Β! ΜΕΡΟΣ
Στην οδό Βουδούρη, σε αυτήν την γειτονιά, όπως και σε όλες τις γειτονιές της Φρεαττύδας δεν υπάρχουν τοπικά όρια. Γίνονται μια παρέα, παιδιά που μένουν στην Μακρυγιάννη, στην Κωλέττη ακόμα και από την άρχοντο παινεμένη Μητρώου. Κέντρο της γειτονιάς, εκεί που είναι η αφετηρία για όλες τις εξορμήσεις είναι στην συμβολή της Βουδούρης με την Μακρυγιάννη, έξω από το σπίτι του Δημήτρη, του Σιδερή και του Στέφανου. Και εδώ όπως σε όλες τις γειτονιές, βασιλεύει το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο της πλατείας με την ξεφτισμένη μπάλα και την αχαλίνωτη δύναμη. Μέχρι τελικής πτώσης. Ώσπου τα πόδια να μην υπακούουν πια και το σκοτάδι της νύχτας να κρύβει φιγούρες και ενέργειες. Το γήπεδο των ονείρων είναι η πλατεία του Παπανικολή που οι τσιμεντόπλακες της, έχουν ποτιστεί με αίμα και έχουν σημαδέψει γόνατα. Με αυτοσχέδια τέρματα ενός ακανθώδους φράχτη από την μια και δύο μεγάλων κουβάδων από την άλλη, το παιχνίδι έπαιρνε κίνηση στα τετράγωνα όρια μιας μακρόστενης πλατείας που πολλές φορές η μπάλα γκελάριζε προς την θάλασσα και πάντα ο παράτολμος έπρεπε να κατέβει σε μια σχεδία για να την πιάσει. Σε αυτήν την ομάδα δεν θα ξεχώριζες κάποιον για τις περίτεχνες ενέργειες και για το γεμάτο φαντασία παιχνίδι που δημιουργεί μοναδικότητες. Αυτήν την ομάδα έπρεπε να ιδρώσεις υπερβολικά για να καταφέρεις να την υποτάξεις. Αν τα καταφέρεις. Το χαρακτηριστικό αυτής της παρέας ήταν η εξαντλητική αγωνιστικότητα μέχρι τα ακρότατα όρια και το ατελείωτο πείσμα ακόμα και όταν οι ελπίδες είχαν προπολού αποχαιρετίσει το ποθητό αποτέλεσμα. Μια ομάδα συμπαγής, μαχητική, ανυπότακτη. Δεν έχει σημασία αν θα τα κατάφερνε πάντα. Μπορεί αυτό να συνέβη και λίγες φορές. Το σίγουρο είναι πως ποτέ ο ποδοσφαιρικός αντίπαλος δεν ήταν ήσυχος όταν είχε να αντιμετωπίσει την ομάδα από την γειτονιά της οδού Βουδούρη.
Μετά από κάθε παιχνίδι, αποκαμωμένοι από την εξαντλητική προσπάθεια και μεθυσμένοι πότε από την χαρά της νίκης και πότε από την ελπίδα της επαναληπτικής προσμονής, κουλουριασμένοι και στριμωγμένοι όλοι, εκεί στα σκαλιά της Βουδούρης 4, βάζαμε τα θεμέλια για τις δεύτερες ευκαιρίες, για την επόμενη φορά. Και μετά την ανασύνταξη ξεκινούσαν τα πειράγματα και τα αστεία. Τα παιδιά της Βουδούρης, όπως και όλα τα παιδιά της Φρεαττύδας, έπαιζαν ποδόσφαιρο σε πλατείες, παιχνίδια στα σοκάκια και στις πυλωτές, έκαναν θελήματα για τους μεγάλους και κοκκίνιζαν σκύβοντας το κεφάλι από σεβασμό όταν τους νουθετούσε ή μάλωνε κάποιος ηλικιωμένος. Έκαναν όλα όσα στο σήμερα φαντάζουν ξένα και παρελθόν. Τα παιδιά της γειτονιάς στην οδό Βουδούρη, δεν μένουν πια εκεί. Δεν θα τα συναντήσεις αν κατηφορίσεις προς την γειτονιά τους. Έχουν σκορπίσει εκεί που η μοίρα θεμελίωσε άλλες προοπτικές. Εκεί που η ζωή τους έταξε ένα καινούργια νοιάξιμο. Είναι αλήθεια πως αν κατηφορίσεις προς τη γειτονιά τους δεν θα τους βρεις εκεί. Πρόσεξε όμως και μην εμπιστεύεσαι τις βεβαιότητες σου. Δεν έχουν ξεριζώσει τη γειτονιά τους από μέσα τους. Και πολλά βράδια την μετροδρομούν με το βλέμμα, τη θύμηση, και το όνειρο. Και αν εσύ δεν τους ακούς αυτό για εκείνους δεν έχει καμία σημασία. Γιατί συνεχίζουν το παιχνίδι τους. Και τις ζαβολιές τους. Και είναι έτοιμοι για άλλη μια φορά να σκαρφαλώσουν στον επιβλητικό αρχοντικό όγκο, λίγο πριν ακουστεί παρορμητικά, προκλητικά σαν πειρασμός: « τι λες μπαίνουμε;»... Μπαίνουμε. Στη ζωή που ζήσαμε και πρέπει να παραδώσουμε ατόφια σε εκείνους που την περιμένουν...
ΤΕΛΟΣ
Κώστας Ζουρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου