π. Νικόλαος Λουδοβίκος
Πρόθυμα θὰ συμφωνούσαμε ν’ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὴν εἰδικὴ χρησιμότητα τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο σήμερα.
Σὲ τί χρησιμεύει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία; Εἴμαστε βέβαιοι, αἴφνης,
πὼς χρειαζόμαστε, πλάι στ’ ἄλλα ἀγαθὰ ποὺ στοιχειοθετοῦν τὸ
αὐτονόητο αἴτημα τῆς ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς εὐδαιμονίας –
τὴν οἰκονομικὴ ἄνθηση, λόγου χάρη, καὶ τὴν κρατικὴ πρόνοια ἢ
ἀκόμη τὴν «κοινωνία τοῦ δικαίου» καὶ «πνευματικά» ἐπίσης
ἀγαθά. Πλῆθος «ψυχικῶν» καὶ «πνευματικῶν» ἀναγκῶν ἀναμένουν
νέους μύθους, νέες μαγεῖες ἢ ἔστω ἰδεολογίες προσφέροντας
ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς παρενέργειες τῆς ἀναπότρεπτα ἐφιαλτικῆς
καὶ ἀποξενωτικῆς ἐκείνης πλευρᾶς τῆς μεταμοντέρνας ζωῆς πού,
ὡστόσο, ἀδιερώτητα ὅσο καὶ παραγωγικὰ τραβᾶ τὸ δρόμο της.
Κάθε εἴδους θρησκεῖες καὶ φιλοσοφίες καθὼς καὶ διάφοροι μύθοι
συλλογικοί (ἐθνικοί, φυλετικοί, ἐπιστημονικοί) ἀναλαμβάνουν
ἐπειγόντως τὴν προμήθεια θεραπείας: ἀνταποκρίνονται «σώζοντας»
καθημερινῶς ψυχὲς ἀπ’ τὸ παράλογο ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο
γνωρίζουμε ἤδη ἀπ’ τὸν Ἐπίκτητο πὼς εἶναι τὸ μόνο μαρτύριο
τὸ ὁποῖο ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀδυνατεῖ νὰ βαστάσει. Κάθε
ἀναχώρηση (ἰδίως ἄν, μάλιστα, ἔχει ἐξασφαλισμένη καὶ τὴν
ἐπιστροφή) εἶναι εὐπρόσδεκτη: ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ
ἀποδράσει, διευρύνοντας τὴ φαντασίωσή του γιὰ ἕνα πλήρες
νόημα, ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ ἐπιστρέψει ξανὰ ὅμως σὲ μία
πραγματικότητα ἀδιαπέραστη ἀπ’ αὐτό. Τὸ σημαντικὸ εἶναι δηλαδὴ
νὰ μὴν ἀλλάξει τίποτα στὴ δομὴ ἀκριβῶς τῆς πραγματικότητας,
ἐνῷ ὅλοι, ταυτόχρονα, νὰ δραπετεύουν» καὶ νὰ «ἐκφράζονται»
κατὰ βούληση. Ἡ μεταβολὴ τοῦ τρόπου τοῦ εἶναι, παραμένει ἔτσι
ἕνα ἐνδεχόμενο ἀπρόσμενο ἢ ἀπίστευτο καὶ πολὺ συχνότερα
ἀνεπιθύμητο ἢ καὶ ἐχθρικό. Μεταβολὲς στὸν ὁρίζοντα τῆς
φαντασιώσεως, στοὺς κατοπτρισμοὺς τοῦ ναρκισσισμοῦ (ἀτομικοῦ καὶ
συλλογικοῦ) ἤ, ἀκόμη λεπτότερα, σοφὲς ἐξισορροπήσεις μεταξὺ
ἀπογνώσεως καὶ ἐπιμονῆς, εἶναι ὅλες ἀσμένως δεκτές, ἀρκεῖ
νὰ μὴν μεταβάλλεται τὸ «εἶναι» τῆς καθημέριας φθορᾶς καὶ
τύρβης.