Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Η ασημοκαπνισμένη Παναγιά



 Της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη

Στις 27 Αυγούστου 1922 οι Τούρκοι έμπαιναν στη Σμύρνη. Την προηγούμενη μέρα είχε φύγει με αγγλικό πλοίο ο Ύπατος Αρμοστής. Στις 31 Αυγούστου 1922 άρχισε ο εμπρησμός της πόλης, που εκδηλώθηκε πρώτα στην αρμενική συνοικία. Την επόμενη μέρα η Σμύρνη ως κέντρο του Μικρασιατικού Ελληνισμού δεν υπήρχε πια.

Από  τότες που θυμάμαι, τέτοιες μέρες η γιαγιά ήταν αλαφιασμένη. Ούτε χαδολογήματα πολλά στο σμαρί τα παιδιά, τα εγγόνια της, ούτε παραμύθια. Μπορώ να πω πως το είχαμε συνηθίσει, ήταν και αυτό σα φυσικός νόμος. Μήπως ποτέ αναρωτήθηκες γιατί ξημέρωσε, γιατί έβγαλε ζουμπούλια η γλάστρα; Ναι, το είχαμε συνηθίσει το φυσικό της γιαγιάς: Να είναι πάνω στο κεφάλι της ψυχοκόρης που έφτιαχνε τις μαρμελάδες, να διώχνει με ένα καλαμένιο φυσερό εμάς τα παιδιά, που μπερδευόμασταν στη φαρδιά, πλισαρισμένη φούστα της.



- Μην περνάτε από το λιακωτό. Το λέω, το ξαναλέω, μα όλο το ξεχνάτε, που να σας ξεχάσει ο Χάρος. Τόσος τόπος δε σας χωράει; Άντε βαλάντωσα με τούτες τις μαρμελάδες, και τα σερμπέτια, που σίγουρα φέτος δεν πετύχανε. Στο είπα, Μαρίτσα, τα κατέβασες από την φωτιά προτού δέσει η καλά ζάχαρη. Και το λεμοντουζού σα να έπεσε λίγο καρπούζι. Θα μου ζαχαρώσουν θα το δεις! Αυτά τα λόγια τα άκουγα κάθε χρονιά, μα κάθε χρονιά, κι έχω τυπώσει καλά στο μυαλό μου την κίνηση απελπισίας που έκανε, καθώς συμμάζευε τον κατάλευκο κότσο της, που πάντα ήταν συμμαζεμένος. Ήμουνα το μόνο κορίτσι σε τόσα αγόρια που έκαναν οι κόρες και οι νυφάδες της – αντρογεννήστρες τις έλεγαν οι γειτόνοι μας – είχα και το όνομα της. ίσως για αυτό γινόταν δυό παρατυπίες: Ή μια, με άφηναν να σιμώσω τις γυάλες με τις μαρμελάδες και τα σερμπέτια που λιαζόταν στο λιακωτό μέρες και μέρες, πριν αραδιαστούν προσεχτικά στο κελάρι, να έχουμε το χειμώνα να αλείφουμε το ζυμωτό ψωμί και να τρατέρνουμε τα μουσαφιρλίκια που ποτέ δεν έλειπαν. Αυτό ήταν το πρώτο.


Το άλλο ήταν πως εγώ, φορώντας τους γαλάζιους ταφταδένιους φιόγκους μου και το βελούδινο φουστάνι μου, πήγαινα στον Δεσπότη μας. Σε ένα καλαθάκι φοδραρισμένο με ασπροκέντητο λινό, μπαίναν οι γυάλες: Το καρπουζάκι από το μποστάνι μας με την αρμπαρόριζα να σου τρυπάει την μύτη, το βύσσινο από τις βυσσινιές κι η βυσσινάδα, που είναι γιατρικό σαν είσαι άρρωστος και τα σερμπέτια, να τρατέρνουν στο Δεσποτικό. Με ξεπροβόδιζε η μάνα κι γιαγιά. – Πεσκέσι στο Δέσποτα, και να ξέρεις, ρεζίλι θα γίνουμε. Δεν έδεσε η ζάχαρη στη φωτιά κι ο ήλιος δεν άρπαξε και το λεμοντουζού λίγο γκρίνιαξε η γιαγιά. Κι η μάνα: - Μετάνοια βαθιά θα κάνεις, θα του φιλήσεις το χέρι το δεξί…το νου σου σα θα σε τρατάρουν μη λερωθείς! Και ο πατέρας, φορώντας το μαύρο του καλό κουστούμι, έφτιαχνε εκεί στην ξώθυρα τον κολλαριστό γιακά του πουκαμίσου του, σημάδι πως νευρίασε κι άλλο δεν μπορεί πια να περιμένει.


Σαν έκανα την δασκαλεμένη μετάνοια, σα φίλησα το χέρι του Δέσποτα εκείνη τη χρονιά, στα 1921, που να το ήξερα…Αν το ήξερα, θα είχα σκύψει να ασπαστώ τα πόδια του…Αν το ήξερα… Με φίλησε στα μαλλιά, με άρπαξε με τα δυό του χέρια και με σήκωσε ψηλά. – Εσύ βάρυνες, έγινες κοτζάμ κοπέλα, μου είπε κι εγώ νόμισα στα αλήθεια πως μου χάρισαν παράδεισο. Ο πατέρας μου καμάρωσε: - Δέσποτα, είπε, βάρη δεν πρέπει να σηκώνετε! Μ’ άφησε κάτω ο Δεσπότης, αφού με φίλησε στα δυό μου φουντωμένα μάγουλα. – Αν δεν αντέχει βάρη η μέση σου, δεν πρέπει να γίνεσαι Δεσπότης! είπε. Τα βάσανα και τους καημούς και τις λαχτάρες και τα όνειρα ενός λαού είπε να κουβαλάς στους ώμους σου. Είπε κι άλλα, κι άλλα, μα εγώ παιδί, δεν νοιάστηκα να ακούσω, μόνη μου έγνοια στο τρατάρισμα μην λερωθώ… -Αχ και να το ‘ξερα…Και αφού μεγάλωσες κι έγινες κόρη πια, σου πρέπει με το φίλεμα, να σου χαρίσω ετούτο, με την ευχή να μοιάσεις στην Κυρά Δέσποινα, με είχε σιμώσει ο Δεσπότης και μου έδωσε ασημοκαπνισμένη Παναγιά σε ασημένια καδένα περασμένη. Έσκυψα και μόνος του μου την πέρασε στην τραχηλιά. Ντροπιάστηκα, δε θυμάμαι αν του είπα το «ευχαριστώ». Πάντα σα πήγαινα, γλυκούδια θα με φίλευε ή σε ασημοκύπελλο γλυκό του κουταλιού. Μα πρώτη του φορά τέτοιο πλούσιο δώρο. Ναι, τώρα το κατάλαβα πως με είχε για μεγάλη. Και πόσο ντράπηκα…και πόσο χάρηκα…


Φέτος λοιπόν, που λιάζονταν οι μαρμελάδες και τα βύσσινα, όλο κι ονειρευόμουνα την ώρα που θα ξαναπήγαινα με το καλάθι στον Δεσπότη μας. – Το ασήμωσε το παιδί πέρσι. Θα το χρυσώσει να μου το θυμηθείς, εφέτος, της ξέφυγε της μάνας μου κάποια φορά. Κι η γκρίνια της γιαγιάς ήτανε πιο μεγάλη και ο φόβος μη ρεζιλευτεί με τη ζάχαρη που δεν καλόδεσε, με το λεμοντουζού, που έπεσε λειψό. Μα κι δικιά μου έγνοια πίσω δεν απόμενε! Κι ήρθαν…Τι μέρες ήρθανε Θεέ μου! Ποιος εγνοιαζότανε για γυάλες πια! Θρύψαλα οι γυάλες, όμοια με τα όνειρα μας…θρύψαλα…!


Η φαρδιά πλισαρισμένη φούστα πόσους χώρεσε! Κι όταν σκοτώθηκε, η γιαγιά η φούστα σκέπασε, νόμισες, όλο το σοκάκι μας, σκορπίσαμε. Που μάνα…που πατέρας…που αδελφός! Σαν ελαφίνας να ήμουν παιδί, χώθηκα σε μια κόχη μιας εξώθυρας. Μέρα να ήταν; Νύχτα να ήταν; Από τις φωτιές κι η μέρα και η νύχτα όμοιες ήταν. Κι είδα το ράσο του ματοβαμμένο να ανεμίζει, φλάμπουρο αγιασμένο στα χέρια αντίχριστων. Κι είδα…πόσα μπορεί να δει ο άνθρωπος και να τα αντέξει…


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Ιούλιο του 1997.

Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου