Ρομίνα Ξύδα
Αποσβολωμένη, κοιτάζω.
Το άψυχο κορμάκι ενός τρίχρονου παιδιού
να κείτεται “σώμα ξένο” στο σύμπαν των ισχυρών, αυτό που το ξέρασε, όπως
ακριβώς και η θάλασσα στην παραλία της Αλικαρνασσού. Αποσβολωμένη,
πονάω. Σαν να με χτύπησε σφαίρα στο στήθος, αντικαθιστώντας τους χτύπους
της καρδιάς μ' ένα υπόκωφο βουητό παιδικού παρακαλετού. Αποσβολωμένη,
δακρύζω, υπό το καθεστώς ενός άγριου κόσμου που μουσκεύει με την απάθεια
του ματιές και συνειδήσεις. Αποσβολωμένη, διαβάζω, την ιστορία αυτών
των δύο παιδιών, που θα μπορούσαν να ήταν τα δικά μου παιδιά. Την
ιστορία του πεντάχρονου Γκαλίπ και του τρίχρονου Αϊλάν. Πριν από λίγο
καιρό, τα δύο αδέλφια ήταν, λέει, ευτυχισμένα. Οι κακοί υπήρχαν μόνο στα
παραμύθια που τους διάβαζε η μαμά, τα ψεύτικα πολυβόλα μόνο στις
βιτρίνες των παιχνιδάδικων της γειτονιάς τους, η ελευθερία μέσα τους και
ο θάνατος χιλιόμετρα μακριά τους.
Είχαν, λέει, όλα όσα ανάγκη ένα παιδί για να είναι αληθινά χαρούμενο:
και αγάπη, και θαλπωρή, και μεγάλες αγκαλιές και δυο γονείς ικανούς να
κάνουν τα πάντα για να είναι τα παιδιά τους καλά. Και κάπου εκεί, στη
μέση του δικού τους παραμυθιού, μια παρέα παρανοϊκών πήρε τα όπλα,
έκλεψε την λευτεριά και στάζοντας επάνω στο παραμύθι της ζωής τους λίγες
σταγόνες αίμα, τους σύστησε το θάνατο. Οι γονείς τους αποφάσισαν, λέει,
να τα γλυτώσουν από τον τρόμο του πολέμου, και μια θεία που ζούσε
χρόνια στον Καναδά, κάλεσε την οικογένεια, ως άλλη καλή νεράιδα, να
ζήσει κοντά της. Φεύγουν. Με μια βαλίτσα όνειρα στο χέρι κι εκείνο το
παιδικό χαμόγελο, το γεμάτο αθωότητα, στα χείλη. Φτάνουν στην Τουρκία με
τις σελίδες του παραμυθιού που κρατούν στα παιδικά τους χεράκια να
γεμίζουν ακόμη περισσότερο αίμα: τα γραβατωμένα τέρατα της Ανατολής δεν
τους δίνουν βίζα εξόδου από τη χώρα για τον Καναδά εξαναγκάζοντας
εμμέσως την οικογένεια να επιβιβαστεί σε ένα καρυδότσουφλο συντροφιά με
άλλες 13 απελπισμένες ψυχές.