Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Ένας Πειραιώτικός Πνευματικός Φάρος…



                                                                  Α! ΜΕΡΟΣ



Είδαμε το πρώτο φώς της ζωής και μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονία με διαφορά σαράντα και πλέον χρόνων. Στην ίδια ενορία, στον Άγιο Βασίλειο Πειραιά. Περπατήσαμε και ζήσαμε σημαντικές στιγμές στους ίδιους δρόμους στις ίδιες πλατείες. Ήταν ο άνθρωπός που διαμόρφωσε δεκαετίες μετά την θεολογική μου σκέψη. Ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους της εποχής μας , ο πειραιώτης, Αγιοβασιλειώτης, π. Φιλόθεος Φάρος. 




Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1930 σε μια φτωχή οικογένεια  με καταγωγή από τον πάππου του, από την μεριά του πατέρα του, από τα Κύθηρα, και η γιαγιά του καταγόταν από το Κρανίδι. Ο παππούς του όταν ήταν έφηβος ήρθε στον Πειραιά έμαθε την τέχνη του φαναρτζή ύστερα από λίγο άνοιξε το δικό του φαναρτζίδικο στην οδό Φίλωνος. Ο παππούς έφυγε νωρίς από τη ζωη και η γιαγιά του χωρίς να έχει άλλους οικονομικούς πόρους ανέθεσε το φαναρτζίδικο σε έναν πρωτομάστορα του άντρα της τον οποίο στην συνέχεια παντρεύτηκε αλλά πάλι έμεινε χήρα. Η δύο φορές χήρα γιαγιά του αρκετά φτωχή μεγάλωσε τα παιδιά της με πολλές δυσκολίες και οικονομικά προβλήματα. Ο γιός της, πατέρας του π. Φιλόθεου, δεν ήθελε να πάει σχολείο και εκείνη  τον πήγαινε στην ακρογιαλιά της Φρεαττύδας και του μάθαινε αριθμητική με τα βότσαλα. Ο πατέρας του έμαθε την τέχνη του κουρέα και άνοιξε το δικό του κουρείο στην οδό 2ας Μεραρχίας στην Τρούμπα και στα είκοσι του χρόνια ενώ υπηρετούσε ως στρατιώτης στην Μικρά Ασία απέκτησε ένα κοριτσάκι με μια κοπέλα που εργαζόταν σε καμπαρέ. Όταν γύρισε στον Πειραιά, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, δημιούργησε μια βαθειά σχέση φιλίας με έναν συνομήλικο του τον Γιάννη Φιλιππόπουλο, ο οποίος του πρότεινε να παντρευτεί την αδερφή του την Τάρσα και έτσι να γίνει πιο στέρεος ο δεσμός της φιλίας του. Η Τάρσα  μητέρα του π. Φιλόθεου, σε ηλικία 22 χρονών, την ερωτεύθηκε ένας αξιωματικός του Πεζικού που την έβλεπε από το παράθυρό του σπιτιού της στην οδό Λέκκα όταν περνούσε έφιππός από εκεί. Ο αξιωματικός την ζήτησε σε γάμο από την οικογένεια της αλλά σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς του στρατού, ο αξιωματικός έπρεπε να πάρει πενήντα χιλιάδες δραχμές προίκα, ποσό μεγάλο  που δεν εξασφαλίστηκε. Όταν έγινε το προξενείο η Τάρσα ήταν 29 χρονών, μεγάλη για την εποχή και δέχθηκε την πρόταση από φόβο μήπως και δεν παντρευτεί. Λίγους μήνες μετά τον γάμο ο αδερφός της Γιάννης Φιλιππόπουλος έφυγε από την ζωή από καλπάζουσα φυματίωση. Το ζευγάρι μετά από μια σύντομη διαμονή σε ένα σπίτι στην οδό Θεοχάρη, μετακόμισαν στην οδό Ομηρίδου 28, σε μια τυπική μικρασιάτικη μονοκατοικία στην οποία γεννήθηκε ο π. Φιλόθεος Φάρος.


Ο πρώτος σπουδαίος δάσκαλος και σπουδαίο στήριγμα στην ζωή του π. Φιλόθεου ήταν η γιαγιά Βασίλω, μητέρα της μητέρας του. Η γιαγιά Βασίλω είχε μια βαθειά σχέση με την Εκκλησία και συμμετείχε τακτικά στις λατρευτικές ακολουθίες της ενορίας του Αγίου Βασιλείου Πειραιά, στην ενορία που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της. Στον Άγιο Βασίλειο πήγαινε από πολύ μικρός κάθε Κυριακή στην λειτουργία και ο π. Φιλόθεος και στεκόταν μπροστά από τα κάγκελα του σολέα παρακολουθώντας τα τελούμενα ενθουσιασμένος. Όταν τελείωνε η Θεία Λειτουργία η γιαγιά του αγόραζες κουλούρι από τους κουλουράδες που έστηναν τους πάγκους τους στην πλατεία του Ναού, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό την μεγάλη αγάπη που έτρεφε για τον εγγονό της. Από πολύ μικρός ο π. Φιλόθεος έδειχνε μια μεγάλη έλξη για την εκκλησία, προφανώς επηρεασμένος από την γιαγιά του, αλλά τα πρώτα κυρίαρχα αισθήματα ήταν η σιγουριά και η προστασία που ένοιωθε μέσα στον χώρο της εκκλησίας. Τα παιδικά του παιχνίδια σχετιζόντουσαν με την Εκκλησία και το λειτούργημα του ιερέα. Σε κάθε ευκαιρία «ντυνόταν» με το σεντόνι του κρεβατιού που χρησιμοποιούσε σαν ένα αυτοσχέδιο ράσο και πάντα κάτι κρατούσε που κράδαινε σαν θυμιατό. Στις κυριακάτικες λειτουργίες, πολλές φορές έμπαινε στο Ιερό και ντυνόταν παπαδάκι και αισθανόταν μέλος των τελουμένων. Την εποχή εκείνη στην ενορία του Αγίου Βασιλείου Πειραιά, δέσποζε η πνευματική μορφή του αείμνηστου π. Γεώργιου Μακρή. Οι πνευματικές συνθήκες της εποχής ήταν αρκετά σκληρές και δεν ταίριαζαν στο ανήσυχο πνεύμα του π. Φιλόθεου. Στις αρχές του σχολικού έτους 1940-1941 ξεκίνησε τις γυμνασιακές του σπουδές, στο οκτατάξιο τότε γυμνάσιο που όμως διακόπηκαν λόγω του πολέμου. Τους  βομβαρδισμούς του Πειραιά από τους Γερμανούς ο π. Φιλόθεος τους έζησε έντυνα και θυμάται τις πυρακτωμένες που είχαν φτάσει μέχρι την Φρεαττύδα καθώς και τους πολίτες να τρέχουν με τις πιτζάμες για προστασία στα βράχια της Πειραϊκής. Μετά τους βομβαρδισμούς και την καταστροφή της πόλης, οι πειραιώτες κατέφυγαν προς την Αθήνα ζητώντας καταφύγιο και προστασία σε συγγενικά σπίτια. Η οικογένεια του π. Φιλόθεου φιλοξενήθηκε στο σπίτι της θείας του, αδερφή του πατέρα του, στο Παγκράτι κοντά στον Άγιο Αρτέμιο στην οδό Ευμένους. Στον βομβαρδισμένο και ερημωμένο Πειραιά κατέβαινε ο πατέρας του για να ανοίξει το κουρείο και να μπορέσει να συντηρήσει την  οικογένεια του σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Τα αποτελέσματα πολλές φορές ήταν πενιχρά. Η παραμονή τους στην Αθήνα κράτησε περίπου τέσσερις μήνες και στην συνέχεια κατέβηκαν πάλι στον αγαπημένο τους Πειραιά και στο σπίτι τους στην οδό Ομηρίδου. Την εποχή εκείνη ο αδερφός της μητέρας του Νίκος, καλός τεχνίτης της εποχής λεβητοποιός, άνοιξε συνεταιρικά ένα μικρό ναυπηγείο στο πέραμα και πρότεινε στον γαμπρό του, πατέρα του π. Φιλόθεου, να πιάσει δουλεία εκεί ως αποθηκάριος γνωρίζοντας τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που περνούσε η οικογένεια και τους ασήμαντους πόρους που δημιουργούσε το κουρείο. Έτσι, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο πέραμα και έζησε εκεί έναν περίπου χρόνο. Το διάστημα της παραμονής τους στο Πέραμα, ο π. Φιλόθεος, κατέβαινε καθημερινά στον Πειραιά και παρακολουθούσε τα μαθήματα του γυμνασίου, στο Πρώτο Γυμνάσιο Πειραιά. Όταν ήρθαν ξανά στον Πειραιά, νοίκιασαν ένα σπίτι κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην οδό Κανάρη. Ήταν μια διώροφη μονοκατοικία που είχε δεχθεί τους βομβαρδισμούς και είχε καταστραφεί η πρόσοψη του.  


Ο Αλέκος (π. Φιλόθεος) συνέχισε τις σπουδές του στον Πειραιά και τα καλοκαίρια βοηθούσε τον πατέρα του στο κουρείο της Τρούμπας. Την εποχή εκείνη όλα τα ξενοδοχεία της Τρούμπας είχαν μετατραπεί σε οίκους ανοχής και οι Γερμανοί στρατιώτες σχημάτιζαν απέξω ουρά για να ικανοποιήσουν τα ερωτικά τους πάθη. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν υποτυπώδεις και σχεδόν ανύπαρκτες για την εποχή με αποτέλεσμα την έξαρση των αφροδίσιων νοσημάτων που δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους ανθρώπους που νοσούσαν που σε πολλές περιπτώσεις έχαναν και τη ζωή τους. Στην περιοχή της Τρούμπας υπήρχαν αρκετά ιατρεία για τα αφροδίσια νοσήματα και αρκετοί αφροδισιολόγοι. Ο ποιο γνωστός και αγαπητός αφροδισιολόγος της Τρούμπας ήταν ο κυρ-Γιάννης ή «ή Γιαννού» λόγω της έκδηλα θηλυπρεπής συμπεριφοράς του. Ο  κυρ-Γιάννης όμως ήταν ένας καλόκαρδος, γενναιόδωρος και αξιοπρεπής άνθρωπος που όπως αναφέραμε ασκούσε το επάγγελμα του αφροδισιολόγου χωρίς να έχει αντίστοιχο τίτλο σπουδών, αλλά ως νοσοκόμος χρόνια στο νοσοκομείο του Συγγρού είχε μάθει να φροντίζει καλά τους ανθρώπους που έπασχαν από αφροδίσια νοσήματα. Ο κυρ-Γιάννης ήταν τακτικός πελάτης του κουρείου και του άρεσε να αστειεύεται με τον μικρό Αλέκο στον οποίο είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η φιλανθρωπία του. Ο κυρ-Γιάννης θεράπευε δωρεάν την γιαγιά του, την μητέρα του πατέρα του, και σε κάθε θεραπεία της έδινε τρόφιμα και χρήματα. Σκοτώθηκε σε έναν βομβαρδισμό στον Πειραιά χωρίς να αφήσει κανένα περιουσιακό στοιχείο. Η ζωή στην Τρούμπα και η συναναστροφή με απλούς λαϊκούς ανθρώπους κατά την γνώμη μας, διαμόρφωσαν την θεολογική σκέψη του π. Φιλόθεου και ένας από αυτούς ήταν ο κυρ-Γιάννης που τον φαντάστηκε χρόνια μετά σαν τον φτωχό Λάζαρο της παραβολής που σώζει όλους εμάς τους αετούς του καθωσπρεπισμού και της αρετής.                                                                 

Στους βομβαρδισμούς του 1944 καταφεύγουν και πάλι στην Αθήνα και ο Αλέκος θα φιλοξενηθεί στο σπίτι της θειας του Ολυμπίας σε μια μονοκατοικία στην οδό Αχαρνών. Στο σπίτι αυτό έμεινε ένα χρόνο και παρακολουθούσε τις κατηχητικές συναντήσεις της ενορίας του Αγίου Παύλου στην οδό Ψαρρών, τις οποίες έκανε ο κατηχητής Σπύρος Μπιλάλης τον οποίο γνώριζε και από τον Πειραιά και θαύμαζε υπερβολικά. Ο Σπύρος Μπιλάλης θα βάλει και αυτός το δικό του λιθαράκι στην πνευματική του ανάπτυξη. Σε ηλικία δεκαέξι ετών θα επισκεφτεί τα Κύθηρα, τόπο καταγωγής του Παππού του και θα φιλοξενηθεί από συγγενείς ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Σε εκείνη την περίοδο θα ανακαλύψει την λογοτεχνία, διαβάζοντας αρχικά έργα του Ιουλίου Βέρν, τους Τρείς Σωματοφύλακες , τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ, θα την αγαπήσει και μαζί με την ποίηση θα αποτελέσουν βασικές πηγές γνώσης για την ζωή και τον άνθρωπο. Θα αγαπήσει και το θέατρο και θα παρακολουθήσει μνημειώδεις παραστάσεις για την εποχή. Τα οικονομικά της οικογένειας παραμένουν μικρά και τα καλοκαίρια ο Αλέκος αναγκάζετε εκτός από το κουρείο του πατέρα του να δουλέψει και σε άλλες δουλειές, όπως, στο εκτελωνιστικό γραφείο του αδερφού της μητέρας του και σε ένα κατάστημα που πουλούσε σχοινιά και σαπούνια στην Αθήνα στην οδό Ευριπίδου μέσα σε αντίξοες συνθήκες εργασίας. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο η ανάγκη για εργασία ήταν επιτακτική. Τότε προσελήφθη στην Εμπορική Τράπεζα, με Διοικητή της Τράπεζας τότε τον Στρατή Ανδρεάδη, πάλι σε δύσκολες εργασιακές συνθήκες με εξαντλητικά ωράρια και προσωπικές άσχημες και εξευτελιστικές συμπεριφορές. Αμέσως με την στάση του και τις διεκδικήσεις του θα γίνει το μαύρο πρόβατο. Στην τράπεζα θα εργαστεί για δεκατέσσερα χρόνια ενώ παράλληλα έχει εισαχθεί στην Πάντειο. Από αυτή την περίοδο θα οικοδομήσει φιλικές σχέσεις με συναδέλφους νέους στην ηλικία που θα οργανώσουν μαζί, εκδρομές, μπάνια στην Πειραϊκή, ποιητικές βραδιές, εξόδους για θέατρο μουσική και συναναστροφή. Θα είναι το επίκεντρο της παρέας…

Συνεχίζεται…

Κώστας Ζουρδός

* Τα περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για το αφιέρωμα, τα έχουμε αντλήσει από το εξαιρετικό βιβλίο του π. Φιλόθεου Φάρου: « Συγκυρίες και Επιλογές» από τον εκδοτικό οίκο Αρμός και είναι αυτοβιογραφικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου