Στην μνήμη της αλησμόνητης γυναίκας, μητέρας, συζύγου και αληθινής χριστιανής Θεοδώρας Λαμπρινούδη.
Β! ΜΕΡΟΣ
Η Οικογένεια, η κατοχή, η πρώτη μεγάλη απώλεια και μια φωτογραφία....
Η Μαριάνθη Οικονόμου (μητέρα της Θείας Θεοδώρας) έζησε όλα τα χρόνια της ζωής της στην Κυψέλη Αιγίνης αλλά έκλεισε τα μάτια της στον Πειραιά στο σπίτι της κόρης της Θεοδώρας. Δεν θυμόταν πολλά πράγματα για τον Πατέρα της γιατί όπως αναφέραμε τον έχασε όταν ήταν 6 ετών. Για Πατέρα και προστάτη της αναγνώριζε τον Άγιο Νεκτάριο και σε όλο το βίο της μιλούσε για εκείνον με γεγονότα και θαύματα που είχε βιώσει ή είχε γνωρίσει από αυτόπτες μάρτυρες. Δεν ήξερε καθόλου να γράφει, ακόμα και την σύνταξη χηρείας που έπαιρνε αργότερα υπέγραφε με σταυρό, αλλά ήξερε να διαβάζει και ήξερα από στήθος όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Το σπίτι της ήταν ένα καταφύγιο για όλους τους αποσυνάγωγους είτε ήταν άνθρωποι είτε οτιδήποτε της έφερνε η φύση. Κάθε πρωί πέρναγαν από το σπίτι της για καφέ και γλυκό όλοι οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι της Κυψέλης τους οποίους αγαπούσε και φρόντιζε. Ο Αναστάσης (γνωστός ως Τασούλης) Μαρμαρινός, αδελφός του σπουδαίου μακαριστού Γέροντα Νεκτάριου Μαρμαρινού, Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Κορίνθου, ο Νταντής η Ευθυμία και η Μοναχή Μαριάμ, χαρακτηριστικοί καλοκάγαθοι άνθρωποι της εποχής. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι την αγαπούσαν και την άκουγαν αλλά και εκείνη τους φρόντιζε και όπου έπρεπε τους νουθετούσε αλλά και τους μάλωνε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα καλοκαίρι όταν είχε πάει να ψωνίζει στο τότε παντοπωλείο της Κυψέλης το περιβόητο του “Γιαννάκου” και είδε εκεί τον Αναστάση να έχει ξεφύγει από το κρασί τον μάζεψε αμέσως στο σπίτι, του έψησε καφέ και αφού τον άφησε να κοιμηθεί εκεί στην αυλή της και στην συνέχεια σαν φιλόστοργη μάνα τον κατσάδιασε για τα καλά. Τον Αναστάση τον αγαπούσε και τον καλούσε πάντα στα γλεντοκόπια της οικογένειας τις μεγάλες γιορτές και τα καλοκαίρια. Του έδινε και χρήματα ή της έκανε θελήματα γιατί ο Αναστάσης ήταν μια σπάνια ψυχή που δεν δεχόταν χρήματα αν δεν τα δουλέψει. Την γιαγιά Μαριάνθη την αγαπούσε σαν Μάνα του και για εκείνη ήταν ένα αγαπημένο ψυχοπαίδι.
Στο σπίτι της κάθε πρωί ερχόταν και η Μοναχή Μαριάμ που έμενε σε ένα σπίτι λίγα μέτρα πιο κάτω και που ζούσε σε έναν περίκλειστο δικό της σύμπαν μακριά από την προστασία μιας Μονής περιτριγυρισμένη από εκατοντάδες γάτες. Η Γερόντισσα Μαριάμ δεν μιλούσε σχεδόν με κανέναν από το χωρίο. Με μερικούς από τους συγχωριανούς της είχε καυγάδες για αστείες διαφορές που συνήθως δημιουργούσε η ίδια αλλά στην γιαγιά Μαριάνθη είχε εκτίμηση και φιλία και εκείνη την δεχότανε στο σπίτι της και συναναστρεφόταν μαζί της. Το σπίτι της γιαγιάς Μαριάνθης ήταν ένας οίκος αγάπης για όλους και για όλα. Χωρίς διακρίσεις ή μάλλον με μια μόνο διάκριση, όσο πιο περιθωριοποιημένος ήσουν από την κοινωνία τόσο αγαπημένος γινόσουν στη γιαγιά Μαριάνθη και άνοιγε τις φτερούγες της για να σε κλείσει μέσα.
Η Μαριάνθη Οικονόμου παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Κλώνο, έναν όμορφο άντρα με ιδιαίτερο κώδικα ηθικής, γεμάτο καλοσύνη και ανεξάντλητη διάθεση για αστεία. Η συγχωριανή του του είχαν "κολλήσει" το παράνομα “ατζαμάκης”, παρανόματα, παρατσούκλια είχαν όλοι εκείνη την εποχή, και έβγαινε από την διάθεση του να κάνει χοντρά χωρατά. Ο Κωνσταντίνος Κλώνος, ο παππούς μου και πατέρας της Θείας Θεοδώρας, ήταν και εκείνος σφουγγαράς και έτσι η γυναίκα του η Μαριάνθη ζούσε τις ίδιες αγωνίες που έζησε και με τον πατέρα της. Ο Κωνσταντίνος Κλώνος και η Μαριάνθη Οικονόμου, όπως έχουμε αναφέρει απέκτησαν έξι παιδιά την Ευγενία, την Θεοδώρα (την αλησμόνητη θεία μου για την οποία και γράφουμε) τον Ευάγγελο, την Νεκταρία ( την αείμνηστη μητέρα μου) τον Σώζων και τον Παναγιώτη. Τα παιδιά κυρίως από την μητέρα τους μεγάλωσαν μέσα σε ένα χριστιανικό περιβάλλον με μεγάλη φροντίδα, σεβασμό και αίσθημα αξιοπρέπειας. Το σπίτι ήταν γεμάτο εικόνες και στους τοίχους υπήρχαν φωτογραφίες με μοναχές που ήταν συγγενείς ή αγαπημένες φίλες και συντοπίτισσες. Και πάντα να τους διηγιέται ιστορίες για τον Άγιο Νεκτάριο που αισθανόταν για πατέρα και εκείνα τον είχαν πλέον για παππού. Από νωρίς εκτός από την αρχοντική φτώχεια την οικογένεια θα την χτυπήσει και μια οικογενειακή συμφορά. Σε ηλικία 7 ετών ο μικρός Σώζων θα φύγει από τη ζωή μετά από μια δυσεντερία και η απώλεια του θα βυθίσει σε θλίψη την οικογένεια. Το πορτρέτο του αδικοχαμένου Σώζων θα κοσμήσει το σαλόνι του σπιτιού και η γιαγιά Μαριάνθη όσο ζούσε κάθε χρόνο στην εορτή του Αγίου Σώζων θα τελεί λειτουργία για την μνήμη του γιου της στον ομώνυμο Ναό του Αγίου στην Πέρδικα. Κατά την περίοδο της κατοχής η οικογένεια θα χάσει όλα τα λίγα κτήματα που με κόπο, αίμα και ιδρώτα θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει ο Πατέρας τους για να προικίσει τα κορίτσια, για ένα κομμάτι ψωμί και λίγο λάδι από έναν γνωστό έμπορα της περιοχής συνεργάτη των Γερμανών που στραγγάλισε σχεδόν όλο το χωρίο και που στην απελευθέρωση οι κάτοικοι κέρδισαν την επιστροφή των κτημάτων τους ύστερα από δικαστικές περιπέτειες με αίσιο τέλος. Ο Κωνσταντίνος Κλώνος δεν μπήκε στην δικαστική διεκδίκηση. Επέλεξε να δουλέψει και να πάρει πίσω όσα ακριβώς κτήματα είχε χάσει. Ήταν αυτή η ιδιαίτερη ηθική που προανέφερα. Υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια απέναντι στην μιζέρια ενός βάρβαρου κόσμου. Όταν και τα λίγα εφόδια από την πώληση των κτημάτων τελείωσαν την οικογένεια έσωσε από την πείνα της κατοχής μια χαρουπιά που υπήρξε σε ένα μικρό κτήμα της οικογένειας απέναντι από το σπίτι και με τους ευφάνταστους μαγειρικούς τρόπους της γιαγιάς Μαριάνθης σώθηκε η οικογένεια αλλά και όλο το χωρίο κατά τις μαρτυρίες. Το περήφανο αυτό δέντρο δεν υπάρχει πια γιατί η άπληστη αντιπαροχή το ξερίζωσε αλλά δεν πρέπει να ξεριζώσει από την μνήμη μας την ιστορία του και την προσφορά του. Οι καρποί του έσωσαν την οικογένεια μας αλλά και πολλές άλλες. Ο Κωνσταντίνος Κλώνος εκτός από την μεγαλοσύνη της καρδιάς του ήταν και πολύ φιλάνθρωπος όπως και η γυναίκα του με ακραίες συμπεριφορές. Μακαριστός εφημέριος του Ναού της Ευαγγελιστρίας Κυψέλης, της ενορίας τους, μου είχε αναφέρει (ο αείμνηστος π. Νεκτάριος Πανταζής) ότι ο μπάρμπα Κώστας μια Κυριακή ήρθε στην Εκκλησία για να λειτουργηθεί και έξω από τον Ναό συνάντησε έναν άνθρωπο που ζητούσε βοήθεια και διαπίστωσε πως δεν είχε πάνω του χρήματα παρά μόνο για το κερί. Μπήκε μέσα άναψε το κερί του και βγήκε αμέσως από τον Ναό και έδωσε το μόνο καλό παντελόνι που είχε στον άνθρωπο που το είχε ανάγκη, επιστρέφοντας στο σπίτι του τάχιστα με την σκελέα του (ένα είδος φόρμας που φορούσαν οι άντρες την εποχή εκείνη). Ο Κωνσταντίνος Κλώνος, ο παππούς μου, θα πεθάνει σχετικά νέος σε ηλικία, εξήντα ετών, χτυπημένος από καρδιολογικά προβλήματα απόρροια της δύσκολης δουλειάς του σφουγγαρά.
Το διάστημα αυτό τα παιδιά θα φοιτήσουν στο Δημοτικό Σχολείο Κυψέλης έχοντας την ευλογία να έχουν Δάσκαλο έναν φωτισμένο, αυστηρό και πνευματικό άνθρωπο τον Ιωάννη Ηλιόπουλο, τον μετέπειτα Αρχιμανδρίτη που θα τους γαλουχήσει με τα εφόδια της πίστεως και της γνώσης. Τα τρία κορίτσια η Ευγενία, η Θεοδώρα και η Νεκταρία θα αναπτύξουν μεταξύ τους ιδιαίτερους δεσμούς αγάπης και συντροφικότητας και κυρίως η Θεοδώρα και η Νεκταρία που η μια για την άλλη ήταν πηγή ξεκούρασης και ανακούφισης όλα τα χρόνια της ζωής τους. Είχαν γαλουχηθεί τόσο πολύ με τα βιώματα του Αγίου Νεκταρίου και της αγιασμένης Ηγουμένης Μοναχής Ξένης την οποία και αγαπούσαν αν και γνώριζαν μόνο μέσα από περιγραφές και έλεγαν τα ποιήματα της απέξω. Θυμάμαι σαν να είναι τώρα και την θεία μου Θοδώρα αλλά και την Μητέρα μου Νεκταρία να απαγγέλλουν απέξω δεκάδες θρησκευτικούς στίχους της ποιήτριας ηγουμένης Ξένης που μου προξενούσε τεράστια εντύπωση. Χρόνια μετά όταν θα διαβάσω και εγώ τα ποιήματα αυτά θα καταλάβω την πνευματική τους αξία. Η οικογένεια είχε τόσο μεγάλη πίστη στον Άγιο Νεκτάριο, όπως και οι περισσότεροι Αιγινήτες και για αυτό η μάνα μου πήρε το όνομα Νεκταρία πολλά χρόνια πριν ο Άγιος αναγνωριστεί από την Εκκλησία. Για να αποφύγουν τα εκκλησιαστικά διοικητικά εμπόδια στην βάπτιση της έδωσαν και το όνομα Ελευθερία (ιδέα του αείμνηστου Δασκάλου και κληρικού π. Ιωάννη Ηλιόπουλου) γιατί μόλις η πατρίδα μας είχε απελευθερωθεί από την γερμανική τυραννία, όνομα που όμως δεν το χρησιμοποίησε ποτέ γιατί πάντα την φωνάζανε Νεκταρία.
Τα κορίτσια μετά την εφηβεία, η Θεοδώρα και η Νεκταρία ασχολήθηκαν με την ραπτική αλλά και βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού της οικογένειας Ανδρούτσου στο μεγάλο αρχοντικό που διατηρούσαν στην Κυψέλη και που σώζεται μέχρι σήμερα. Η Νεκταρία ήθελε να συνεχίσει σε σπουδές γιατί αγαπούσε τα γράμματα και η Θεοδώρα είχε στο μυαλό της τη μοναχική αφιέρωση αλλά ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Ο Νονός της Θείας Θεοδώρας ένας Αιγινήτης Ναυτικός σε ένα του μπάρκο θα γνωρίσει έναν Χιώτη νέο μάγειρα με ηθικές αξίες και γεμάτο καλοσύνη. Αφού τον εξέτασε από όλες τις πλευρές και σε βάθος χρόνου, ένα πρωί τον κάλεσε πάνω στο κατάστρωμα και του είπε: “Άκου Νίκο, έχω εκτιμήσει τον χαρακτήρα σου και θα ήθελα να σου προξενέψω την βαφτιστήρα μου την Θεοδώρα”. Άνοιξε το πορτοφόλι του και του έδειξε μια φωτογραφία. Από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας και μια μεγάλη αγάπη που κράτησε μέχρι το τέλος πάνω από πέντε δεκαετίες. Από αυτή την φωτογραφία θα μπει στη ζωή της θείας Θοδώρας ο αιώνιος σύντροφος της ζωής της, ο καλοσυνάτος και καλόκαρδος άρχοντας ψυχής, Χιώτης Νικόλαος Λαμπρινούδης, ότι πιο κοντά σε άγιο χωρίς ράσο έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Και θα μείνουν πιστά μαζί χέρι, χέρι, χαμόγελο το χαμόγελο, μέσα στην αγάπη μέχρι το τέλος και με πολλές δυσκολίες. Από μια φωτογραφία....
Συνεχίζεται.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου