Πάνε χρόνια. Χρόνια πίσω, πολλά, περασμένα. Ήταν το 1980 και ο αδελφός μου ο Γιάννης είχε την έμπνευση - έμπνευση ζωης- να πάει τον επτάχρονο ζωηρό μικρότερο αδελφό του στο κατηχητικό. Για να γίνει αυτό έπρεπε να γνωρίσει τον κ. Νίκο! Η συνάντηση έγινε μια Δευτέρα απόγευμα. Εκεί στο γραφείο του πνευματικού κέντρου, μπήκα με το ζόρι, σχεδόν τραβώντας με από τα αυτιά κατακόκκινος και θυμωμένος. Πίσω από το γραφείο καθόταν εκείνος. " Γεια σου. Είμαι ο Νίκος", είπε και σηκώθηκε όρθιος τείνοντας μου το χέρι του. Έμεινα άφωνος, ήταν ένας γίγαντας. Χρόνια μετά θα καταλάβω ότι ήταν γίγαντας σε όλα και κυρίως στην αγάπη.
Και τα χρόνια κύλησαν σαν νερό και ήταν πάντα εκεί σε όλες τις στιγμές. Πόσες να αποτυπώσω; Μου έδωσε την θέση του στην κατήχηση, ήταν εκεί στο πρώτο ταξίδι μου στο Άγιον Όρος, στα φοιτητικά μου χρόνια, στις αναζητήσεις μου, στις πτώσεις μου, στις αμφισβητήσεις μου. Τα χρόνια έγραψαν διαδρομές, Πειραιάς, Κάρπαθος. Και ήρθαν και άλλα πολλά, ο γάμος, ο γιός, οι δύσκολοι αποχαιρετισμοι. Και ήταν πάντα εκεί σιωπηλός αλλά και έντονος, αθόρυβος αλλά και παρόν. Πάντα έβρισκε τον τρόπο να κατατροπώνει το πρόβλημα, να ανάβει την σπίθα της υποτονικής μου πίστης. Είναι ένα από τα δύο καταφύγια της αδύναμης πνευματικής μου ζωής ( το άλλο ο π. Συμεών).