Ο μουσικός παραγωγός και παρουσιαστής των Ράδιο Αρβύλα Στάθης Παναγιωτόπουλος περιγράφει τη σχέση του με το πιο ΑΓΑΠΗΤΟ ΣΚΥΛΙ της ελληνικής (τηλεοπτικής ) πραγματικότητας. Την οποία βρήκε μια χειμωνιάτικη ημέρα παρατημένη στην αυλή του...Από τον Γιώργο Νάστο.
Απορώ γιατί να ασχοληθεί κανείς με τη Σαρδέλα περισσότερο απ΄ ότι με οποιοδήποτε άλλο σκυλί. Η ιστορία της είναι πολύ απλή, συνηθισμένη, μια ιστορία όπως χιλιάδες άλλων αδέσποτων σκυλιών που βρήκαν ένα σπίτι τυχαία. Αλλά, ξέχασα, η Σαρδέλα βγαίνει στην τηλεόραση, είναι ένα διάσημο σκυλί, << η ελληνίδα Λάσι >>, που λέει και η κυρία Βούλα, η μάνα μου. Δεν πειράζει, από τη στιγμή που η ίδια δεν τα καταλαβαίνει όλα αυτά και τους δίνει τη σημασία που τους αξίζει, κανένα πρόβλημα. Και σε τελική ανάλυση, αν η ιστορία της Σαρδέλας επηρέασε έναν υποψήφιο << κύριο >> σκύλου προς τη σωστή κατεύθυνση, κέρδος θα είναι. Η Σαρδέλα γεννήθηκε ( σύμφωνα με τις ακριβέστερες εκτιμήσεις του κτηνιάτρου της ) την Πρωτοχρονιά του 2001, κάπου στην παραλία των Νέων Επιβατών της Θεσσαλονίκης. Σε ηλικία λιγότερο των δύο μηνών κάποιος την παράτησε έξω από την αυλή του σπιτιού όπου έμενα τότε, ήταν λίγο πριν τα γενέθλια μου. Ξυπνώντας, άκουσα κάτι να κλαψουρίζει, ήταν ένα τρίχρωμο χνουδωτό μπαλάκι. Είχα ένα άλλο ημίαιμο σκυλάκι παλαιότερα, αλλά όταν χώρισα με την τότε κοπέλα μου, εκείνη...κέρδισε την επιμέλεια του, δεν τον ξαναείδα, είχαν περάσει χρόνια. Έβαλα ένα πιατάκι γάλα στο χνουδωτό μπαλάκι. Το ήπιε και αρέστηκε, έμεινε εκεί. Την άλλη μέρα πήρα το χνουδωτό μπαλάκι και το έβαλα στο σπίτι. Κατουρούσε και αφόδευε το σύμπαν. Επιστράτευσα την εφημερίδα και άρχισε η σχετική διαδικασία της εκμάθησης. Του έκοβε του σκυλιού, τα έμαθε γρήγορα. Ήταν όμως ( και παραμένει! ) πολύ λαίμαργο: Έτρωγε ρολόγια, σήτες, κάλτσες, έπιπλα, πλαστικά, ότι τρωγόταν, και μερικά που ήθελε πολλή φαντασία και λαιμαργία για να τα φας. Πρόσφατα, είχα ένα ταψί γεμιστά στο φούρνο. Άνοιξε τον φούρνο με το πόδι, τράβηξε προς τα έξω το ταψί, χωρίς να το σπάσει, χωρίς να κάνει καμία ζημιά, και έφαγε όλα τα γεμιστά, το ταψί δεν ήθελε καν πλύσιμο! Δέν τη μάλωσα, ήμουν πολύ απασχολημένος να προσπαθώ να μη γελάσω μπροστά της και της δώσω θάρρος. Κακώς. Πόσο περισσότερο θάρρος να έπαιρνε; Τέλος πάντων, μεγάλωσε λίγο, πήγε το πρώτο της ταξίδι στην Αλόννησο, το 'σκασε από το σπίτι. Μου τηλεφώνησαν από ένα πολύ μακρινό μέρος του νησιού: << Γεια σας, μήπως έχετε ένα σκυλί έτσι και έτσι;>>. << Μάλιστα, έχω>>. << Είναι στην Μαρπούντα ,ελάτε να το πάρετε>>. Βουρ με το μηχανάκι, η κυρία Σαρδέλα πτώμα, ήξερε να φύγει αλά βαριόταν να γυρίσει με τα πόδια. Από τότε το κάνει συνέχεια. Το σκάει, πάει στον Μεγάλο Μουρτιά, κάνει μπάνιο, τρώει στην ταβέρνα και περιμένει να πάω να την πάρω με το μηχανάκι, κάνει ζέστη το καλοκαίρι στην ανηφόρα του γυρισμού. Τον χειμώνα, όταν πάει στην Αλόννησο, δεν το σκάει ποτέ. Μόλις καλοκαιριάσει και ανοίξουν οι ταβέρνες, λες και το ξέρει, φεύγει και δεν κοιτάζει πίσω. Ρεζίλι σε όλο το νησί. Όταν ήρθε σε ηλικία ώριμη, ρώτησα όσο κόσμο ήξερα και δεν ήξερα αν ήθελε ένα κουτάβι, όλοι ήθελαν ράτσες. ( Πρόβλημα τους ). Αναγκάστηκα να της κάνω ημιστείρωση, δεν μένει έγκυος. Ίσως καλύτερα έτσι. Η γραμμή της καταγωγής της τελειώνει με αυτήν. Θα είναι για πάντα η μία και μοναδική Σαρδέλα.
Απορώ γιατί να ασχοληθεί κανείς με τη Σαρδέλα περισσότερο απ΄ ότι με οποιοδήποτε άλλο σκυλί. Η ιστορία της είναι πολύ απλή, συνηθισμένη, μια ιστορία όπως χιλιάδες άλλων αδέσποτων σκυλιών που βρήκαν ένα σπίτι τυχαία. Αλλά, ξέχασα, η Σαρδέλα βγαίνει στην τηλεόραση, είναι ένα διάσημο σκυλί, << η ελληνίδα Λάσι >>, που λέει και η κυρία Βούλα, η μάνα μου. Δεν πειράζει, από τη στιγμή που η ίδια δεν τα καταλαβαίνει όλα αυτά και τους δίνει τη σημασία που τους αξίζει, κανένα πρόβλημα. Και σε τελική ανάλυση, αν η ιστορία της Σαρδέλας επηρέασε έναν υποψήφιο << κύριο >> σκύλου προς τη σωστή κατεύθυνση, κέρδος θα είναι. Η Σαρδέλα γεννήθηκε ( σύμφωνα με τις ακριβέστερες εκτιμήσεις του κτηνιάτρου της ) την Πρωτοχρονιά του 2001, κάπου στην παραλία των Νέων Επιβατών της Θεσσαλονίκης. Σε ηλικία λιγότερο των δύο μηνών κάποιος την παράτησε έξω από την αυλή του σπιτιού όπου έμενα τότε, ήταν λίγο πριν τα γενέθλια μου. Ξυπνώντας, άκουσα κάτι να κλαψουρίζει, ήταν ένα τρίχρωμο χνουδωτό μπαλάκι. Είχα ένα άλλο ημίαιμο σκυλάκι παλαιότερα, αλλά όταν χώρισα με την τότε κοπέλα μου, εκείνη...κέρδισε την επιμέλεια του, δεν τον ξαναείδα, είχαν περάσει χρόνια. Έβαλα ένα πιατάκι γάλα στο χνουδωτό μπαλάκι. Το ήπιε και αρέστηκε, έμεινε εκεί. Την άλλη μέρα πήρα το χνουδωτό μπαλάκι και το έβαλα στο σπίτι. Κατουρούσε και αφόδευε το σύμπαν. Επιστράτευσα την εφημερίδα και άρχισε η σχετική διαδικασία της εκμάθησης. Του έκοβε του σκυλιού, τα έμαθε γρήγορα. Ήταν όμως ( και παραμένει! ) πολύ λαίμαργο: Έτρωγε ρολόγια, σήτες, κάλτσες, έπιπλα, πλαστικά, ότι τρωγόταν, και μερικά που ήθελε πολλή φαντασία και λαιμαργία για να τα φας. Πρόσφατα, είχα ένα ταψί γεμιστά στο φούρνο. Άνοιξε τον φούρνο με το πόδι, τράβηξε προς τα έξω το ταψί, χωρίς να το σπάσει, χωρίς να κάνει καμία ζημιά, και έφαγε όλα τα γεμιστά, το ταψί δεν ήθελε καν πλύσιμο! Δέν τη μάλωσα, ήμουν πολύ απασχολημένος να προσπαθώ να μη γελάσω μπροστά της και της δώσω θάρρος. Κακώς. Πόσο περισσότερο θάρρος να έπαιρνε; Τέλος πάντων, μεγάλωσε λίγο, πήγε το πρώτο της ταξίδι στην Αλόννησο, το 'σκασε από το σπίτι. Μου τηλεφώνησαν από ένα πολύ μακρινό μέρος του νησιού: << Γεια σας, μήπως έχετε ένα σκυλί έτσι και έτσι;>>. << Μάλιστα, έχω>>. << Είναι στην Μαρπούντα ,ελάτε να το πάρετε>>. Βουρ με το μηχανάκι, η κυρία Σαρδέλα πτώμα, ήξερε να φύγει αλά βαριόταν να γυρίσει με τα πόδια. Από τότε το κάνει συνέχεια. Το σκάει, πάει στον Μεγάλο Μουρτιά, κάνει μπάνιο, τρώει στην ταβέρνα και περιμένει να πάω να την πάρω με το μηχανάκι, κάνει ζέστη το καλοκαίρι στην ανηφόρα του γυρισμού. Τον χειμώνα, όταν πάει στην Αλόννησο, δεν το σκάει ποτέ. Μόλις καλοκαιριάσει και ανοίξουν οι ταβέρνες, λες και το ξέρει, φεύγει και δεν κοιτάζει πίσω. Ρεζίλι σε όλο το νησί. Όταν ήρθε σε ηλικία ώριμη, ρώτησα όσο κόσμο ήξερα και δεν ήξερα αν ήθελε ένα κουτάβι, όλοι ήθελαν ράτσες. ( Πρόβλημα τους ). Αναγκάστηκα να της κάνω ημιστείρωση, δεν μένει έγκυος. Ίσως καλύτερα έτσι. Η γραμμή της καταγωγής της τελειώνει με αυτήν. Θα είναι για πάντα η μία και μοναδική Σαρδέλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου