Εισήγηση στο Διεθνές Διαθρησκειακό Συμπόσιο με θέμα: Ορθόδοξη προσέγγιση για μια θεολογία των θρησκειών
του π.Ιουστίνου Κεφαλούρου, Μεταπτυχιακού Φοιτητή Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ
Η εντολή του Χριστού στους αποστόλους αμέσως μετά την Ανάστασή του «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη» (Ματθ. 28, 16-20), είναι αυτή που προσδιορίζει και καθορίζει την πορεία και τον ρόλο ύπαρξης της Εκκλησίας μέσα στα Έθνη. Η Εκκλησία έξ ορισμού δεν μπορεί ποτέ να παραμείνει στατική, ούτε ικανοποιημένη από ένα συγκεκριμένο status quo. Πρέπει συνεχώς να βρίσκεται σε αποστολή, να κηρύττει και να διδάσκει το χαρμόσυνο μήνυμα στην οικουμένη, σε όλους τους κατοίκους της γης : «Θα λάβετε όμως δύναμη όταν θα ΄ρθει το Άγιο Πνεύμα σ΄εσάς, και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και ως τα πέρατα της γης» (Πράξ. 1,8)[1].
Ο διάλογος (από το ρήμα διαλέγομαι) σημαίνει συνομιλία, συζήτηση, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων και ανταλλαγή ιδεών ή απόψεων για την επίλυση κάποιου προβλήματος και την επίτευξη συμφωνίας και γεφύρωση των αντιθέσεων. Στην ιστορία των θρησκειών ο διάλογος αναφέρεται σε θέματα πίστης, λατρείας, κοινωνικής και ηθικής ζωής[2]. Όμως διάλογος είναι επίσης η «συνάντηση της ζωής με τη ζωή», ασχέτως αποτελέσματος. Είναι «αντίδοσις», αλληλο-περιχώρηση και αλληλο-πλουτισμός. Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα πως όταν κάποιοι αρχίζουν τον διάλογο , θα έχουν και θετικό αποτέλεσμα. Μπορεί να υπάρξει κάτι, όπως μπορεί και να αποτύχουν. Ακόμη όμως και η πιθανή φαινομενική αποτυχία εμπεριέχει την επιτυχία της ανθρώπινης βούλησης να καθυποτάξει τον εγωκεντρισμό και την όποια αυτιστική και εσωστρεφή συμπεριφορά απέναντι σε θέματα ζωής. Κι αυτό γιατί ποτέ δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως «η ζωή είναι σχέση, ενώ ο θάνατος είναι σχάση».
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο κόσμος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον θρησκευτικό φανατισμό, ο οποίος αποτελεί σοβαρή απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε το στερεότυπο πως ο θρησκευτικός φανατισμός προέρχεται συνήθως «εξ΄ ανατολών». Σημαντικά γεγονότα της νεώτερης παγκόσμιας ιστορίας όπως η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στην Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, ή ακόμη πιο πρόσφατα η βομβιστική επίθεση στην Βοστόνη κατά τη διάρκεια του μαραθωνίου, στηρίζουν ακόμη περισσότερο το στερεότυπο του ισλαμικού φανατισμού. Όμως θα πρέπει να αντιληφθούμε πως κανένας δεν φανατίζεται μόνος του και «άνευ λόγου και αιτίας». Ο δυτικός πολιτισμός έχει μέρος ευθύνης προς την κατεύθυνση της έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού, αφού η μέχρι τώρα «πολιτεία» του υπήρξε άκρως ιμπεριαλιστική. Σαφώς και κανείς δεν μπορεί να αμνηστεύσει τα «τυφλά» χτυπήματα των φανατικώς ισλαμιστών, αλλά και από την άλλη το ίδιο δεν μπορούμε να κάνουμε και από την πλευρά των δυτικών.
Ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης αναφερόμενος στον διαθρησκειακό διάλογο έγραφε το 1991 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»: «Οποιαδήποτε συζήτηση για τη ανάγκη της προσέγγισης των θρησκειών πρέπει να ξεκινάει από ρεαλιστική βάση∙ πρέπει να ξέρουμε που ακριβώς βρισκόμαστε στην εκτίμησή μας ο ένας για τον άλλο. Η προσέγγιση της Δύσης προς τον αραβικό κόσμο, του Χριστιανισμού με το Ισλάμ, αποτελεί ασφαλώς σημαντική εγγύηση για τη διατήρηση της ειρήνης στον κόσμο και για την επικράτηση μιας δικαιότερης τάξης. Οποιοσδήποτε όμως διάλογος μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ θα έχει τότε πιθανότητες επιτυχίας, αν ξεκινήσει από τη ρεαλιστική βάση: τι είναι αλήθεια και τι είναι προκατάληψη στην εικόνα που έχει η μια θρησκεία για την άλλη. Το έργο αυτό έχει δυσκολίες ∙ αλλά ο προορισμός και το συμφέρον του ανθρώπου είναι να αγωνίζεται για την αλήθεια»[3].
Πολύ απλά και χωρίς να χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός του θέματος, είναι πολύ βολικό για τον δυτικό κόσμο να «ντύνει» την τρομοκρατία με το ένδυμα της θρησκείας, ώστε να αποκρύπτονται τα ουσιαστικά αίτια τα οποία προκύπτουν από την δική του ευθύνη. Όταν υπάρχουν λαοί που ζούνε στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση εξ΄ αιτίας της οικονομικής εκμετάλλευσης από τους πολυεθνικούς κολοσσούς του παγκόσμιου εμπορίου, τότε προκύπτει το καίριο ερώτημα για το ποιος στην πραγματικότητα οπλίζει το χέρι του τρομοκράτη;
Ο διάλογος από τη φύση του είναι η δύσκολη πλευρά των ανθρώπινων σχέσεων. Ίσως ο θρησκευτικός διάλογος να είναι ακόμη δυσκολότερος. Όσο ρομαντικά κι αν θελήσουμε να δούμε τα πράγματα πρέπει να θέσουμε μια βασική προϋπόθεση, ότι και τα δύο μέρη επιθυμούν τη σχέση και την αναζήτηση[4]. Ο σπουδαίος μελετητής και πρωτοπόρος του Διαθρησκειακού Διαλόγου Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλαβανίας Αναστάσιος μεταξύ άλλων σημειώνει :«Το γεγονός της κοινής ζωής και αναζητήσεως με εκπροσώπους διαφόρων θρησκευτικών πεποιθήσεων διευρύνει συγχρόνως το πεδίο του διμερούς διαλόγου, φωτίζοντας το κοινό έδαφος της μονοθεϊστικής, προφητικής, θρησκευτικής εμπειρίας»[5].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο καθηγητής Π. Βασιλειάδης ο οποίος σημειώνει: «Κάθε διάλογος μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές θρησκείες αποτελεί λεπτό και συνάμα δύσκολο εγχείρημα. Από πλευράς χριστιανισμού, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις, για περισσότερα από πενήντα χρόνια – και συγκεκριμένα από την οικουμενική συνδιάσκεψη το 1938 στο Τάμπαραμ της Ινδίας – οι χριστιανοί έχουν επανειλημμένα υποστηρίζει πως ένας αξιοπρεπής διάλογος με άτομα άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν είναι μόνο αναγκαίος, αποτελεί και χριστιανική επιταγή και κάτι τέτοιο γίνεται περισσότερο κατανοητό αν λάβουμε υπόψη τη θρησκευτική αδιαλλαξία και το φανατισμό, φαινόμενα συνηθισμένα σε κάθε θρησκεία. Διάλογος, βέβαια, δε σημαίνει με κανένα τρόπο συμβιβασμό ή σχετικοποίηση των αρχών της πίστεως των διαλεγομένων, και πολύ περισσότερο των ορθοδόξων χριστιανών»[6].
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Τόσο το ΠΣΕ όσο και η Ρωμαιοκαθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου ως του πλέον πρόσφορου μέσου για την αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων που απορρέουν από τη συνάντηση και τη συνύπαρξη ετερόκλητων θρησκευτικών ομάδων μέσα στα πλαίσια τόσο του σύγχρονου κράτους όσο και της παγκόσμιας κοινότητας[7]. Από τα πρώτα του βήματα το ΠΣΕ δεν έκρυψε τον συνειδησιακό προβληματισμό των βορειοατλαντικών Εκκλησιών έναντι των εβραίων που είχαν δοκιμασθεί με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην 1η Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Amsterdam το 1948 καταδικάστηκε ο αντισημιτισμός , ενώ στην 4η Γενική Συνέλευση το 1961 στο Νέο Δελχί προχώρησε σε μια πράξη μεγίστης σημασίας, δηλ. στην άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού των εβραίων συλλογικώς ως θεοκτόνων και αποφάνθηκε ότι στη χριστιανική διδασκαλία τα ιστορικά γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην σταύρωση, θα πρέπει να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιρρίπτουν την ευθύνη στον ιουδαϊκό λαό, αλλά πρόκειται για μια ευθύνη η οποία ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και όχι σε μια φυλή, ή μια κοινότητα[8].
Για πρώτη φορά μια Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ συνήλθε εκτός του δυτικού ημισφαιρίου και σε ένα περιβάλλον που δεν ήταν παραδοσιακά χριστιανικό. Στο Νέο Δελχί το ΠΣΕ αφήνει πίσω του μια εποχή όπου τα θέματα που αφορούσαν τον λεγόμενο «τρίτο κόσμο» ήταν μέρος μια δυτικής ατζέντας, που όμως πλέον και μετά την εισδοχή στο ΠΣΕ πολλών «Νέων Εκκλησιών» από το νότιο ημισφαίριο, τα θέματα αυτά γίνονται αντικείμενο μιας πιο γνήσιας συνεργασίας μεταξύ Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης[9].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Ρώμη η οποία μετά την έκδοση της περίφημης δηλώσεως για τις Σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη Χριστιανικές Θρησκείες (Nostra Aetate) κατά την περίοδο της Β΄ Βατικανής Συνόδου τον Οκτώβριο του 1965 στην οποία γνωστοποιείται η θέληση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να προχωρήσει στον διάλογο προς τις μη χριστιανικές θρησκείες, και ειδικά προς το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό και να βαδίσει την «οδό της ειρήνης» (in viam pacis), συνεργάστηκε αργότερα στενά με την Γενεύη το ποντιφικό συμβούλιο για τον Διαθρησκειακό Διάλογο (πρώην γραμματεία για τους Μη Χριστιανούς), καθώς και με τον μικτό όμιλο εργασίας [10].
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήδη από τα πρώτα βήματα τόσο της ιερατικής, όσο αργότερα της αρχιερατικής του πορείας έδειξε έμπρακτα τι σημαίνει η αποδοχή της ετερότητας και της διαφορετικής θρησκευτικής πίστης. Από προσωπικές του μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι στην Κέρκυρα ως Μητροπολίτης Κερκύρας είχε αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης με τους Καθολικούς, αλλά και με τους Διαμαρτυρομένους και με τους Εβραίους της Κερκύρας. Διηγείται ο ίδιος ο Πατριάρχης Αθηναγόρας: «Μου έκαμαν κάποτε οι Εβραίοι μια δεξίωση στη λέσχη τους. Και τους ωμίλησα για κάποια γεγονότα, που είχαν προκαλέσει εις βάρος τους διωγμό, με πολλή συμπάθεια και κατεδίκασα τα γεγονότα εκείνα, γιατί ήσαν πολιτικά. Και μου είχαν μια απέραντη αγάπην. Οσάκις δεν είχαν ραββίνον, εγώ διευθέτουν τα διοικητικά των προβλήματα. Κάθε Σάββατο με επισκέπτοντο. Μια φορά διεδόθη ότι εχάθηκε ένα μικρό παιδί και ότι το επήραν οι Εβραίοι! Όλη η παροικία των έκλεισε τα μαγαζιά της και εκείνοι εκλείστηκαν στα σπίτια των. Αμέσως εφώναξα τον διευθυντή της Αστυνομίας και αυστηρά του επέστησα την προσοχή, να ευρεθή τα παιδί παντί τρόπω και να μη γίνη καμία βιαιοπραγία, γιατί θα ήτο υπεύθυνος προσωπικώς. Επήρα το ραβδί μου και ένα Ιερέα και επήγα στην Εβραϊκή συνοικία. Γύρισα όλους τους δρόμους της και έβγαιναν όλοι τρομαγμένοι από τα παράθυρα. Τους έλεγα: Μη φοβείσθε, εγώ είμαι για εσάς εδώ, κανείς δεν μπορεί να σας πειράξει. Τελικά το παιδί ήταν σε συγγενείς του, σε χωριό της Κέρκυρας. Έτσι όταν έφυγα από την Κέρκυρα, ελυπήθηκαν εξ ίσου με τους άλλους και οι Εβραίοι».[11]
Μάλλον πρέπει να είναι η μοναδική περίπτωση Πατριάρχη και γενικά Έλληνα κληρικού, ο οποίος δεν φοβάται να πει πως οι Τούρκοι κατά τα χρόνια της παρουσίας τους στον ελλαδικό χώρο, άθελα τους ίσως, πρόσφεραν στον ελληνισμό «ζεστασιά», μέσα από την ποικιλία και την σύνθεση των πολιτισμών.
«Ένας ολόκληρος πολιτισμός, ποικίλος και πολύχρωμος, αναζητούσε να βρη τη σύγχρονη έκφρασί του. Οι Τούρκοι είχαν πέσει επάνω μας σαν το χιόνι. Κάτω όμως από αυτό το χιόνι είχαμε ζέστη.
Η περιοχή όπου γεννήθηκα είχε καταληφθή από τους Τούρκους έναν αιώνα πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Στα Τσαραπλανά υπήρχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Όλοι ζούσαν μονιασμένοι. Ο μοναδικός Τούρκος αστυνομικός, θυμούμαι ακόμη το όνομα: Αλή μπέης, δεν είχε τι να κάμη. Ούτε διενέξεις, ούτε τσακώματα, ούτε δίκες. Χριστιανόπουλα και Μουσουλμανόπουλα έπαιζαν μαζί. Προσκαλούσαν στα βαφτίσια τους Μουσουλμάνους φίλους κι εκεινοι μας προσκαλούσαν στην τελετή της περιτομής κανενός παιδιού τους.
Ήταν μια βιβλική συνύπαρξη, όπου όλοι νιώθαμε παιδιά του Αβραάμ. Οι Μουσουλμάνοι έτρωγαν κριάρια και πρόβατα στο μπαϊράμι της θυσίας του Ιμπραήμ, δηλαδή του Αβραάμ. Και εμείς τρώγαμε το πασχαλινό αρνί. Του Αη Γιωργιού ήταν μεγάλη γιορτή. Πολύ κοντά στο σπίτι μας υπήρχε μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με μια παλιά εικόνα του Αγίου. Ανεβαίναμε στους λοφίσκους για να παρακολουθήσουμε την ανατοή του ηλίου, και μετά την λειτουργία χορεύαμε. Τη μέρα αυτή είχαν και οι Μουσουλμάνοι την γιορτή του Κιντιρλέ, την γιορτή του Αλ Κίντρ, που οι Εβραίοι τον γιόρταζαν με το όνομα Ελιά και οι Χριστιανοί τη μέρα του Προδρόμου. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι δερβήσιδες»[12].
Οι παραπάνω προσωπικές μαρτυρίες του ίδιου του Αθηναγόρα δείχνουν πως αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως εύθραυστες ισορροπίες με τους γείτονες μας Τούρκους, την εποχή εκείνη μόνο εύθραυστες δεν ήταν. Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί είχαν βρει τον τρόπο να συνυπάρχουν ειρηνικά, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις.
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας συνεχίζει: «Οι δερβίσηδες ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Επεδείκνυαν πολύ μεγάλη ανοχή έναντι του Χριστιανισμού, συχνά μάλιστα διακρίνονταν για την πνευματικότητά τους. Οι κοινότητές τους λεγόταν «τεκέδες». Υπήρχαν πολλές στην Ήπειρο. Στο χωρίο μου ζούσε ένας δερβίσης, που θυμάμαι ακόμη το όνομά του – τον λέγαν δερβίση Ιαμίλ. Ερχόταν συχνά σπίτι, έτρωγε μαζί μας. Η μητέρα μου και η αδελφή μου τον αγαπούσαν πολύ και δεν κρατούσαν μυστικό απ΄ αυτόν. Ήξερε καλύτερα την καρδιά τους και απ΄ αυτόν τον παπά του χωριού ακόμη»[13].
Ο σεβασμός του πατριάρχου Αθηναγόρα απέναντι στους Τούρκους και γενικότερα στους μουσουλμάνους φαίνεται από μια κίνηση λεπτότητας κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του και παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. Απέφευγε επιμελώς να δημοσιοποιεί την ημερομηνία της γεννήσεως του και αυτό διότι ήταν γεννημένος στις 25 Μαρτίου του έτους 1886.
Στον ενθρονιστήριο λόγο του στις 26 Ιανουαρίου 1949 μεταξύ άλλων είπε: «Αλλ΄ αληθώς δεν ευρίσκω λόγους επαρκείς προς έκφρασιν ευχαριστιών μετά βαθυτάτης εκτιμήσεως και ευγνομοσύνης προς τον Εξοχώτατον και ευκλεά Πρόεδρον ημών Ισμέτ Ινονού, την Σεβαστήν Κυβέρνησιν και ολόκληρον τον γενναίον Τουρκικόν Λαόν, εν μέσω του οποίου και εγώ εγεννήθην και έζησα ημέρας ευτυχίας»[14].
Δεν φοβάται να χαρακτηρίσει την Τουρκία «αγαπητή πατρίδα», τους Μουσουλμάνους «αδελφούς» και να εκφράσει τη χαρά του για την ίδρυση μουσουλμανικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη.
«Ευτυχίαν δοκιμάζω μη διακρινόμενος ως και προς τα λοιπά Θρησκεύματα. Διό και θερμότατα χαιρετώ τους Μουσουλμάνους αδελφούς της κοινής αγαπητής πατρίδος Τουρκίας. Χαίρω επί τη ιδρύσει μουσουλμανικής Θεολογικής Σχολής εν τη Πόλει ημών ταύτη και εύχομαι πλήρης επιτυχίαν εις το έργον αυτής»
Ένας από τους τέσσερις βασικούς στόχους του Αθηναγόρα από της αναρρήσεώς του στον Οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ήταν και «η ειρήνευσις των λαών της Ανατολικής Μεσογείου, οίτινες ζουν εις το σταυροδρόμι δυναμικών αντιθετικών γεωπολιτικών ακτίνων, δια της συγκροτήσεως δυαδικών ή πολυεθνικών ομοσπονδιών (Ελληνο-Τουρκική ένωσις κ.ο.κ), που με φιλειρινικό και ανθρωπιστικό πνεύμα να επιδιώξουν την άρση της κοινωνικής αδικίας και την πανθρησκειακήν ει δυνατόν προσέγγισι»[15].
Πέρα όμως από τις καθαρά προσωπικές απόψεις και τοποθετήσεις, έστω κι αν αυτές προέρχονται από έναν προκαθήμενο, θα πρέπει να εξετάσουμε και τον γενικότερο προσανατολισμό των Ορθοδόξων Εκκλησιών την εποχή εκείνη σε ό,τι έχει να κάνει με τον Διαθρησκειακό Διάλογο. Παρά τις επιφυλάξεις που είχαν εκφράσει οι Ορθόδοξες Εκκλησίες – μέλη του ΠΣΕ για τον σκοπό στον οποίο απέβλεπε ο διαθρησκειακός διάλογος, ήδη κατά την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου το 1961, πριν ακόμη εκδηλωθεί το διαθρησκειακό ενδιαφέρον της Β΄ Βατικανής Συνόδου, η Ορθόδοξη Εκκλησία συμπεριέλαβε στην Ημερήσια Διάταξη της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τόσο το θέμα «Ορθοδοξία και άλλαι θρησκείαι» όσο και το θέμα «Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών»[16].
Η συνέχεια δόθηκε το 1976 στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία εξέφρασε την επιθυμία να συμβάλει στη διαθρησκειακή συνεννόηση με απώτερο σκοπό την απάλειψη του φανατισμού και την συμφιλίωση των λαών. Δέκα χρόνια αργότερα το 1986 στην Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη η οποία συγκλήθηκε πάλι στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ, καθορίστηκαν από την πλευρά των Ορθοδόξων Εκκλησιών οι αρχές που πρέπει να διέπουν τη συμβολή τους στην προώθηση του πνεύματος της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και των θρησκευτικών παραδόσεων και στην άρση των φυλετικών και των άλλων διακρίσεων[17].
Σήμερα ο διάλογος πραγματοποιείται από τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ο οποίος κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του στις 2 Νοεμβρίου 1991 τόνιζε τόσο τη σημασία της ενότητας της ορθοδόξου πίστεως, όσο και το καθήκον της Εκκλησίας απέναντι στην ανθρωπότητα. Την ευθύνη αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο την εντοπίζει στο διάλογο με τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου.
Πολυάριθμες είναι οι δραστριότητες και οι συμμετοχές του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τις σημαντικότερες είναι αυτές οι οποίες αφορούν το θέμα της ειρήνης.
- Ειρήνη και Ανοχή (Peace and Tolerance). Κωνσταντινούπολη Φεβρουάριος 1994. Συνδιοργανώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το Ίδρυμα Appeal and Concience Peace της Νέας Υόρκης. Από τη συνάντηση αυτή προέκυωε η Διακήρυξη του Βοσπόρου που καταδικάζει κάθε μορφή πολέμου, ιδιαίτερα μάλιστα πολέμων εν ονόματι της θρησκείας.
- Τρεις Θρησκείες: Μία δέσμευση για Ειρήνη. Μαδρίτη Νοέμβριος 1994. Διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Alcala de Henares.
- Διάλογος μεταξύ των Τριών Μονοθεϊστικών Θρησκειών. Προς έναν πολιτισμό της Ειρήνης. Ραμπάτ Φεβρουάριος 1998. Διοργανώθηκε από την UNESCO και τον βασιλιά της χώρας Χασάν.
- Βηθλεέμ 2000. Διεθνές Συνέδριο το οποίο οργάνωσε η επιτροπή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) για την άσκηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού (Committee on the Exercise of the Inalienable Rights of the Palestinian People).
- Η ειρήνη του Θεού στον κόσμο. Βρυξέλες Δεκέμβριος 2001. Πρώτη Διαθρησκειακή Συνάντηση η οποία διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Ο διαθρησκειακός διάλογος ως προϋπόθεση του πολιτισμού των πολιτισμών. Θεσσαλονίκη 2003.
- Ειρήνη και Ανεκτικότητα Β΄ (Peace and Tolerance II). Κωνσταντινούπολη 2004. Οι πνευματικοί ηγέτες οι οποίοι παρευρέθηκαν στη συνάντηση αυτή διακήρυξαν την αποστροφή τους προς κάθε μορφή βίας και καταστροφής στο όνομα της θρησκείας.
- Θρησκεία, ειρήνη και ολυμπιακό ιδεώδες. Αθήνα, Αύγουστος 2007. Πρόκειται για την Τρίτη Διαθρησκειακή Συνάντηση. Στη συνάντηση αυτή που πραγματοποιήθηκε στο Ολυμπιακό Χωρίο στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, παραβρέθηκαν οι πνευματικοί ηγέτες των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών και του Βουδισμού. Από τη συνάντηση αυτή προέκυψε η Διακήρυξη του Αμαρουσίου, την οποία υπέγραψε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος μαζί με άλλες εξέχουσες θρησκευτικές προσωπικότητες[18].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με βάση όλα τα παραπάνω είναι φανερό πως τα τελευταία εξήντα χρόνια η Ορθόδοξη Εκκλησία, άλλοτε περισσότερο έντονα και άλλοτε λιγότερο ασχολήθηκε με το θέμα του διαθρησκειακού διαλόγου. Τα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης δεν θα μπορούσαν να αφήσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία αμέτοχη στις διεργασίες της επικοινωνίας και του διαλόγου με τις άλλες θρησκείες. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με άρνηση της αποστολής της στον κόσμο. Το θέμα της ειρήνης αποτελεί πρωταρχικό μέλημα , αλλά και ευχαριστιακό αίτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όταν σε κάθε λειτουργική ακολουθία η Εκκλησία δέεται για την «ειρήνη του σύμπαντος κόσμου» , θα ήταν αδιανόητο να μην εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Η συνεργασία όλων των Χριστιανικών Εκκλησιών, καθώς και των Διεθνών Οργανισμών θεωρείται απαραίτητη. Οι πάντες θα πρέπει να κατανοήσουν πως ο καρπός της ειρήνης μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων του κάθε πολίτη αυτού του κόσμου.
Στην Τελική Έκθεση της Ζ΄ Γενικής Συνελεύσεως του ΠΣΕ στην Καμπέρα της Αυστραλίας το 1991 διαβάζουμε: «Σε πολλά μέρη του κόσμου η θρησκεία κατέστη σήμερα πηγή διαιρέσεων. Η θρησκευτική γλώσσα και τα θρησκευτικά σύμβολα χρησιμοποιούνται προκειμένου να οξύνουν τις διαμάχες. Η άγνοια και η αδιαλλαξία καθιστούν αδύνατη την καταλλαγή. Αναζητούμε τρόπους ειρηνικής συνυπάρξεως με τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Πρέπει, λοιπόν, να οικοδομήσομε σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και να καλλιεργήσουμε ένα «πολιτισμικό διάλογο». Το εγχείρημα αυτό αρχίζει σε κλίμακα τοπική, όταν αναπτύσσομε σχέσεις με τους οπαδούς των άλλων θρησκειών και όταν ενεργούμε από κοινού, κυρίως σε θέματα δικαιοσύνης και ειρήνης. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στην εκατέρωθεν γνωριμία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη, στην συνομιλία και την ειλικρινή ανταλλαγή των εμπειριών της πίστεως ή των κοινών προβληματισμών. Τόσο η αφήγηση, όσο και η ακρόαση του οδοιπορικού της πίστεως είναι υψίστης σημασίας για την προσπάθεια διακρίσεως και περαιτέρω κατανοήσεως του θείου θελήματος. Ο διάλογος είναι αυθεντική μορφή χριστιανικής μαρτυρίας. Είναι όμως και μια συνάντηση, που συνεπάγεται ορισμένες υποχρεώσεις. Ως χριστιανοί, πιστεύουμε ότι το Άγιο Πνεύμα μας ενισχύει πάντοτε να μείνομε σταθεροί στην εν Χριστώ αποκαλυφθείσα πίστη μας. Ταυτόχρονα, μας επιτρέπει να συναντούμε και την πίστη των άλλων»[19]. Κάθε άλλο σχόλιο μετά από τα παραπάνω εμπνευσμένα λόγια περιττεύει και για μία ακόμη φορά μας υπενθυμίζει πως ο διαθρησκειακός διάλογος αποτελεί προϋπόθεση της χριστιανικής μας αυτοσυνειδησίας.
[1] Ion Bria–Π. Βασιλειάδης, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, Εκδ. «ΤΕΡΤΙΟΣ», σ. 25.
[2] Αγγ. Ζιάκα, Διαθρησκειακοί διάλογοι Β΄, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 144 εξ.
[3] Σ. Αγουρίδης, Οράματα και Πράγματα, Εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2010, σ. 226-227.
[4] Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000, σ. 157.
[5] Στο ίδιο σ. 159.
[6] Π. Βασιλειάδης, Η Ορθοδοξία στο Σταυροδρόμι, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 191-192.
[7] Γ. Μαρτζέλος, «Ορθοδοξία και διαθρησκειακός διάλογος», http://users.auth.gr/martzelo/index.files/arthra_n.htm, σ.1.
[8] Β. Σταυρίδης, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, Εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.504.
[9] Βλ. Στ. Τσομπανίδης, Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 140-141.
[10] Β. Σταυρίδης, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, Εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σσ. 501-503 και Αγγελικής Ζιάκα, Διαθρησκειακοί Διάλογοι, Τόμ. Β΄, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 207 -208.
[11] Α.Γ. Πανώτης, Παύλος Στ΄- Αθηναγόρας Α΄: Ειρηνοποιοί, Αθήναι 1971, σσ. 46-47.
[12] Δ. Τσάκωνας, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, Αθήναι 1976, σσ. 20-21.
[13] Όπ. π. σ. 21.
[14] Βλ. τον ενθρονιστήριο λόγο του πατριάρχη στο Αθηναγόρας Α΄: Οικουμενικός Πατριάρχης ο Ηπειρώτης, (Επ. Ιω. Αναστασίου) Εκδ Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Κείμενα Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄, Ιωάννινα 1975, Ενθρονιστήριος λόγος, σ.486.
[15] Δ. Τσάκωνα όπ. π, σ. 66.
[16] Γεώργιος Μαρτζέλος, «Ορθοδοξία και διαθρησκειακός διάλογος», http://users.auth.gr/martzelo/index.files/arthra_n.htm, σ. 4.
[17] Αγγ. Ζιάκα, Διαθρησκειακοί διάλογοι, όπ. π, σσ. 154-155.
[18] Βλ. Αγγελική Ζιάκα, Διαθρησκειακοί διάλογοι Β΄, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 243 κ.ε.
[19] Βλ. Γ. Λαιμόπουλος (επ.), Η Ζ΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ, Καμπέρα, Φεβρουάριος 1991. Χρονικό – Κείμενα – Αξιολογήσεις, Εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1992, σσ. 143-144.
Ο διάλογος (από το ρήμα διαλέγομαι) σημαίνει συνομιλία, συζήτηση, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων και ανταλλαγή ιδεών ή απόψεων για την επίλυση κάποιου προβλήματος και την επίτευξη συμφωνίας και γεφύρωση των αντιθέσεων. Στην ιστορία των θρησκειών ο διάλογος αναφέρεται σε θέματα πίστης, λατρείας, κοινωνικής και ηθικής ζωής[2]. Όμως διάλογος είναι επίσης η «συνάντηση της ζωής με τη ζωή», ασχέτως αποτελέσματος. Είναι «αντίδοσις», αλληλο-περιχώρηση και αλληλο-πλουτισμός. Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα πως όταν κάποιοι αρχίζουν τον διάλογο , θα έχουν και θετικό αποτέλεσμα. Μπορεί να υπάρξει κάτι, όπως μπορεί και να αποτύχουν. Ακόμη όμως και η πιθανή φαινομενική αποτυχία εμπεριέχει την επιτυχία της ανθρώπινης βούλησης να καθυποτάξει τον εγωκεντρισμό και την όποια αυτιστική και εσωστρεφή συμπεριφορά απέναντι σε θέματα ζωής. Κι αυτό γιατί ποτέ δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως «η ζωή είναι σχέση, ενώ ο θάνατος είναι σχάση».
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο κόσμος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον θρησκευτικό φανατισμό, ο οποίος αποτελεί σοβαρή απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε το στερεότυπο πως ο θρησκευτικός φανατισμός προέρχεται συνήθως «εξ΄ ανατολών». Σημαντικά γεγονότα της νεώτερης παγκόσμιας ιστορίας όπως η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στην Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, ή ακόμη πιο πρόσφατα η βομβιστική επίθεση στην Βοστόνη κατά τη διάρκεια του μαραθωνίου, στηρίζουν ακόμη περισσότερο το στερεότυπο του ισλαμικού φανατισμού. Όμως θα πρέπει να αντιληφθούμε πως κανένας δεν φανατίζεται μόνος του και «άνευ λόγου και αιτίας». Ο δυτικός πολιτισμός έχει μέρος ευθύνης προς την κατεύθυνση της έξαρσης του θρησκευτικού φανατισμού, αφού η μέχρι τώρα «πολιτεία» του υπήρξε άκρως ιμπεριαλιστική. Σαφώς και κανείς δεν μπορεί να αμνηστεύσει τα «τυφλά» χτυπήματα των φανατικώς ισλαμιστών, αλλά και από την άλλη το ίδιο δεν μπορούμε να κάνουμε και από την πλευρά των δυτικών.
Ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης αναφερόμενος στον διαθρησκειακό διάλογο έγραφε το 1991 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»: «Οποιαδήποτε συζήτηση για τη ανάγκη της προσέγγισης των θρησκειών πρέπει να ξεκινάει από ρεαλιστική βάση∙ πρέπει να ξέρουμε που ακριβώς βρισκόμαστε στην εκτίμησή μας ο ένας για τον άλλο. Η προσέγγιση της Δύσης προς τον αραβικό κόσμο, του Χριστιανισμού με το Ισλάμ, αποτελεί ασφαλώς σημαντική εγγύηση για τη διατήρηση της ειρήνης στον κόσμο και για την επικράτηση μιας δικαιότερης τάξης. Οποιοσδήποτε όμως διάλογος μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ θα έχει τότε πιθανότητες επιτυχίας, αν ξεκινήσει από τη ρεαλιστική βάση: τι είναι αλήθεια και τι είναι προκατάληψη στην εικόνα που έχει η μια θρησκεία για την άλλη. Το έργο αυτό έχει δυσκολίες ∙ αλλά ο προορισμός και το συμφέρον του ανθρώπου είναι να αγωνίζεται για την αλήθεια»[3].
Πολύ απλά και χωρίς να χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός του θέματος, είναι πολύ βολικό για τον δυτικό κόσμο να «ντύνει» την τρομοκρατία με το ένδυμα της θρησκείας, ώστε να αποκρύπτονται τα ουσιαστικά αίτια τα οποία προκύπτουν από την δική του ευθύνη. Όταν υπάρχουν λαοί που ζούνε στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση εξ΄ αιτίας της οικονομικής εκμετάλλευσης από τους πολυεθνικούς κολοσσούς του παγκόσμιου εμπορίου, τότε προκύπτει το καίριο ερώτημα για το ποιος στην πραγματικότητα οπλίζει το χέρι του τρομοκράτη;
Ο διάλογος από τη φύση του είναι η δύσκολη πλευρά των ανθρώπινων σχέσεων. Ίσως ο θρησκευτικός διάλογος να είναι ακόμη δυσκολότερος. Όσο ρομαντικά κι αν θελήσουμε να δούμε τα πράγματα πρέπει να θέσουμε μια βασική προϋπόθεση, ότι και τα δύο μέρη επιθυμούν τη σχέση και την αναζήτηση[4]. Ο σπουδαίος μελετητής και πρωτοπόρος του Διαθρησκειακού Διαλόγου Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλαβανίας Αναστάσιος μεταξύ άλλων σημειώνει :«Το γεγονός της κοινής ζωής και αναζητήσεως με εκπροσώπους διαφόρων θρησκευτικών πεποιθήσεων διευρύνει συγχρόνως το πεδίο του διμερούς διαλόγου, φωτίζοντας το κοινό έδαφος της μονοθεϊστικής, προφητικής, θρησκευτικής εμπειρίας»[5].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο καθηγητής Π. Βασιλειάδης ο οποίος σημειώνει: «Κάθε διάλογος μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικές θρησκείες αποτελεί λεπτό και συνάμα δύσκολο εγχείρημα. Από πλευράς χριστιανισμού, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις, για περισσότερα από πενήντα χρόνια – και συγκεκριμένα από την οικουμενική συνδιάσκεψη το 1938 στο Τάμπαραμ της Ινδίας – οι χριστιανοί έχουν επανειλημμένα υποστηρίζει πως ένας αξιοπρεπής διάλογος με άτομα άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν είναι μόνο αναγκαίος, αποτελεί και χριστιανική επιταγή και κάτι τέτοιο γίνεται περισσότερο κατανοητό αν λάβουμε υπόψη τη θρησκευτική αδιαλλαξία και το φανατισμό, φαινόμενα συνηθισμένα σε κάθε θρησκεία. Διάλογος, βέβαια, δε σημαίνει με κανένα τρόπο συμβιβασμό ή σχετικοποίηση των αρχών της πίστεως των διαλεγομένων, και πολύ περισσότερο των ορθοδόξων χριστιανών»[6].
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
Τόσο το ΠΣΕ όσο και η Ρωμαιοκαθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα του διαθρησκειακού διαλόγου ως του πλέον πρόσφορου μέσου για την αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων που απορρέουν από τη συνάντηση και τη συνύπαρξη ετερόκλητων θρησκευτικών ομάδων μέσα στα πλαίσια τόσο του σύγχρονου κράτους όσο και της παγκόσμιας κοινότητας[7]. Από τα πρώτα του βήματα το ΠΣΕ δεν έκρυψε τον συνειδησιακό προβληματισμό των βορειοατλαντικών Εκκλησιών έναντι των εβραίων που είχαν δοκιμασθεί με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην 1η Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Amsterdam το 1948 καταδικάστηκε ο αντισημιτισμός , ενώ στην 4η Γενική Συνέλευση το 1961 στο Νέο Δελχί προχώρησε σε μια πράξη μεγίστης σημασίας, δηλ. στην άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού των εβραίων συλλογικώς ως θεοκτόνων και αποφάνθηκε ότι στη χριστιανική διδασκαλία τα ιστορικά γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην σταύρωση, θα πρέπει να παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιρρίπτουν την ευθύνη στον ιουδαϊκό λαό, αλλά πρόκειται για μια ευθύνη η οποία ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και όχι σε μια φυλή, ή μια κοινότητα[8].
Για πρώτη φορά μια Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ συνήλθε εκτός του δυτικού ημισφαιρίου και σε ένα περιβάλλον που δεν ήταν παραδοσιακά χριστιανικό. Στο Νέο Δελχί το ΠΣΕ αφήνει πίσω του μια εποχή όπου τα θέματα που αφορούσαν τον λεγόμενο «τρίτο κόσμο» ήταν μέρος μια δυτικής ατζέντας, που όμως πλέον και μετά την εισδοχή στο ΠΣΕ πολλών «Νέων Εκκλησιών» από το νότιο ημισφαίριο, τα θέματα αυτά γίνονται αντικείμενο μιας πιο γνήσιας συνεργασίας μεταξύ Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης[9].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Ρώμη η οποία μετά την έκδοση της περίφημης δηλώσεως για τις Σχέσεις της Εκκλησίας με τις μη Χριστιανικές Θρησκείες (Nostra Aetate) κατά την περίοδο της Β΄ Βατικανής Συνόδου τον Οκτώβριο του 1965 στην οποία γνωστοποιείται η θέληση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να προχωρήσει στον διάλογο προς τις μη χριστιανικές θρησκείες, και ειδικά προς το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό και να βαδίσει την «οδό της ειρήνης» (in viam pacis), συνεργάστηκε αργότερα στενά με την Γενεύη το ποντιφικό συμβούλιο για τον Διαθρησκειακό Διάλογο (πρώην γραμματεία για τους Μη Χριστιανούς), καθώς και με τον μικτό όμιλο εργασίας [10].
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήδη από τα πρώτα βήματα τόσο της ιερατικής, όσο αργότερα της αρχιερατικής του πορείας έδειξε έμπρακτα τι σημαίνει η αποδοχή της ετερότητας και της διαφορετικής θρησκευτικής πίστης. Από προσωπικές του μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι στην Κέρκυρα ως Μητροπολίτης Κερκύρας είχε αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης με τους Καθολικούς, αλλά και με τους Διαμαρτυρομένους και με τους Εβραίους της Κερκύρας. Διηγείται ο ίδιος ο Πατριάρχης Αθηναγόρας: «Μου έκαμαν κάποτε οι Εβραίοι μια δεξίωση στη λέσχη τους. Και τους ωμίλησα για κάποια γεγονότα, που είχαν προκαλέσει εις βάρος τους διωγμό, με πολλή συμπάθεια και κατεδίκασα τα γεγονότα εκείνα, γιατί ήσαν πολιτικά. Και μου είχαν μια απέραντη αγάπην. Οσάκις δεν είχαν ραββίνον, εγώ διευθέτουν τα διοικητικά των προβλήματα. Κάθε Σάββατο με επισκέπτοντο. Μια φορά διεδόθη ότι εχάθηκε ένα μικρό παιδί και ότι το επήραν οι Εβραίοι! Όλη η παροικία των έκλεισε τα μαγαζιά της και εκείνοι εκλείστηκαν στα σπίτια των. Αμέσως εφώναξα τον διευθυντή της Αστυνομίας και αυστηρά του επέστησα την προσοχή, να ευρεθή τα παιδί παντί τρόπω και να μη γίνη καμία βιαιοπραγία, γιατί θα ήτο υπεύθυνος προσωπικώς. Επήρα το ραβδί μου και ένα Ιερέα και επήγα στην Εβραϊκή συνοικία. Γύρισα όλους τους δρόμους της και έβγαιναν όλοι τρομαγμένοι από τα παράθυρα. Τους έλεγα: Μη φοβείσθε, εγώ είμαι για εσάς εδώ, κανείς δεν μπορεί να σας πειράξει. Τελικά το παιδί ήταν σε συγγενείς του, σε χωριό της Κέρκυρας. Έτσι όταν έφυγα από την Κέρκυρα, ελυπήθηκαν εξ ίσου με τους άλλους και οι Εβραίοι».[11]
Μάλλον πρέπει να είναι η μοναδική περίπτωση Πατριάρχη και γενικά Έλληνα κληρικού, ο οποίος δεν φοβάται να πει πως οι Τούρκοι κατά τα χρόνια της παρουσίας τους στον ελλαδικό χώρο, άθελα τους ίσως, πρόσφεραν στον ελληνισμό «ζεστασιά», μέσα από την ποικιλία και την σύνθεση των πολιτισμών.
«Ένας ολόκληρος πολιτισμός, ποικίλος και πολύχρωμος, αναζητούσε να βρη τη σύγχρονη έκφρασί του. Οι Τούρκοι είχαν πέσει επάνω μας σαν το χιόνι. Κάτω όμως από αυτό το χιόνι είχαμε ζέστη.
Η περιοχή όπου γεννήθηκα είχε καταληφθή από τους Τούρκους έναν αιώνα πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Στα Τσαραπλανά υπήρχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Όλοι ζούσαν μονιασμένοι. Ο μοναδικός Τούρκος αστυνομικός, θυμούμαι ακόμη το όνομα: Αλή μπέης, δεν είχε τι να κάμη. Ούτε διενέξεις, ούτε τσακώματα, ούτε δίκες. Χριστιανόπουλα και Μουσουλμανόπουλα έπαιζαν μαζί. Προσκαλούσαν στα βαφτίσια τους Μουσουλμάνους φίλους κι εκεινοι μας προσκαλούσαν στην τελετή της περιτομής κανενός παιδιού τους.
Ήταν μια βιβλική συνύπαρξη, όπου όλοι νιώθαμε παιδιά του Αβραάμ. Οι Μουσουλμάνοι έτρωγαν κριάρια και πρόβατα στο μπαϊράμι της θυσίας του Ιμπραήμ, δηλαδή του Αβραάμ. Και εμείς τρώγαμε το πασχαλινό αρνί. Του Αη Γιωργιού ήταν μεγάλη γιορτή. Πολύ κοντά στο σπίτι μας υπήρχε μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με μια παλιά εικόνα του Αγίου. Ανεβαίναμε στους λοφίσκους για να παρακολουθήσουμε την ανατοή του ηλίου, και μετά την λειτουργία χορεύαμε. Τη μέρα αυτή είχαν και οι Μουσουλμάνοι την γιορτή του Κιντιρλέ, την γιορτή του Αλ Κίντρ, που οι Εβραίοι τον γιόρταζαν με το όνομα Ελιά και οι Χριστιανοί τη μέρα του Προδρόμου. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι δερβήσιδες»[12].
Οι παραπάνω προσωπικές μαρτυρίες του ίδιου του Αθηναγόρα δείχνουν πως αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως εύθραυστες ισορροπίες με τους γείτονες μας Τούρκους, την εποχή εκείνη μόνο εύθραυστες δεν ήταν. Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί είχαν βρει τον τρόπο να συνυπάρχουν ειρηνικά, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις.
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας συνεχίζει: «Οι δερβίσηδες ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Επεδείκνυαν πολύ μεγάλη ανοχή έναντι του Χριστιανισμού, συχνά μάλιστα διακρίνονταν για την πνευματικότητά τους. Οι κοινότητές τους λεγόταν «τεκέδες». Υπήρχαν πολλές στην Ήπειρο. Στο χωρίο μου ζούσε ένας δερβίσης, που θυμάμαι ακόμη το όνομά του – τον λέγαν δερβίση Ιαμίλ. Ερχόταν συχνά σπίτι, έτρωγε μαζί μας. Η μητέρα μου και η αδελφή μου τον αγαπούσαν πολύ και δεν κρατούσαν μυστικό απ΄ αυτόν. Ήξερε καλύτερα την καρδιά τους και απ΄ αυτόν τον παπά του χωριού ακόμη»[13].
Ο σεβασμός του πατριάρχου Αθηναγόρα απέναντι στους Τούρκους και γενικότερα στους μουσουλμάνους φαίνεται από μια κίνηση λεπτότητας κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του και παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη. Απέφευγε επιμελώς να δημοσιοποιεί την ημερομηνία της γεννήσεως του και αυτό διότι ήταν γεννημένος στις 25 Μαρτίου του έτους 1886.
Στον ενθρονιστήριο λόγο του στις 26 Ιανουαρίου 1949 μεταξύ άλλων είπε: «Αλλ΄ αληθώς δεν ευρίσκω λόγους επαρκείς προς έκφρασιν ευχαριστιών μετά βαθυτάτης εκτιμήσεως και ευγνομοσύνης προς τον Εξοχώτατον και ευκλεά Πρόεδρον ημών Ισμέτ Ινονού, την Σεβαστήν Κυβέρνησιν και ολόκληρον τον γενναίον Τουρκικόν Λαόν, εν μέσω του οποίου και εγώ εγεννήθην και έζησα ημέρας ευτυχίας»[14].
Δεν φοβάται να χαρακτηρίσει την Τουρκία «αγαπητή πατρίδα», τους Μουσουλμάνους «αδελφούς» και να εκφράσει τη χαρά του για την ίδρυση μουσουλμανικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη.
«Ευτυχίαν δοκιμάζω μη διακρινόμενος ως και προς τα λοιπά Θρησκεύματα. Διό και θερμότατα χαιρετώ τους Μουσουλμάνους αδελφούς της κοινής αγαπητής πατρίδος Τουρκίας. Χαίρω επί τη ιδρύσει μουσουλμανικής Θεολογικής Σχολής εν τη Πόλει ημών ταύτη και εύχομαι πλήρης επιτυχίαν εις το έργον αυτής»
Ένας από τους τέσσερις βασικούς στόχους του Αθηναγόρα από της αναρρήσεώς του στον Οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ήταν και «η ειρήνευσις των λαών της Ανατολικής Μεσογείου, οίτινες ζουν εις το σταυροδρόμι δυναμικών αντιθετικών γεωπολιτικών ακτίνων, δια της συγκροτήσεως δυαδικών ή πολυεθνικών ομοσπονδιών (Ελληνο-Τουρκική ένωσις κ.ο.κ), που με φιλειρινικό και ανθρωπιστικό πνεύμα να επιδιώξουν την άρση της κοινωνικής αδικίας και την πανθρησκειακήν ει δυνατόν προσέγγισι»[15].
Πέρα όμως από τις καθαρά προσωπικές απόψεις και τοποθετήσεις, έστω κι αν αυτές προέρχονται από έναν προκαθήμενο, θα πρέπει να εξετάσουμε και τον γενικότερο προσανατολισμό των Ορθοδόξων Εκκλησιών την εποχή εκείνη σε ό,τι έχει να κάνει με τον Διαθρησκειακό Διάλογο. Παρά τις επιφυλάξεις που είχαν εκφράσει οι Ορθόδοξες Εκκλησίες – μέλη του ΠΣΕ για τον σκοπό στον οποίο απέβλεπε ο διαθρησκειακός διάλογος, ήδη κατά την Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου το 1961, πριν ακόμη εκδηλωθεί το διαθρησκειακό ενδιαφέρον της Β΄ Βατικανής Συνόδου, η Ορθόδοξη Εκκλησία συμπεριέλαβε στην Ημερήσια Διάταξη της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τόσο το θέμα «Ορθοδοξία και άλλαι θρησκείαι» όσο και το θέμα «Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην επικράτηση των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών»[16].
Η συνέχεια δόθηκε το 1976 στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία εξέφρασε την επιθυμία να συμβάλει στη διαθρησκειακή συνεννόηση με απώτερο σκοπό την απάλειψη του φανατισμού και την συμφιλίωση των λαών. Δέκα χρόνια αργότερα το 1986 στην Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη η οποία συγκλήθηκε πάλι στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ, καθορίστηκαν από την πλευρά των Ορθοδόξων Εκκλησιών οι αρχές που πρέπει να διέπουν τη συμβολή τους στην προώθηση του πνεύματος της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και των θρησκευτικών παραδόσεων και στην άρση των φυλετικών και των άλλων διακρίσεων[17].
Σήμερα ο διάλογος πραγματοποιείται από τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ο οποίος κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του στις 2 Νοεμβρίου 1991 τόνιζε τόσο τη σημασία της ενότητας της ορθοδόξου πίστεως, όσο και το καθήκον της Εκκλησίας απέναντι στην ανθρωπότητα. Την ευθύνη αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο την εντοπίζει στο διάλογο με τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου.
Πολυάριθμες είναι οι δραστριότητες και οι συμμετοχές του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τις σημαντικότερες είναι αυτές οι οποίες αφορούν το θέμα της ειρήνης.
- Ειρήνη και Ανοχή (Peace and Tolerance). Κωνσταντινούπολη Φεβρουάριος 1994. Συνδιοργανώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και το Ίδρυμα Appeal and Concience Peace της Νέας Υόρκης. Από τη συνάντηση αυτή προέκυωε η Διακήρυξη του Βοσπόρου που καταδικάζει κάθε μορφή πολέμου, ιδιαίτερα μάλιστα πολέμων εν ονόματι της θρησκείας.
- Τρεις Θρησκείες: Μία δέσμευση για Ειρήνη. Μαδρίτη Νοέμβριος 1994. Διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Alcala de Henares.
- Διάλογος μεταξύ των Τριών Μονοθεϊστικών Θρησκειών. Προς έναν πολιτισμό της Ειρήνης. Ραμπάτ Φεβρουάριος 1998. Διοργανώθηκε από την UNESCO και τον βασιλιά της χώρας Χασάν.
- Βηθλεέμ 2000. Διεθνές Συνέδριο το οποίο οργάνωσε η επιτροπή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) για την άσκηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού (Committee on the Exercise of the Inalienable Rights of the Palestinian People).
- Η ειρήνη του Θεού στον κόσμο. Βρυξέλες Δεκέμβριος 2001. Πρώτη Διαθρησκειακή Συνάντηση η οποία διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Ο διαθρησκειακός διάλογος ως προϋπόθεση του πολιτισμού των πολιτισμών. Θεσσαλονίκη 2003.
- Ειρήνη και Ανεκτικότητα Β΄ (Peace and Tolerance II). Κωνσταντινούπολη 2004. Οι πνευματικοί ηγέτες οι οποίοι παρευρέθηκαν στη συνάντηση αυτή διακήρυξαν την αποστροφή τους προς κάθε μορφή βίας και καταστροφής στο όνομα της θρησκείας.
- Θρησκεία, ειρήνη και ολυμπιακό ιδεώδες. Αθήνα, Αύγουστος 2007. Πρόκειται για την Τρίτη Διαθρησκειακή Συνάντηση. Στη συνάντηση αυτή που πραγματοποιήθηκε στο Ολυμπιακό Χωρίο στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, παραβρέθηκαν οι πνευματικοί ηγέτες των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών και του Βουδισμού. Από τη συνάντηση αυτή προέκυψε η Διακήρυξη του Αμαρουσίου, την οποία υπέγραψε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος μαζί με άλλες εξέχουσες θρησκευτικές προσωπικότητες[18].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με βάση όλα τα παραπάνω είναι φανερό πως τα τελευταία εξήντα χρόνια η Ορθόδοξη Εκκλησία, άλλοτε περισσότερο έντονα και άλλοτε λιγότερο ασχολήθηκε με το θέμα του διαθρησκειακού διαλόγου. Τα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης δεν θα μπορούσαν να αφήσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία αμέτοχη στις διεργασίες της επικοινωνίας και του διαλόγου με τις άλλες θρησκείες. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με άρνηση της αποστολής της στον κόσμο. Το θέμα της ειρήνης αποτελεί πρωταρχικό μέλημα , αλλά και ευχαριστιακό αίτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όταν σε κάθε λειτουργική ακολουθία η Εκκλησία δέεται για την «ειρήνη του σύμπαντος κόσμου» , θα ήταν αδιανόητο να μην εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Η συνεργασία όλων των Χριστιανικών Εκκλησιών, καθώς και των Διεθνών Οργανισμών θεωρείται απαραίτητη. Οι πάντες θα πρέπει να κατανοήσουν πως ο καρπός της ειρήνης μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων του κάθε πολίτη αυτού του κόσμου.
Στην Τελική Έκθεση της Ζ΄ Γενικής Συνελεύσεως του ΠΣΕ στην Καμπέρα της Αυστραλίας το 1991 διαβάζουμε: «Σε πολλά μέρη του κόσμου η θρησκεία κατέστη σήμερα πηγή διαιρέσεων. Η θρησκευτική γλώσσα και τα θρησκευτικά σύμβολα χρησιμοποιούνται προκειμένου να οξύνουν τις διαμάχες. Η άγνοια και η αδιαλλαξία καθιστούν αδύνατη την καταλλαγή. Αναζητούμε τρόπους ειρηνικής συνυπάρξεως με τους οπαδούς των άλλων θρησκειών. Πρέπει, λοιπόν, να οικοδομήσομε σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και να καλλιεργήσουμε ένα «πολιτισμικό διάλογο». Το εγχείρημα αυτό αρχίζει σε κλίμακα τοπική, όταν αναπτύσσομε σχέσεις με τους οπαδούς των άλλων θρησκειών και όταν ενεργούμε από κοινού, κυρίως σε θέματα δικαιοσύνης και ειρήνης. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στην εκατέρωθεν γνωριμία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη, στην συνομιλία και την ειλικρινή ανταλλαγή των εμπειριών της πίστεως ή των κοινών προβληματισμών. Τόσο η αφήγηση, όσο και η ακρόαση του οδοιπορικού της πίστεως είναι υψίστης σημασίας για την προσπάθεια διακρίσεως και περαιτέρω κατανοήσεως του θείου θελήματος. Ο διάλογος είναι αυθεντική μορφή χριστιανικής μαρτυρίας. Είναι όμως και μια συνάντηση, που συνεπάγεται ορισμένες υποχρεώσεις. Ως χριστιανοί, πιστεύουμε ότι το Άγιο Πνεύμα μας ενισχύει πάντοτε να μείνομε σταθεροί στην εν Χριστώ αποκαλυφθείσα πίστη μας. Ταυτόχρονα, μας επιτρέπει να συναντούμε και την πίστη των άλλων»[19]. Κάθε άλλο σχόλιο μετά από τα παραπάνω εμπνευσμένα λόγια περιττεύει και για μία ακόμη φορά μας υπενθυμίζει πως ο διαθρησκειακός διάλογος αποτελεί προϋπόθεση της χριστιανικής μας αυτοσυνειδησίας.
[1] Ion Bria–Π. Βασιλειάδης, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, Εκδ. «ΤΕΡΤΙΟΣ», σ. 25.
[2] Αγγ. Ζιάκα, Διαθρησκειακοί διάλογοι Β΄, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 144 εξ.
[3] Σ. Αγουρίδης, Οράματα και Πράγματα, Εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2010, σ. 226-227.
[4] Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000, σ. 157.
[5] Στο ίδιο σ. 159.
[6] Π. Βασιλειάδης, Η Ορθοδοξία στο Σταυροδρόμι, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 191-192.
[7] Γ. Μαρτζέλος, «Ορθοδοξία και διαθρησκειακός διάλογος», http://users.auth.gr/martzelo/index.files/arthra_n.htm, σ.1.
[8] Β. Σταυρίδης, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, Εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.504.
[9] Βλ. Στ. Τσομπανίδης, Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 140-141.
[10] Β. Σταυρίδης, Ιστορία της Οικουμενικής Κινήσεως, Εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σσ. 501-503 και Αγγελικής Ζιάκα, Διαθρησκειακοί Διάλογοι, Τόμ. Β΄, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 207 -208.
[11] Α.Γ. Πανώτης, Παύλος Στ΄- Αθηναγόρας Α΄: Ειρηνοποιοί, Αθήναι 1971, σσ. 46-47.
[12] Δ. Τσάκωνας, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, Αθήναι 1976, σσ. 20-21.
[13] Όπ. π. σ. 21.
[14] Βλ. τον ενθρονιστήριο λόγο του πατριάρχη στο Αθηναγόρας Α΄: Οικουμενικός Πατριάρχης ο Ηπειρώτης, (Επ. Ιω. Αναστασίου) Εκδ Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Κείμενα Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄, Ιωάννινα 1975, Ενθρονιστήριος λόγος, σ.486.
[15] Δ. Τσάκωνα όπ. π, σ. 66.
[16] Γεώργιος Μαρτζέλος, «Ορθοδοξία και διαθρησκειακός διάλογος», http://users.auth.gr/martzelo/index.files/arthra_n.htm, σ. 4.
[17] Αγγ. Ζιάκα, Διαθρησκειακοί διάλογοι, όπ. π, σσ. 154-155.
[18] Βλ. Αγγελική Ζιάκα, Διαθρησκειακοί διάλογοι Β΄, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 243 κ.ε.
[19] Βλ. Γ. Λαιμόπουλος (επ.), Η Ζ΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ, Καμπέρα, Φεβρουάριος 1991. Χρονικό – Κείμενα – Αξιολογήσεις, Εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1992, σσ. 143-144.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου