερό σαν παρηγοριά στη σκληρή ζωή, όχι όμως για μέριμνες και μποστάνες και στεναχώριες που δεν είναι ταιριαστές στους ησυχαστές που έταξαν τη ζωή τους στο θεό ολότελα. Μάθημα μεγάλο πήραν οι αγωνιστές τούτοι να εκτιμούν τα δώρα κι άλλα να μην ζητούν. Κι ευθύς μια άλλη πηγή έβγαλε νέο πάλι κρυστάλλινο νερό, την ψυχή και το σώμα να ξεδιψάσει.


*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Φεβρουάριο του 2002

Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου