στον αείμνηστο Γιάννη Ζαντιώτη
Ήταν Δεκέμβρης, νομίζω, πάντως χειμώνας από αυτούς τους δυνατούς
που θέλεις να χουχουλιάσεις στο σπίτι, να σταματήσεις τις επαφές σου με τον έξω κόσμο,
να μείνεις μόνος σου και να μη σκέπτεσαι
τίποτα, ούτε τα καθημερινά, ούτε τα προβλήματα, ούτε τα αναγκαία. Το πρωί ο Δημήτρης μου είπε στην εκκλησία, ξέρεις το βράδυ θα μας επισκεφτεί, θα έρθεις; Έπρεπε να πάω; Γιατί έρχεται τώρα; Γιατί τώρα; Μήπως έγινε
καλά; Μήπως είναι η τελευταία φορά που θα τον…Ένας κόμπος, έπρεπε να πάω. Ήταν όμορφος ο Γιάννης, καλόκαρδός, χαμογελαστός με αθλητικό
παράστημα όλοι τον θαυμάζαμε. Η καλοσύνη της καρδιάς του ξεχείλιζε, τα μάτια
του πετούσαν σπίθες ζωντάνιας και ονείρου. Αρρώστησε και μας ξάφνιασε. Δεν ήθελα
να ρωτώ. Δεν με ένοιαζαν οι λεπτομέρειες μιας περιπέτειας που θα μου έδειχναν έναν
άλλο Γιάννη. Μα, είμαστε νέοι ακόμα πως μπορούμε να συζητάμε για πράγματα που
μπορεί να μας δείχνουν την «άλλη πλευρά»;
Μαζευτήκαμε στο Ναό. Λίγοι φίλοι, όσοι αντέχανε. Ο Νίκος (
Π. Καλλίνικος) τα είχε οργανώσει όλα. Θα κάναμε ένα απόδειπνο στην κατακόμβη
του Αγίου Νέστορα και μετά στην Παπανικολή 1 για ένα κέρασμα. Ήρθε τυλιγμένος
με μια γκρι καπαρντίνα με ανασηκωμένους γιακάδες και ένα σκούφο που κάλυπτέ
σχεδόν όλο του το πρόσωπο. Τα μάτια του ίδια, σπινθηροβόλα και ζωντανά. Με χαιρέτησε
με τη ζεστή του χειραψία που ακόμα αισθάνομαι στα ακροδάχτυλα μου και με το πλατύ
του χαμόγελο. Αγκάλιασε το Δημήτρη, και του μίλησε σιγανά στο αυτί. Ο Δημήτρης
τον υπεραγαπούσε. Ακολούθησε το απόδειπνο, ζεστό, κατανυκτικό, συγκινητικό που
δημιουργούσε στη ψυχή την αίσθηση της ελπίδας. Μήπως τα πράγματα είναι τελικά
καλά; Μήπως ο Θεός έκανε το θαύμα του; Αλήθεια τι είναι θαύμα; Αυτό που επιθυμώ
εγώ ή αυτό που επιθυμεί ο Θεός; Μετά το απόδειπνο και πριν κατευθυνθούμε για το
σπίτι του Νίκου, ο Γιάννης λίγο πριν βγει από τον Ναό, κοντοστάθηκε και έστρεψε
το σώμα του προς την ωραία πύλη, το βλέμμα του καρφώθηκε στις εικόνες του τέμπλου
και τα χείλη του άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Ανατρίχιασα στην ιδέα ότι ο Γιάννης έβλεπε
το Ναό μας για τελευταία φορά και στάθηκε για ένα στερνό αντίο.
Δεν κάθισα πολύ στην παρέα πνιγόμουνα. Γιατί; Έφυγα και άφησα το Γιάννη με το Νίκο και το
Δημήτρη. Ο Δημήτρης δεν θα τον άφηνε με τίποτα σήμερα. Στο δρόμο ένα παγωμένο
αεράκι με αναστάτωσε. Γιατί θεέ μου; είναι τόσο άδικο.
Μήνες μετά μια νοσοκόμα φοράει τη λευκή της στολή και μελετάει
τους φακέλους των ασθενών. Όλα τέλεια, προβλέπετε μια ήρεμη νύχτα. Τα μεσάνυχτα
ένας θόρυβος την αναστατώνει. Τρέχει αλαφιασμένη στο δωμάτιο που ακούγετε η
φασαρία. Ανοίγει τη πόρτα με ένταση. Κύριε Γιάννη είστε καλά; Όλα καλά. Μα άκουσα;
Όλα καλά. Αυτό εξακολούθησε αρκετές φόρες.
Πάλευε όλη νύχτα με τις δυνάμεις εκείνες που ήθελαν να υποτάξουν
τη ψυχή του. Λίγο πριν ξημερώσει έπλυνε το πρόσωπο του, ξυρίστηκε και έβαλε
καθαρές πιτζάμες. Η νοσοκόμα τον βρήκε γαλήνιο και ευτυχισμένο. Είχε ταξιδέψει...
Την προηγούμενη μέρα ο Ιερέας του νοσοκομείου τον είχε κοινωνήσει. Ήταν έτοιμος.
Τα πράγματα έγιναν έτσι ή κάπως έτσι. Ο Θεός επιθυμεί τη
σωτηρία όλων, αλλά δεν παραβιάζει την ελευθερία κανενός. Ο άνθρωπος μπορεί να
εναντιωθεί στον Θεό για μία αιωνιότητα. Ο Γιάννης επέλεξε να μείνει ελεύθερος
δηλαδή αιχμάλωτος στην αγκαλιά του Χριστού για μία αιωνιότητα…
Κώστας Ζουρδός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου