Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Αδερφός του ασώτου



 Της Δασκάλας Σοφίας Βαλμά-Γιαννίση

Πόσα χρόνια να ‘ταν αλήθεια που ζούσε μακριά απ’ το σπίτι του Πατέρα! Πόσα χρόνια Θέ μου…πεθαμένος. Πόσα χρόνια να ‘ταν αλήθεια που τρεφόταν με τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας! Πόσα χρόνια Θέ μου…πεινασμένος. Μια φωνή από τα περασμένα του θύμισε κείνη την παλιά ιστορία…Πόσα χρόνια να ‘ταν αλήθεια που την είχε επιμελώς θαμμένη στα βάθη της καρδιάς του! Να ‘ταν τάχα παραμύθι ή να ‘γινε στ’ αλήθεια;


Μιλούσε για έναν «νεκρό» που ανέζησε». Για έναν πεινασμένο που χόρτασε με «τον μόσχο τον σιτευτόν». Πως έγινε αλήθεια το θάμα; «…και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού…», ψιθύρισε η φωνή από τα περασμένα. «…είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαχνίσθη και δραμών ενέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν». Να γινόταν τάχα και στις μέρες μας τέτοια θαύματα; Και αναστάς επορεύθη με την ελπίδα να υπάρχει και γι αυτόν σε κάποιο σταυροδρόμι ένας πατέρας με ανοικτή αγκάλη. Τα βήματα του τον ανέφεραν σε μια εκκλησία. Ένιωσε το δακρυσμένο βλέμμα του Πατέρα να τον αγκαλιάζει. Γονάτισε κι απόθεσε όλα αυτά τα χρόνια της πίκρας, της πείνας, του θανάτου πάνω σ’ ένα πετραχήλι «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης…». Η  φωνή του Πατέρα τον καλούσε.

Και πάνω στην Τράπεζα «ο μόσχος ο σιτευτός»…»το αρνίον το εσφαγμένον». Κίνησαν κι άλλοι μαζί του στην πρόσκληση του Πατέρα. Και τότε συνειδητοποίησε πως έχει αδερφούς. Γύρεψε να βρει στη ματιά τους κάτι απ’ τη στοργή του Πατέρα. Πόσα παγωμένα βλέμματα συνάντησε το δικό του, πόσες άδειες καρδιές! Πόσα κεφάλια κουνήθηκαν στο αντίκρισμα  του! Πόσα χείλη ψιθύρισαν «ιδού τοσαυτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον…ο δε υιός σου ούτος, κατάφαγων σου τον βίον μετά πορνών…»


Ήταν αλήθεια άνθρωποι σοβαροί, δίκαιοι οι αδερφοί του. Μα τόσο μακριά απ’ την σφαίρα της μετάνοιας, της αγάπης, του ελέους… Είχα τόσες φορές ακούσει εκείνη την παλιά ιστορία. Την είχα τόσες φορές διαβάσει. Είχα ζήσει τόσες φορές κι εκείνη την σημερινή, με τον σύγχρονο άσωτο. Την είχα δει τόσες φορές να επαναλαμβάνεται μπρος στα μάτια μου. «Πόσο πλήθυναν οι άσωτοι στην εποχή μας!», συλλογίστηκα. «Πόσο πλήθυναν…οι αδερφοί του ασώτου στην εποχή μας!», αισθάνθηκα να απαντούν τα δακρυσμένα μάτια του Πατέρα. Εκείνου του Πατέρα, που αιώνες τώρα στέκεται σ’ ένα σταυροδρόμι με την αγκαλιά ανοιχτή για κάθε άσωτο. Του δικού μου Πατέρα…

Κι αλίμονο, πρώτη φορά κατάλαβα πως ήμουνα κι εγώ ένας απ’ τους άσωτους αδερφούς του ασώτου! Είχα τόσες φορές ακούσει και ζήσει την επιστροφή του ασώτου. Δώσε, Θε μου, να ζήσω και την επιστροφή του αδερφού του ασώτου. Τη δική μου επιστροφή…


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τον Φεβρουάριο 2001

Επιμέλεια: Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου