Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Στην οδό Βουδούρη…



                                                                 Α! ΜΕΡΟΣ


Έχασκε ο επιβλητικός όγκος γεμάτος μυστήριο. Το παλιό αρχοντικό στο τέλος του δρόμου στέκει επιβλητικό μαζί με τον μύθο του και τις απορίες που γεννάει. Η περίτεχνη αρχιτεκτονική είναι παράταιρη με τις σύγχρονες πολυκατοικίες και στα μάτια των παιδιών ξεπροβάλουν ιστορίες γεμάτες φαντασία και αλήθεια τόσο αναμεμιγμένες που έχουν μπερδευτεί αξεδιάλυτα. Ένας συμμαθητής με την οικογένεια του έμεναν εκεί, Καράλης ή κάπως έτσι ήταν το επίθετό του. Περίεργο παιδί. Λιγομίλητο και απόμακρο με στιγμές αντικοινωνικές και συμπεριφορές αλλόκοτες. Σε μια εκδρομή, στο δρόμο πριν τον τελικό προορισμό του, του είχε βγει το παπούτσι και ούτε που γύρισε να το μαζέψει. Επέστρεψε σπίτι του με ένα παπούτσι. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Ούτε και κάποιος δικός του. Έμενε εκεί στο νεοκλασικό στο τέρμα της οδού Βουδούρη που κανείς δεν είχε μπει μέσα και κανέναν η οικογένεια που κατοικούσε δεν είχε προσκαλέσει ποτέ. Τα παντζούρια του πρώτου ορόφου ήταν πάντα κλειστά. Και κανείς δεν γνώριζε για την ιστορία του. Δεν γνώριζε ή δεν έλεγε. Όλα συντηρούσαν το μύθο του. Και η παιδική φαντασία συντηρούσε την ονειροπόληση και έπλεκε ιστορίες για το αλλόκοτο και το διαφορετικό. Ώσπου μια μέρα η οικογένεια εγκατέλειψε το αρχοντικό. Έμεινε για μήνες έρημο και προκλητικά σκοτεινό. Η φαντασία ξανάρχισε πάλι να ξετυλίγει το κουβάρι. Τώρα είχε στοιχεία. Περίεργες σκιές στα αετώματα. Ήχοι εκκωφαντικοί και απόκοσμη. Κραυγές ζώων ανεξήγητες στο μισοσκόταδο. Ένα βράδυ ανηφορίζοντας μετά από ένα ξέφρενο παιχνίδι στον Παπανικολή, ένα παράθυρο του αρχοντικού άνοιξε διάπλατα. Πυκνό σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα στο μάτι του τολμηρού που θέλησε να κοιτάξει. Τι λέτε, μπαίνουμε;



Η απόφαση είχε παρθεί. Το επόμενο απόγευμα, εκεί στην εναλλαγή της νύχτας με την μέρα θα μπαίναμε να εξερευνήσουμε το περίεργο σπίτι. Θα βάζαμε τέρμα στην φαντασία και θα αντικρίζαμε κατάματα την αλήθεια. Δεν είπαμε τίποτα στους μεγαλύτερους της γειτονιάς. Σίγουρα θα μας απέτρεπαν και θα μας έκαναν να αισθανθούμε και πάλι μικροί. Το είχαμε αποφασίσει και είχαμε συμφωνήσει για την μυστικότητα της αποστολής μας. Όταν θα τα καταφέρναμε και θα λύναμε τον γρίφο του μυστηρίου, όλοι θα μας κοιτούσαν με θαυμασμό, έτσι θέλαμε να πιστεύουμε. Ορίσαμε την συνάντηση στην πλατεία Φρεαττύδας στο άγαλμα του Πορφύρα. Ήμασταν τρεις. Ο Παύλος, ο Σταύρος, και εγώ. Έφτασα πρώτος σε αυτό το συνωμοτικό ραντεβού. Έμενα  κοντά στην πλατεία. Οι φίλοι μου αργούσαν. Λες  να το μετάνιωσαν; Λες να κάθονται σε κανένα παγκάκι και να χασκογελάνε σε βάρος του κορόιδου που τους περιμένει κάτω από το άγαλμα ενός ποιητή; Η σκέψη μου συνέχεια περιπλανιόταν σε αρνήσεις και φοβίες. Για να διασκεδάσω τους φόβους μου και να ξεγελάσω τον χρόνο άρχισα να διαβάζω το δίστιχο που υπήρχε στην προτομή του ποιητή. « Πάρε με θάλασσα πλατειά, σαν πριν και αγκάλιασε με. Έτσι όπως μονάχα ξέρουνε οι μάνες να αγκαλιάζουν». Το είχα διαβάσει πάνω από δέκα φορές. Το είχα μάθει απέξω. Την δέκατη φορά, ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει. Δεν ήταν από την αργοπορία των συντρόφων. Ήταν από το ποίημα. «Πάρε με θάλασσα πλατειά…». Λες  να θέλει να μας στείλει κάποιο μήνυμα ο ποιητής; Αυτό με τη θάλασσα μήπως είναι κάποιο μήνυμα; Και ήταν. Το  ναυάγιο μας εκείνη την μέρα ήταν ολοκληρωτικό. Από τότε αγάπησα τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα.


Κατά το σούρουπο ήμασταν  κάτω από την σιδερένια πόρτα. Μπήκε πρώτος ο Παύλος. Από γενναιότητα, από άγνοια, δεν ξέρω. Μπήκε πρώτος και πρέπει να το αναγνωρίσω. Μπήκα τελευταίος. Ίσως επειδή δεν χρειαζόμουνα το βοηθητικό «ποδαράκι» για να σκαρφαλώσω. Ανεβήκαμε μια ξύλινη σκάλα που έτριζε συνεχώς. Ήμασταν πιασμένοι χέρι – χέρι λες και πηγαίναμε σε γάμο ή ήμασταν έτοιμη να χορέψουμε λεβέντικο χορό. Με την μόνη διαφορά πως τα πόδια μας έτρεμαν. Δεν θέλαμε να το δείχνουμε, παιδικός εγωισμός βλέπεις. Ατρόμητος. Ανεβαίνοντας στον πάνω όροφο αντικρίσαμε ένα μεγάλο δωμάτιο με βαριά έπιπλα πεταμένα στο χώρο και εκατοντάδες βιβλία σκορπισμένα. Φαίνετε ότι πεπειραμένοι σαλταδόροι πριν από εμάς είχαν εξερευνήσει το σπίτι χωρίς φόβο και είχαν αφαιρέσει ότι θεωρούσαν πολύτιμο και μπορούσε να πουληθεί. Σχεδόν εκστατικά είχαμε αφεθεί να επεξεργαζόμαστε με τα μάτια και να χτενίζουμε το δωμάτιο. Ώσπου ένας περίεργος θόρυβος μας έκοψε το αίμα. Αποφασίσαμε και οι τρείς ενστικτωδώς να τρέχουμε προς την έξοδο. Ξαφνικά ακούσαμε από πίσω μας ποδοβολητά να μας ακολουθούν. Για πότε βρεθήκαμε στη Μαρίνα Ζέας ούτε και ξέρω. Σίγουρα σπάσαμε όλα τα παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας. Κάναμε μέρες να συνέλθουμε. Μετά από αρκετό καιρό μάθαμε πως ένας μεγάλος από την παρέα της Βουδούρης μας είχε δει, κατάλαβε την αποκοτιά μας και θέλησε να μας δώσει ένα καλό μάθημα. Και τα κατάφερε. Το παλιό αρχοντικό υπάρχει και σήμερα. Το ίδιο επιβλητικό και μυστηριώδες. Υπάρχουν και σήμερα οι νοσταλγικές σκέψεις και αναμνήσεις για αυτήν την όμορφη γειτονιά της Βουδούρης, με τα εκπληκτικά παιδιά που ξεσήκωναν την περιοχή με το παιχνίδι τους και το χαμόγελό τους. Και που σήμερα βάλθηκαν να παρελάσουν από τη μνήμη μου…

Συνεχίζεται…

Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου