Στον π. Ιωάννη Μπούτση………..
Υπάρχουν
άνθρωποι που τους αγαπάς για τον τρόπο τους και με τον τρόπο τους. Που είναι
εκεί πάντα για σένα και όταν το ζητάς και όταν όχι. Που δεν διαπραγματεύονται
τον πόνο σου, την αγωνία σου, τους φόβους σου και δεν χρειάζονται το χρόνο και
την συγκατάθεση σου για να επέμβουν όταν ταλαντεύεσαι και όταν είσαι ασταθής.
Που ένα βλέμμα, μια κουβέντα καρδιάς μια αγκαλιά αρκούν για να σε κάνουν να
πεζοδρομήσεις και πάλι, να βρεις την ευθεία. Γιατί θα αφήσει την προτεραιότητα
του Εγώ και θα σε κάνει να νιώσεις ελεύθερος μέσα στην αγάπη και την αλήθεια
που πιστεύει και πιστεύεις και εσύ με αμφιβολίες. Που θα αγνοήσει όρια, ελαττώματα
και προσκόμματα για να σου φτιάξει με τα χέρια του στέρεο έδαφος για να
πατήσεις και να αφήσεις τις ολιγοπιστίες σου. Που δεν εξαρτά το νοιάξιμο του από το ποιος
είσαι και τη θέση έχεις αλλά γνωρίζοντας πως αν παράδεισος είναι η ζωή με τον
Χριστό η συνάντηση μαζί του είναι στο πρόσωπο του ξένου και του αδικημένου. Ένας
τέτοιος άνθρωπος και πολύ περισσότερα είναι ο π. Ιωάννης Μπούτσης.
Με τον π.
Ιωάννη δεν γεννηθήκαμε στον ίδιο τόπο και δεν ματώσαμε τα γόνατα μας στις ίδιες
γειτονιές. Δεν πήγαμε μαζί σχολείο στα μικράτα μας και δεν είχαμε κοινά τα
πρώτα νεανικά ενδιαφέροντα. Δεν παίξαμε μαζί σε πλατείες και δεν χαράξαμε σε
παγκάκια και κορμούς καρδιές και ονόματα. Αλλά οι ζωές μας δεν ήταν παράλληλες
είχαν σημείο σύγκλισης ή αφετηρίας, την δυνατότητα να αλλάξουμε τον εαυτό μας
και κατ’ επέκταση και τον περίγυρο μας μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας. Και
τα έφερε η ζωή να ανταμώσουμε στα φοιτητικά μας χρόνια στην Ανωτέρα
Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών και να θέσουμε κοινούς στόχους μέσα από μια
αφοπλιστική ειλικρίνεια και ευθύτητα που πάντα διακρίνει τον π. Ιωάννη και που
είναι δυσεύρετα σπάνια για κάθε εποχή. Βρεθήκαμε σε «αστείες» τελικά εποχές και
συνθήκες και γίναμε μέρος της σε μια σχολή διχασμένη σε δίπολα που βγάζει κάθε
εποχή και σε κάθε τομέα. Σε «Χριστοδουλικούς» και «Ιερωνυμικούς». Εκεί λοιπόν
σε ένα μακρόστενο διάδρομο της σχολής ένας νέος καλοντυμένος και αρωματισμένος
με ένα σπινθηροβόλο πράσινο βλέμμα που σε διάβαζε στη στιγμή με πλησιάζει και
μου λέει με θάρρος και παρρησία που πάντα τον διακρίνει: « Τι θα γίνει Κώστα θα
συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτή η παράνοια;». Ήμασταν στο ίδιο έτος αλλά σε
διαφορετικό τμήμα και αποφασίσαμε να αφήσουμε τις διαφορές και να αλλάξουμε τη
σχολή. Αναλάβαμε τις τύχες του φοιτητικού συλλόγου και ο Γιάννης έκανε ένα βήμα
πίσω για μένα αν και άξιζε να γίνει Πρόεδρος του Συλλόγου. Και έβαλε πλάτη με
απαράμιλλη μαχητικότητα σε δύσκολες στιγμές για εμένα αντικρούοντας αστείες
κατηγορίες και συκοφαντίες που στον εκκλησιαστικό χώρο ανθίζουν με μεγάλη
ευκολία. Φτιάξαμε ένα νομοσχέδιο για την μετατροπή της σχολής μας σε Α.Ε.Ι. με
τους συνεργάτες του τότε Υπουργού Παιδείας κ. Ευθυμίου που προέβλεπε την
τετραετή φοίτηση των σπουδαστών (από τριετής), την εισαγωγή της σχολής στο
μηχανογραφικό δελτίο των πανελληνίων, καινούργιες ειδικότητες που αφορούσαν τις
εκκλησιαστικές τέχνες και την δυνατότητα φοίτησης σε κορίτσια εφόσον το
επιθυμούσαν. Το τελευταίο ήταν η αφορμή για το δικό μου «σταύρωμα» από τους
Ιεροκήρυκες της ηθικής που σε μυστικές συναντήσεις καταφέρονταν εναντίον μου με
την κατηγορία ότι θα παραδώσω την σχολή στα «φουστάνια» και θα γκρεμίσω το
κύρος της, και πως διαπραγματεύομαι για τον εαυτό μου μια μεγάλη θέση στην
Αρχιεπισκοπή, με τον Γιάννη αυτοβούλως να εισχωρεί στις μυστικές τους
συναντήσεις και να τους κατατροπώνει με τα επιχειρήματα του. Και όταν ο
Μακαριστός Μητροπολίτης Αττικής κυρός Παντελεήμονας, Πρόεδρος τότε της Σχολής
με κάλεσε για επιπλήξεις και συστάσεις ο Γιάννης (όπως και η πλειονότητα των Καθηγητών
της Σχολής και των φοιτητών) έβαλε πάλι
πλάτη και στήριξε την αλήθεια και την προοπτική. Και όταν αποφοιτήσαμε εμείς η
Σχολή είχε γίνει Πανεπιστήμιο. Και χωρίζοντας στα πρόπυλα της Σχολής ο Γιάννης
με το πλατύ φωτεινό του χαμόγελο, σπαραχτικά πάντα διακριτικό και εύστοχο
πειραχτήρι, μου είπε: «Και τώρα, έτοιμη η θέση σου στην Αρχιεπισκοπή;».
Γελάσαμε με την καρδιά μας γιατί ποτέ δεν βάλαμε σε διαπραγμάτευση τα όνειρα μας.
Χρόνια μετά υπήρξε μια θέση στην Αρχιεπισκοπή για εκείνον και την υπηρέτησε με
την ίδια εντιμότητα και πίστη του παιδιού από τον Ορχομενό που ξέρει τι θα πει
αλήθεια, γενναιότητα, ειλικρίνεια. Που δεν κηδεύει τα όνειρα του και την
αξιοπρέπεια του για καρέκλες και αξιώματα. Που βάζει τον εαυτό του μπροστά για
να προστατεύσει τους ανθρώπους που αγαπάει και να δεχθεί τις πρώτες βολές, όλες
τις βολές. Που είναι παρόν ακαταπόνητος σε όλες τις στιγμές της διακονίας ακόμα
και σε αυτές που δεν χρειάζονται. Που τα βάζει με τους ανόητους (που ποτέ δεν
τους κερδίζεις) για να διαφυλάξει το κύρος της Εκκλησίας. Που η ταπείνωση του
και η αγάπη του είναι πέραν πάσης προσδοκίας. Που κοιτάει την καρδιά του άλλου
και όχι τα αξιώματα. Που λέει την αλήθεια όπως και όταν πρέπει ακόμα και αν
πονάει, ακόμα και αν η εκφορά της είναι επιζήμια για τον ίδιο.
Και τα χρόνια πέρασαν και τα αξιώματα τα εφήμερα ήρθαν αλλά ο Γιάννης, ο π. Ιωάννης, έμεινε πάντα εκείνο το τίμιο, ειλικρινές, άκαμπτο και αγέρωχο παιδί του Ορχομενού που δεν λυγίζει με τίποτα για την αλήθεια, τον Χριστό και τους ανθρώπους που αγαπάει. Και που είναι πάντα ασπίδα που δεν πέφτει για δικαίους και αδίκους, για ικανούς και ανάξιους, για τους περιφερόμενους της εξουσίας, αλλά και για τους ικανούς αποσυνάγωγους και τους περιθωριοποιημένους. Και που βίωσε και ο ίδιος την ομολογία του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου λίγο πριν το μαρτύριο:
Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοὶ πῦρ
φιλόϋλον· ὕδωρ δὲ ζῶν καὶ λαλοῦν ἐν ἐμοί, ἔσωθέν μοι λέγον· Δεῦρο πρὸς τὸν
πατέρα. οὐχ ἥδομαι τροφῇ φθορᾶς οὐδὲ ἡδοναῖς τοῦ βὶου τοὺτου. ἄρτον θεοὺ θέλω,
ὅ ἐστιν σὰρξ Ἰησοὺ Χριστοῦ, τοῦ ἐκ σπέρματος Δαυίδ, καὶ πόμα θέλω τὸ αἷμα
αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη· ἄφθαρτος, δηλαδή:
Ο Δικός μου έρωτας έχει σταυρωθεί και δεν φλέγομαι μέσα
μου για τίποτα το υλικό. Μέσα μου υπάρχει ένα ζωντανό και λαλίστατο νερό που
μου λέγει: «Έλα προς τον Πατέρα σου». Δεν αρέσκομαι σε τροφές φθαρτές, αλλά
ούτε και στις ηδονές του βίου τούτου. Θέλω τον άρτο του Θεού, που είναι η Σάρκα
του Ιησού Χριστού, από το σπέρμα του Δαυίδ, και να πιω θέλω το Αίμα Του, το
οποίο είναι η άφθαρτη Αγάπη.
Ο π. Ιωάννης Μπούτσης είναι ένα κομμάτι
ζωντανό της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ιστορίας αλλά αυτό είναι το λιγότερο
σημαντικό. Είναι ένας κληρικός της αγάπης, της πίστης και της καρδιάς. Πιστός
στους ανθρώπους που υπηρετεί, έμπιστος στην διακονία του και στις δυσκολίες
της, πύρινη ρομφαία στους αυλοκόλακες της εξουσίας και δίκαιος υπηρέτης της αλήθειας
με όποιο κόστος.
Αλλά έχει και άλλα ανθρώπινα
χαρακτηριστικά που σε συναρπάζουν σπάνια για την εποχή τους. Μιλάει με μεγάλη
αγάπη και το πρόσωπο του φωτίζεται για την σύντροφο της ζωής του, τον προσωπικό
του Κυρηναίο, την Όλγα. Με μεγάλο θαυμασμό για τον Πατέρα και Γέροντα του που
θα έδινε και την ζωή του για να μην τον πληγώσει τίποτα. Αλλά και για τους ανθρώπους
που αγαπάει, γίνεται έδαφος, ασπίδα, αγκαλιά.
Ο π. Ιωάννης είναι το λαμπρό μέλλον της Εκκλησίας μας. Η διακονία του τώρα αρχίζει. Και αρχίζει καλά γιατί τώρα ξέρει πως ο δικός του ο έρωτας έχει σταυρωθεί.
Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται και εσύ μαζί και εμείς μαζί σου!.....
Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου