Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου
Η Μάρθα και η Μαρία ήταν περίλυπες. Ο αδελφός τους είχε "φύγει". Το σπίτι ήταν μουντό, σκοτεινό. Τα παράθυρα κλειστά, σφαλισμένα. Οι δύο αδελφές, μαυροφορεμένες μέσα στην απελπισία. Ξαφνικά από τον δρόμο ακούστηκαν φωνές. Η Μάρθα άνοιξε την πόρτα. Είχε να ανοίξει τέσσερις ημέρες, όσες "έλειπε" ο Λάζαρος. -Που πάνε όλοι αυτοί, ρώτησε η Μάρθα έναν αλαφιασμένο διαβάτη. -Ήρθε ο Δάσκαλος. - Ο Δάσκαλος;, μονολόγησε. Αυτός είναι ο φίλος του αδελφού μου. Η Μάρθα και η Μαρία έτρεξαν προς το μέρος της σύναξης που μιλούσε ο Ιησούς από την Ναζαρέτ. Διέκοψαν τον Διδάσκαλο και το πλήθος άρχισε να διαμαρτύρεται. -Τι συμβαίνει; αναφώνησε ο Ιησούς. Δάσκαλε, είμαστε η Μάρθα και η Μαρία, οι αδελφές του φίλου σου του Λάζαρου. Ο Λάζαρος εδώ και τέσσερις ημέρες δεν είναι στην ζωή. Ο Ιησούς τις κοίταξε λυπημένος. Δάκρια κύλησαν από τα μάγουλα του. -Πηγαίνετε με στον τάφο του. Ο Ιησούς έφτασε έξω από τον τάφο. Ο ήλιος του μεσημεριού του έκαιγε το πρόσωπο. Η Μάρθα και η Μαρία είχαν γονατίσει στην γη και έκλαιγαν. Ο Ιησούς σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και φώναξε.- Λάζαρε έβγα έξω. Ο τάφος άνοιξε και ο Λάζαρος βγήκε έξω σπαργανωμένος. Ο Ιησούς τον πλησίασε και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. Του χαμογέλασε και του είπε: Που είσαι φίλε;. Ο Λάζαρος δεν μίλησε αλλά τον ακολούθησε. Τώρα κατάλαβε ο Λάζαρος ότι μπορεί να αντλεί ύπαρξη όχι από την φθαρτή και θνητή φύση αλλά από την απεριόριστη σχέση. Να υπάρχεις από την αγάπη και για την αγάπη. Στην αγαπητική δυνατότητα της αθανασίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου