Ένα εξαιρετικό μικρό διήγημα του Πρωτοπρεσβυτέρου Ιγνάτιου Παπασπηλιόπουλου, του σοφού και σπουδαίου πνευματικού ανθρώπου της πόλης μας παρουσιάζουμε σήμερα από το βιβλίο του: ΣΚΑΛΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ 1930-1940, που μας μεταφέρει στον τότε αλησμόνητο Πειραιά. Το βιβλίο είναι εκδόσεων, Η Φωνή των Πειραιωτών.
«Ήταν η πρώτη γειτονιά που καθίσαμε σε νοικιάρικο σπίτι στη συνοικία Καραβά, νοικιάζοντας το δικό μας που είχε αγοράσει ο πατέρας στην αραιοκατοικημένη Πειραϊκή που την έζωνε η θάλασσα. Και έγινε η μετοίκηση αυτή, γιατί ο ιερέας πατέρας μας διορίσθηκε προσωρινά ως εφημέριος του μικρού ναού της Ευαγγελιστρίας Καραβά. Το ενοίκιο που πληρώναμε στο νοικιάρικο ήταν σημαντικά μικρότερο από εκείνο που εισπράτταμε από το ενοικιασμένο ως ιδιωτικό σχολείο δικό μας. Μισθοί κρατικοί τότε για τους ιερείς δεν υπήρχαν. Οι ναοί που υπηρετούσαν τους έδιδαν ένα μικρό μισθό, που τον συμπλήρωνε η αγάπη των ενοριτών τους, όχι πάντοτε ευπορούντων, αλλά πάντα αγόγγυστα. Άλλα ήθη και τρόποι τότε. Το πρώτο ιδιόκτητο σπίτι μας πριν καλά το γνωρίσουμε και το ζήσουμε, νοικιάστηκε από το ζεύγος Αποστόλου Πλαφουτζή και Γιούλας Μιχαλοπούλου, ανιψιών του πατέρα μας, ως σχολείο με τη φίρμα «ΙΔΙΩΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΓΙΟΥΛΑΣ ΠΛΑΦΟΥΤΖΗ-ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ- Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ» λόγω της άμεσης γειτνιάσεως του με τον παλαιοημερολογίτικο ναό της Αγίας Μαρίνας. Ήταν η πρώτη μορφή του μέχρι πρότινος λειτουργούντος ιδιωτικού, λήρους σχολείου. Κατωτέρας και Μέσης εκπαιδεύσεως με τη σύγχρονη πλέον κοσμική φίρμα ως «ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΕΙΟΝ», που και αυτό τελικά έκλεισε με τα νέα μέτρα προς «εξυγίανση» της σχολικής παιδείας που έφαγαν και το «ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΕΙΟΝ». Το σπίτι που νοικιάσαμε στον Κάτω Καραβά, παλιό και μικρότερο, αλλά γραφικό άρεσε σε εμάς τα παιδιά, γιατί είχε μιαν αυλή μαντρωμένη, τεράστια, για δύο και τρία σπίτια, που μας χάριζε την δυνατότητα για τα πιο τρελά παιχνίδια. Μέχρι «Ολυμπιακούς αγώνες» κάναμε: δρόμο, άλμα, δισκοβολία, ακόντιο, και σφαιροβολία. Και στεφανώναμε τον νικητή με πρασινάδες, που ήταν βέβαια πάντα Έλληνας! Και υψώναμε σε ένα παλιό σκουπόξυλο μια χάρτινη, ελληνική σημαία, λέγοντας τον εθνικό μας ύμνο…Η περιοχή μας ήταν αραιοκατοικημένη κοντά στην αρχή της οδού Εφέσου και προς το τέλος της κατέληγε με δυσδιάκριτα όρια στην βάση του λόφου του Βώκου στον Καραβά. Σε κάποιες άνετες αποστάσεις, ωραία σπίτια υπερυψωμένα σε πρόχειρα πεζοδρόμια για να μην μπαίνουν στις αυλές τους τα βροχόνερα στις μεγάλες βροχοπτώσεις του φθινοπώρου και του χειμώνα. Ωραία σπίτια, πέτρινα, μικρά και ευρύχωρα, αλλά χτισμένα γερά και καλαίσθητα. Τα ενοίκια για όσους δεν ιδιοκατοικούσαν, ήταν, λόγω συνοικίας χαμηλά. Οι γείτονες μας «καλοί καγαθοί», όπως τα χρόνια εκείνα, χωρίς προστριβές και μάγγανα. Άσβηστη στη μνήμη μου η φυσιογνωμία τους, αποτυπωμένη φωτογραφικά και αυτόματα εμφανιζόμενη, καθώς συνεχίζω την αφήγηση μου. Θυμούμαι δίπλα μας την πληθωρική κυρία Ιωάννα Τσολάνη και τον αυτοκινητιστή σύζυγο της, τις οικογένειες Κορωναίου, Χρυσοχόου, Μαδιανού, την κυρά Όλγα, τον κύριο Φασούλη, αλλά από όλους πιο πολύ τον φιλάνθη Κερκυραίο κύριο Βαλίρη, που είχε μεταβάλλει το μεγάλο οικόπεδο του σε Παράδεισο παλαιοδιαθηκικό. Και τι δεν έβρισκες μέσα σε αυτό, αυτοφυή και καλλιεργούμενα, εδώδιμα και αποικιακά. Μια λιθόχτιστη ξερολιθιά τον χώριζε, αν θυμάμαι καλά από το δικό μας μεγαλοοικόπεδο. Τα λιθάρια της, με τέχνη συναρμολογημένα, είχαν πάψει πια να φαίνονται, γιατί τα είχαν καλύψει τα αναρριχώμενα, αυτοφυή και καλλιεργούμενα. Αυτοστολιζόταν με τα ανοιχτά γαλάζια και μπλε χωνάκια, με πασχαλιές, στον καιρό τους,, και με ευωδιαστά λευκά και κίτρινα αγιοκλήματα. Δεν ήταν ανάγκη να καλλιεργούμε εμείς λουλούδια. Το έργο είχε αναλάβει η φύση. Ωστόσο είχαμε σε κάτι μεγάλες γλάστρες διάφορα ευγενή φυτά: μπουγαρινιές, γαρδένιες, αράχνες, αλμπαρόρριζες και άλλα.
Σαν έπαιρνε με την δύση του ηλίου να φυσάει ένα αεράκι δροσερό τ’ αποδειλινά του καλοκαιριού, μεθούσες από τις μύριες όσες ευωδίες που μετέβαλλαν την αυλή μας σε αρωματοπωλείο. Με τον φιλάνθη αυτό γείτονα είχαμε γνωριστεί και είχαμε γίνει φίλοι. Πολλές ώρες, όπως θυμούμαι ως παιδάκι προσχολικής ηλικίας, περνούσε στον Παράδεισο του. Δεν γνώριζα το επάγγελμα του, αν ήταν ελεύθερο ή είχε συνταξιοδοτηθεί από κάποια δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία. Εμείς χαιρόμαστε τις περικοκλάδες, αλλά οι μεγάλοι που τους διάκρινε πάντα το πρακτικό πνεύμα, αντί να μιμηθούν τον γείτονα μας, προτίμησαν να κάνουν έναν λαχανόκηπο με εποχικά είδη, όπως κρεμμυδόπουλα, σκόρδα, μαρούλια, άνιθο, μαράθια και άλλα σαλατικά που στο παρθένο έδαφος θρασομανούσαν. Ακόμα μαζεύαμε σαλιγκάρια που αφθονούσαν εκεί και οι γυναίκες φτιάχναν νοστιμότατα φαγητά, ιδιαίτερα τα Μεγαλοσαράκοστο.
Η οδός Εφέσου τότε άρχιζε από το πέρασμα της μόνης ασφαλτοστρωμένης οδού Κυδωνίων σε σχέση κάθετη προς αυτή, και έφτανε, ανηφορίζοντας ως τη δεύτερη ή τρίτη κάθετο. Ήταν ένα αβαθές ρέμα μέσα από το οποίο στράτιζε το κοπάδι του κατσικάρη του Γληγόρη με τις γαλαρές γίδες του και τα κατσικόπουλα τους. Βρίσκανε στις ρίζες των πεζοδρομίων κάποια χόρτα που τσιμπολογούσαν ή και εφημεριδοκόμματα που τα έτρωγαν με πολλή όρεξη. Σαν έπιαναν στον καιρό τους, τότε τα πρωτοβρόχια, κατέβαζε το ρέμα και τα νερά του λόφου, σχηματίζοντας έναν ορμητικό και αδιάβατο χείμαρρο. Ανεβασμένα τότε και τα τρία μας παιδιά, προσχολικής ηλικίας, στο πλατύ περβάζι του παραθύρου απολαμβάναμε το εκπληκτικό θέαμα του κόκκινου ποταμιού που κουβαλούσε αφρισμένο διάφορα ξύλα, άδειους τενεκέδες και ότι μπορούσε κανείς να φανταστεί. Όταν καλοσύνευε, παρακολουθούσαμε τον αρκουδιάρη με το θηρίο εκείνο, που τραβούσε πίσω του φιμωμένο, και χτυπώντας το ταμπούρλο του, το ανάγκαζε να κάνει διάφορες γυναικείες παντομίμες, προστάζοντας το. Αργότερα το ρέμα αυτό μπαζώθηκε και τελικά ασφαλτοστρώθηκε, χωρίς να θυμίζει τίποτα από την παλιά του φυσιογνωμία.
Διασχίζοντας μετά τόσες δεκάδες χρόνια την οδό Κυδωνίων, δεν ξέρω αν την μετονόμασαν, ασεβούντες στην ιστορία του Πειραιά, με την συγκοινωνία, κλείνω τα μάτια μου, πλησιάζοντας την οδό Εφέσου για να δω με της μνήμης το βίντεο το μπακάλικο του Θύμιου, το 23ο Δημοτικό Σχολείο, κάποια χαμηλόσπιτα, να χαιρετήσω τους τότε γείτονες μας, τον κύριο Κατσαρέ, τον κύριο Ιακωβίδη, την κυρία Ρούσα, την κυρία Κική, την κυρούλα, την πρώτη σχολική μου ζωή. Όλο και κάτι έμεινε από τον τότε Πειραιά και την οδό Εφέσου, ανεξίτηλο στης μνήμης μου το παλίμψηστο.»
Πρωτοπρεσβύτερος Ιγνάτιος Παπασπηλιόπουλος
Το βιβλίο ΣΚΑΛΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ 1930-1940 πρέπει να διαβαστεί από κάθε Πειραιώτη για να γνωρίσει σπουδαία κομμάτια της ιστορίας του. Και ίσως κάποια να θυμηθεί. Ο πρόλογος του βιβλίου του π. Ιγνατίου είναι συγκλονιστικός και δείχνει όπως και το υπόλοιπο βιβλίο το πνευματικό του ανάστημα. Ελπίζω ο συγγραφέας και ο εκδότης να μου συγχωρήσουν την «αταξία» να δημοσιεύσω ένα διήγημα του βιβλίου. Ξέρω πως η ταπεινότητα τους δεν αρέσκεται στα δημόσια. Τα καλά και τα σπουδαία όμως πρέπει και να λέγονται και να φαίνονται. Τους ευχαριστώ.
Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου