Nικολάι. Μπερντιάγιεφ
μετάφραση Δημήτρης Μπαλτᾶς
Εἶναι πιθανό νά μιλήσουμε γιά τήν ὕπαρξη δύο ἐσωτερικά συναισθηματικῶν
τύπων ἀνθρώπων - ὁ ἕνας κλεισμένος στόν ἑαυτό του, ψάχνοντας γιά τήν
τελειότητα μέσα του καί βρίσκοντάς την τελικά, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀγωνιᾶ
σχετικά μ’ ἕναν διαφορετικό καί ξένο κόσμο, πού ἔχει ἀνάγκη διαφυγῆς
πέρα ἀπό τόν ἑαυτό του καί ψάχνει τήν τελειότητα στήν ἀπεραντοσύνη. Ἡ
κουλτούρα τοῦ πρώτου τύπου εἶναι αὐταπόδεικτη. Ἕνας ἀπό τούς πιό
ἐκλεπτυσμένους Γάλλους τῆς ἐποχῆς μας, ἕνας ἄνθρωπος μεγάλης κουλτούρας,
ὁ Charles Du Bos [1882-1939] λέγει ὅτι οἱ Γάλλοι δέν ἀγωνιοῦν σχετικά
μέ τούς ἄλλους κόσμους, κάτι τό ὁποῖο ἐκνευρίζει τούς Γερμανούς
ρομαντικούς, καί ἕνας ξένος κόσμος τούς ἐνδιαφέρει μόνον ὡς κάτι
ἐξωτικό. Θά ὅριζα αὐτόν τόν τύπο ὡς κλασσικό. Ὁ κλασσικισμός ἐπίσης
εἶναι μία ἀναζήτηση τῆς τέλειας μορφῆς μέσα στόν ἴδιο του τόν αὐτάρκη
κόσμο. Ὁ κλασσικισμός ἔχει μεγάλη ἐπιτυχία στήν τέχνη, καθώς καί σέ
ὅλους τούς τομεῖς. Καί ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία του, γνωστή στήν ἱστορία,
ἀνήκει στόν κόσμο τῆς Ἑλλάδας. Γνώρισε ἀκόμα μία μεγάλη ἐπιτυχία στήν
Γαλλία τοῦ 18ου αἰ. Ἀλλά ὑπάρχει ἕνας θεμελιώδης νόμος τῆς ζωῆς, ὁ
ὁποῖος λειτουργεῖ ὡς προειδοποίηση τῆς κλασσικῆς ἀντίληψης γιά τήν ζωή
καί ὡς διανοητικό κάλεσμα σχετικά μέ τόν ἀναπόφευκτο θάνατο κάθε
πολιτισμοῦ. Καί αὐτός ὁ νόμος ὑποδεικνύει ὅτι τίποτα, κανένα εἶδος
πλάσματος δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν πηγή τῆς ζωῆς του μόνο στόν ἑαυτό του,
ἔξω ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Ὁτιδήποτε κλεισμένο στόν
ἑαυτό του ἀντιμετωπίζει τήν ἀπειλή τοῦ μαρασμοῦ καί τῆς ἐξάντλησης τῆς
ζωῆς. Ὁ ρομαντισμός μεσογειακοῦ τύπου, τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ,
ἔχει μία ἀνωτερότητα σέ σχέση μέ τό κλασσικό, κατά τό ὅτι ἐκφράζει μέσα
ἀπό τήν ἴδια του τήν ἀντίληψη γιά τήν ζωή ὄχι μόνο μία αγάπη γιά τήν
ζωή, ἀλλά καί μία ἀγάπη γιά τόν θάνατο, προσμένει ἕνα ἀπειλητικό
πεπρωμένο. Ἡ δημιουργική ζωή μπορεῖ νά συνεχιστεῖ, ἐάν ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα
ἀτέρμονο δυναμικό, ἐάν ὑπάρχει ἀκόμα ὕλη ἀνίκητη ἀπό τήν μορφή, μ’ ἕνα
διονυσιακό χαρακτήρα, στόν ὁποῖο δέν ἔχουν ἀκόμα τεθεῖ ὅρια καί σύνορα.
Ἀκόμα καί ὁ πιό τέλειος πολιτισμός δέν εἶναι προορισμένος νά ζήσει μία
αἰώνια ζωή, ἀφοῦ ὁ θάνατος ἀναπόφευκτα τόν ἀπειλεῖ. Καί σ' αὐτό
βρίσκεται ἡ πηγή τῆς ὀδύνης γιά κάθε ἰδιαιτέρως ἐκλεπτυσμένο πολιτισμό.
Ἡ ἐξάντληση ἀπειλεῖ κάθε ἀριστοκρατία. Ὁ κλασσικισμός εἶναι ἕνα αἰώνιο
ἀξίωμα κάθε ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, χωρίς τό ὁποῖο ἡ τελειότητά του εἶναι
ἀνέφικτη. Ἀλλά ὁ κλασσικισμός εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τό πεπερασμένο, μία
δυσαρέσκεια γιά τό ἄπειρο, τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φοβόντουσαν. Τό
ἄπειρο εἶναι δυσανάλογο κάθε εἴδους μορφῆς, καί ὅλα ὅσα εἶναι ἀνάλογα
τῆς τέλειας μορφῆς, ἔχουν νά φοβοῦνται ἀπό τό ἄπειρο. Ὁ ρομαντισμός,
ὅμως, χωρίς νά ἔχει γνωρίσει τήν ἐπιτυχία στήν μορφή, εἶναι ἡ ἀγάπη γιά
τό ἄπειρο, ἀλλά χωρίς τήν δύναμη νά διεισδύσει σ' αὐτό καί νά τό
τιθασσεύσει. Ὁ κλασσικισμός, στόν πολιτισμό τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καί
περισσότερο τοῦ παλαιότερου, τοῦ τελειότερου καί ἐκλεπτυσμένου
πολιτισμοῦ τῆς Γαλλίας, τόσο σαγηνευτικοῦ μέ τήν αἴσθηση τῆς διαύγειάς
του, κατάγεται ἀπό τόν κλασσικισμό τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ, στόν
ὁποίο ἐπιθυμεῖ νά παραμείνει πιστός. Ὁ πολιτισμός τῆς Μεσογείου
παρουσιάζει τόν ἑαυτό του ὡς καθολικό καί αἰώνιο, ἐνῶ ὅλος ὁ ὑπόλοιπος
κόσμος – εἶναι ἕνας κόσμος βαρβάρων. Αὐτή ἡ ἀρχαία ἀλαζονεία,
κατεστραμμένη ἀπό τήν οὐκουμενικότητα τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου, ἔχει
ἐπιστρέψει στόν πολιτισμό τῆς δυτικῆς Εὐρώπης στήν σύγχρονη ἐποχή. Καί
ἔτσι αὐτό μᾶς φέρνει μπροστά στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος Ἀνατολῆς
καί Δύσης.
Οἱ ἔννοιες τῆς «Ἀνατολῆς» καί τῆς «Δύσης» εἶναι πολύ ρευστές καί
ἀπροσδιόριστες. Καί αὐτές οἱ ἔννοιες τῆς Ἀνατολῆς καί Δύσης, ὅπως
χρησιμοποιοῦνται στήν ἐποχή μας, δέν ὀρθώνουν καθόλου τό ἀνάστημά τους
ἀπέναντι στήν κριτική. Ὁ ἴδιος ὁ ἑλληνορωμαϊκός πολιτισμός τῆς
Μεσογείου, τόν ὁποῖο θέλουν νά βάλουν ἀπέναντι στήν Ἀνατολή, ἦταν
παντοιοτρόπως ὑποκείμενος σέ ἐπιρροές ἀπό τήν Ἀνατολή. Χωρίς τήν
ἀλληλεπίδραση μέ τήν Ἀνατολή, πού πάντοτε ἀνάμεσα σ' αὐτό ἐμπεριείχετο
ἕνας βαθμός πάλης, δέν θά ὑπῆρχε τώρα. Ὁ πολιτισμός τοῦ Αἰγαίου
προερχόταν ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἔξωθεν αὐτοῦ, ἀπό τήν Θράκη, ἔφτασε στήν
Ἑλλάδα ὁ θεός Διόνυσος, καί χωρίς αὐτόν τόν Ἀνατολικό θεό δέν θά εἶχε
ὑπάρξει ἡ μεγαλύτερη δημιουργία τῆς ἑλληνικῆς ἰδιοφυΐας, ἡ ἑλληνική
τραγωδία, δέν θά εἶχαν ὑπάρξει τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τῆς ἑλληνικῆς
θρησκείας. Ὁ Ὀρφισμός ἦταν γεμάτος στοιχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Ἦταν πολύ
ἔντονος στόν Πλάτωνα, τόν ὁποῖο ὁρισμένοι θεωροῦν φιλόσοφο τῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ ἑλληνική ἰδιοφυΐα τῆς Ἀπολλώνιας μορφῆς τιθάσσευσε τό θυελλῶδες
διονυσιακό στοιχεῖο, χωρίς τό ὁποῖο δέν θά ἦταν ἱκανή νά καταφέρει
τίποτα. Καί πόσο σπουδαῖες ἦταν οἱ ἐπιρροές τῆς Αἰγύπτου! Ἡ σύγχρονη
Εὐρώπη τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἀγαπᾶ τόν ἑλληνικό ὀρθολογισμό καί θετικισμό πού
θεωροῦνται δυτικοί, ἀλλά ὄχι τήν Ἑλλάδα τοῦ μυστηρίου καί τῆς τραγωδίας,
τοῦ Ἡράκλειτου καί τοῦ Πλάτωνα, σέ κάθε περίπτωση ὄχι τοῦ Πλάτωνα τοῦ
μύθου, ὄχι αὐτῆς τῆς βαθιᾶς ὄψης τῆς Ἑλλάδας, ἡ ὁποία ἀποκάλυψε τόν
ἑαυτό της στόν Μπαχόφεν [1815-1887] καί στόν Nίτσε [1844-1900]. Σέ
κάποια συγκεκριμένη στιγμή, ἡ Ἑλλάδα μετασχηματίστηκε σέ Ἀνατολή, σέ
σχέση μέ τήν ρωμαϊκή Δύση. Ἡ ἑλληνιστική ἐποχή, ἐπηρεασμένη ἀπό ἕνα
πνεῦμα καθολικότητας, κατέστρεψε τά ὅρια τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ,
μέσα σ' αὐτή Ἀνατολή καί Δύση ἔφτασαν σέ μία ἄνευ προηγουμένου στενή
σχέση καί ἡ Ἀνατολή ἀποδείχτηκε ὅτι ἔχει συντριπτική πνευματική ἐπιρροή
στήν Δύση. Μέ αὐτό ἐπίσης γίνεται καί ἡ ἀρχή τῆς παγκόσμιας ἱστορίας,
πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν χριστιανισμό. Ἡ Ρώμη, ἡ Δύση στό σημεῖο τῆς
ὑπεροχῆς της, εἶχε πνευματικά κατακτηθεῖ ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπό τούς
πολιτισμούς τῆς Ἀνατολῆς καί τήν οἰκουμενική ὀπτική τῆς Ἀνατολῆς, ἀφοῦ ἡ
ἴδια ἡ Ρώμη ἦταν στερημένη ἀπό ὅλα τά σημάδια θρησκευτικῆς καί
φιλοσοφικῆς ἰδιοφυϊας. Ὁ Franz Cumont [1868-1947], στό βιβλίο του «Les
mysteres de Mithra», λέγει: «Jamais, peut-etre, pas meme a l'epoque des
invasions musulmanes, l'Europe ne fut plus pres de devenir asiatique
qu'au III siècle de notre ere, et il y eut un moment ou le caesarisme
parut sur le point de transferer en un khalifat» [Ποτέ ἴσως, οὔτε κἄν
τήν ἐποχή τῶν μουσουλμανικῶν εἰσβολῶν, δέν βρέθηκε ἡ Εὐρώπη τόσο κοντά
στό νά γίνει ἀσιατική, ὅσο τόν 3ο αἰ., καί ὑπῆρξε καί κάποια στιγμή ὅταν
ὁ καισαρισμός φαινόταν νά εἶναι στό σημεῖο νά μετατραπεῖ σ’ ἕνα
χαλιφάτο]. Ἡ ἀσιατικοποίηση τῆς Δύσης ἦταν ἕνα συνηθισμένο φαινόμενο
παντοῦ στήν ἀρχή τῆς ἐποχῆς μας, τό ὁποῖο καθίστατο δυνατό καί ἀπό τόν
θρίαμβο τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἡ Ἱερουσαλήμ ἀποδείχτηκε νικήτρια ἀπέναντι
στήν Ἀθήνα καί στήν Ρώμη. Τό φῶς ἔφτανε ἀπό τήν ἔρημο τῆς Ἀνατολῆς, καί
ὄχι ἀπό τόν κλασσικό πολιτισμό. Αὐτό εἶναι κάτι ἀδιαμφισβήτητο γιά
ὁποιονδήποτε δέν ἦταν παιδί τοῦ Βολταίρου. Σέ ὅλην τήν περίοδο τοῦ
Μεσαίωνα, ὁ κόσμος τῆς Ἀνατολῆς καί ὁ κόσμος τῆς Δύσης δέν ἦσαν οὔτε
ἀπομονωμένοι οὔτε ἀποκομμένοι μεταξύ τους. Ἡ τελική ἀπομόνωση ἐπῆλθε
μόνον ἀφοῦ κατασκευάστηκαν σιδηροδρομικές γραμμές καί ἑδραιώθηκαν τά
μέσα ἐπικοινωνίας. Ὑπῆρξε μία περίοδος πού τό Βυζάντιο, μέσα στό ὁποῖο ἡ
Ἑλλάδα ἔγινε Ἀνατολή, ἦταν ἡ κορυφή τῆς ἐκλεπτυσμένης κουλτούρας, καί ἡ
Δύση πῆρε στοιχεῖα ἀπό αὐτό γιά τίς δικές της πολιτιστικές ἐπιρροές.
Μέσα ἀπό τούς Ἄραβες, ἀνακάλυψε ἡ Δύση τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος ἔγινε
πάνω ἀπ’ ὅλα ἕνας δυτικός φιλόσοφος. Ὅμως, γιά τήν σύγχρονη Εὐρώπη τοῦ
ἀνθρωπισμοῦ καί τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ἀκόμα καί ἡ ἐποχή τοῦ Μεσαίωνα ἔπρεπε
νά μοιάζει κάπως ἀνατολική.
Μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς περιόδου τῆς Ἀναγέννησης ἀρχίζει ἡ ἀπομόνωση
τῆς Δύσης καί, οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἡ περιθωριοποίηση τῆς
Ἀνατολῆς σε σχέση μέ τήν ἱστορική δυναμική. Ὁ πολιτισμός τοῦ ἀνθρωπισμοῦ
τῆς Δύσης ἔτεινε νά ἀποκρυσταλλώνεται καί νά ἀντιλαμβάνεται τόν ἑαυτό
του σάν νά ἔχει ἐπιστρέψει, ὕστερα ἀπό «αἰῶνες μέσα στό σκοτάδι», στόν
πολιτισμό τῆς ἀρχαιότητας, καί αὐτός συνεπῶς εἶναι ὁ μοναδικός καί
οὐκουμενικός πολιτισμός. Ἀλλά, κατά τήν διάρκεια τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ἡ
Δύση εἶναι λιγότερο καθολική, καί μέσα σ’ αὐτήν ὅλα βρίσκονται ὑπό τήν
ἠθική τῆς ἰδιαιτερότητας. Ἀνάμεσα σέ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει μιά ἐποχή
θρησκευτικῆς ἀδυναμίας στήν Δύση, μιά ἐποχή τῆς ἐξάλειψης τῆς πίστης,
τῆς ἀποκήρυξης τῆς χριστιανικῆς Ἀποκάλυψης. Μέ τό τέλος τῆς σύγχρονης
ἱστορίας πρέπει ἐπίσης νά τελειώσει ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στόν κόσμο τῆς
Δύσης καί στόν κόσμο τῆς Ἀνατολῆς. Καί ἡ σύγχρονη ἱστορία φτάνει σ' ἕνα
τέλος, ἔχει ξεπεράσει τά ὅρια τῆς ζωῆς της. Θά πρέπει νά ἀρχίσει μιά
περίοδος ἀνάλογη τῆς ἑλληνιστικῆς. Ἐάν τώρα ὑπάρχει κάτι πού θά πρέπει
ἐκ τῶν ἔσω νά ἀντιμετωπίσουμε, αὐτό δέν εἶναι καθόλου ἡ κλασσική
ἀρχαιότητα μέ τήν ἀπολυταρχία της, ἀλλά μᾶλλον ἡ στιγμή τῆς κατάρρευσης
τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅταν τό ἔδαφος εἶχε ἀνοίξει, ὅταν ὅλα τά σύνορα καί
οἱ διαχωρισμοί εἶχαν πέσει, καί ὁ κόσμος ἦταν ἕτοιμος νά δεχθεῖ τήν
ἔλευση ἑνός ἰσχυροῦ φωτός. Ἤδη στήν ἀρχή τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά
τό 1915, εἶχα γράψει ἕνα ἄρθρο, «Τό τέλος τῆς Εὐρώπης» [«Birzhevye
vedomosti», 12 Ἰουνίου 1915, no. 14900], στό ὁποῖο ὑποστήριξα ὅτι ὁ
αἱματηρός ὄλεθρος τοῦ Παγκοσμίου Πολέμου θά πρέπει νά ὁδηγήσει σέ μία
συνάντηση τοῦ κόσμου, σέ μία πρωτόγνωρη ἀλληλεπίδραση Ἀνατολῆς καί
Δύσης, ὅτι ἡ Εὐρώπη τελείωνε μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν θά ἐξακολουθοῦσε νά
ἀποτελεῖ ἕνα ἀποκλειστικό μονοπώλιο πολιτισμοῦ, ὅτι οἱ μεγάλες ἀξίες τοῦ
εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ θά περάσουν πάνω ἀπό ὅλον τόν κόσμο, μέ τούς
λαούς καί τίς κουλτούρες τῆς Ἀνατολῆς νά εἰσέρχονται ἐκ νέου στήν
παγκόσμια ἱστορία, ὡς μία ἀπό τίς καθοριστικές της δυνάμεις. Νομίζω ὅτι
εἶχα δίκιο. Ἔχουμε εἰσέλθει σέ μία ἐποχή ἑνοποίησης καί προσέγγισης
ποικίλων κόσμων, θρησκευτικῶν, διανοητικῶν, λογοτεχνικῶν, πολιτικῶν καί
κοινωνικῶν. Καί οἱ τεράστιες συνέπειες δέν εἶναι ἀκόμα ἐμφανεῖς. Αὐτό
δέν εἶναι καθόλου θέμα ἁπλοῦ διεθνισμοῦ, ἤ κάποιου θέματος ἀπρόσωπου καί
κενοῦ. Ἡ ἐξέγερση τῶν αὐταρχικῶν καί ἰδιαίτερων πολιτισμῶν ἐνάντια σ'
αὐτή τήν παγκόσμια ὁρμή εἶναι μία ἀντίδραση τῆς σύγχρονης ἐποχῆς πού
πεθαίνει, εἶναι ἕνας φόβος ἀπέναντι σ' αὐτό πού πρόκειται νά ἔρθει. Καί
κυρίως θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά καλωσορίσουν
μία παγκόσμια ἐποχή. Ἡ οἰκουμενικότητα, σίγουρα, δέν ὑποδηλώνει, στό
παρόν, τήν ἄρνηση τῶν μεμονωμένων ἐθνικοτήτων οὔτε τήν ἀποκήρυξη τῶν
θετικῶν ἀξιῶν τῶν ἐθνικῶν πολιτισμῶν. Ἀλλά ὁ κόσμος τῆς Δύσης καί ὁ
κόσμος τῆς Ἀνατολῆς πρέπει νά ἀναδυθοῦν ἀπό τήν ἀπομόνωσή τους.
Κάθε κόσμος κλεισμένος στόν ἑαυτό του εἶναι καταδικασμένος σέ θάνατο,
ἐάν δέν δεχθεῖ μία εἰσροή δυνάμεων ἀπό ἄλλους κόσμους, ἐάν ὕστερα ἀπό
χρόνια ἀπομόνωσης ἀποτύχει νά ἀναπνεύσει τόν ἀέρα τοῦ κόσμου. Ὅταν
χρησιμοποιοῦμε τούς ὅρους «Ἀνατολή» καί «Δύση», λειτουργοῦμε μέ πολύ
ἀφηρημένες καί ὑποθετικές ἔννοιες. Ὑπάρχουν πολλές καί ποικίλες Ἀνατολές
καί πολλές καί ποικίλες Δύσεις. Ὅσο πιό πολύ εἰσχωρῶ στήν ζωή τῆς
Δύσης, τόσο πιό πολύ πείθομαι ὅτι δέν υπάρχει κανένα εἶδος ἰδιαίτερου
πολιτισμοῦ τῆς Δύσης, ἀλλά αὐτό ἐπινοήθηκε ἀπό τούς Ρώσσους Σλαβόφιλους
καί τούς Δυτικόφιλους, γιά νά ἀποσαφηνίσουν τά σημεῖα τῆς ἀντίθεσής
τους. Στό κέντρο τῆς δυτικῆς Ευρώπης βρίσκονται πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ Γαλλία
καί ἡ Γερμανία. Ἀλλά ἀνάμεσα στόν γαλλικό καί στόν ρωμαϊκό πολιτισμό
γενικά, σέ ἀντίθεση μέ τόν γερμανικό πολιτισμό ὑπάρχει ἄβυσσος πολύ
μεγαλύτερη ἀπό αὐτήν πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στόν γερμανικό πολιτισμό καί
τόν ρωσσικό πολιτισμό ἤ αὐτόν τῆς Ἰνδίας, ἄν καί ἐδῶ ἀκόμα καί οἱ
διαφορές εἶναι κολοσσιαῖες. Παρ’ ὅλα αὐτά, θά ἦταν ἀβάσιμο νά
ἰσχυριστοῦν οἱ Γάλλοι ὅτι ἡ γερμανική κουλτούρα, ἔχοντας ἀναπτύξει
σπουδαία φιλοσοφία, μυστικισμό καί μουσική, θά πρέπει νά ἀπολογηθεῖ γιά
τό ὅτι δέν ἔχει κληρονομήσει τόν ἑλληνορωμαϊκό πολιτισμό τῆς Μεσογείου, ἤ
ὅτι δέν ἀποτελεῖ ἄμεση συνέχειά της. Ὁ ἀγγλοσαξωνικός κόσμος εἶναι
ὁμοίως ἕνας τελείως μοναδικός κόσμος. Καί ὁ ἀμερικανικός πολιτισμός
εἶναι κατά πολύ πιό διαφορετικός ἀπό τόν πολιτισμό τῶν Γάλλων, σέ σχέση
μέ τό πόσο διαφορετικός εἶναι ὁ γαλλικός πολιτισμός ἀπό τόν ρωσσικό. Ὁ
ρωσσικός πολιτισμός ἔχει μία σχέση μέ τόν ἑλληνικό, τήν ὁποία ὁ
ἀμερικανικός δέν ἔχει καθόλου. Μπορεῖ κανείς νά μιλήσει μόνο γιά τόν
δυτικό πολιτισμό μόνον ἀφηρημένα, στήν βάση τῶν στοιχείων τῆς ἐπιστήμης,
τῆς τεχνολογίας, τῆς δημοκρατίας, κ.ἄ. Ὅσον ἀφορᾶ στό πνεῦμα, ὅμως, οἱ
διαφορές εἶναι τεράστιες. Τό ἴδιο θά πρέπει ἐπίσης νά εἰπωθεῖ καί γιά
τήν Ἀνατολή. Ὁ ρωσσικός κόσμος, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική Ἀνατολή, ἡ
ἰσλαμική Ἀνατολή, ἡ ἰνδική Ἀνατολή, ἡ κινεζική Ἀνατολή - ὅλοι αὐτοί
εἶναι ἐντελῶς διαφορετικοί κόσμοι. Ὑπάρχει πολύ μικρή συγγένεια μεταξύ
τῆς Ρωσσίας καί τῆς Ἰνδίας. Ὁ ἰνδουϊσμός δέν ἀποδέχεται τήν ἱστορία, δέν
ἀναγνωρίζει τό ἄτομο, ἀρνεῖται τήν Ἐνσάρκωση. Ἡ χριστιανική Ρωσσία
εἶναι παρόμοια μέ τό ἀρχαῖο Ἰσραήλ στόν προσανατολισμό της γιά τήν
σημασία τῆς ἱστορίας καί τῶν βιωμάτων της, σάν σέ τραγωδία, πιστεύει
στήν Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ, περιμένει τήν Δευτέρα Παρουσία, καί μαρτυρικά
βιώνει τό πρόβλημα τοῦ ἀτόμου καί τοῦ πεπρωμένου της.
Ἐν τούτοις, μποροῦμε νά μιλήσουμε συμβολικά γιά τήν «Ἀνατολή» καί γιά
τήν «Δύση». Ἡ Δύση έχει ἀδιαμφισβήτητα μία σπουδαία ἀποστολή στήν
παγκόσμια ἱστορία καί ἔχει ἐπιδείξει ἐξαιρετικές προόδους κατά τήν
διάρκεια τῆς ἐκπλήρωσής της. Ἡ ἀποστολή τῆς Δύσης ἔχει νά κάνει μέ τήν
ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου μέσα στόν πολιτισμό, μέ τήν αὐξανόμενη
πολυπλοκότητα καί τήν ἐκλέπτυνση τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου τοῦ
ἀνθρώπου, τήν ἐντατικοποίηση τῆς ἱστορικῆς δράσης καί τήν ἀντίληψη τῶν
ἀρχῶν στήν σκέψη καί τήν δημιουργικότητα. Ὁ ἀνθρωπισμός τῆς Δύσης ἔχει
παγκόσμια σημασία, μέ τήν πραγματοποίηση τῶν πεπρωμένων τοῦ ἀνθρώπου.
Καί ὁ κόσμος τῆς Ἀνατολῆς θά πρέπει νά συνδεθεῖ μέ τόν ἀνθρωπισμό τῆς
Δύσης. Ἀλλά ὁ πολιτισμός τῆς Δύσης, ἔχοντας ἀξιοποιήσει ὑπέρ τό δέον τίς
δυνατότητες καί παρέχοντας μία ὑπεροχή στίς ἀρχές, ἔχει ὁδηγηθεῖ στήν
ἀπομόνωση καί τήν σκλήρυνση τῆς συνείδησης, ἐγκαθιστώντας παντοῦ
διαχωρισμούς, σύνορα καί ὅρια. Ἐπειδή εἶναι ἔτσι κλειστός, δέν ἐπέτρεψε
μία ἀνάσα ζωῆς. Ἡ τελειότητα τῆς μορφῆς ἔγινε κίνδυνος γιά τήν διατήρηση
τῆς ζωῆς. Κάποτε ἔτυχε νά μοῦ πεῖ ἕνας ἀπό τούς πιό ἐκπληκτικούς
καθολικούς θεολόγους τῆς Δύσης, ὁ Γκουαρντίνι [1885-1968], ἐπικεφαλῆς
τοῦ γερμανικοῦ κινήματος νέων, τό ἑξῆς: μόνο σέ σᾶς, στήν Ρωσσία, ἔχει
ἀκόμα διατηρηθεῖ τό διονυσιακό στοιχεῖο τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο σέ μᾶς, στήν
Δύση, δέν ὑπάρχει πιά, ἔχει ἐξαλειφθεῖ, ἔχει ἐξασθενήσει ἀπό τήν
ἐπικράτηση τῆς μορφῆς, ἡ ὁποία δέν ἔχει πιάσει σέ σᾶς τούς Ρώσσους. Οἱ
Ρῶσσοι ἀντιλαμβάνονται διαφορετικά τήν ἀντιστοιχία μεταξύ τῆς μορφῆς καί
τῆς ὕλης, μεταξύ τοῦ ἐνεργείᾳ καί τοῦ ἐνεργείᾳ, ὅπως στόν Ἀριστοτέλη. Ἡ
ρωσσική σκέψη ἔχει τήν τάση νά βλέπει τήν δραστηριότητα στήν ἴδια τήν
δύναμη τῆς ζωῆς καί ὄχι στήν προσέγγιση, στήν ὁποία αὐτή ἡ μορφή,
ἐρχόμενη ἔξωθεν, ἐπιβάλλεται στήν ὕλη. Ἐξ αὐτοῦ λοιπόν προέρχεται ἡ
ἔντονη ἀντιπάθεια τοῦ ρωσσικοῦ πνευματικοῦ τύπου γιά τόν φορμαλισμό καί
τόν νομικισμό στόν πολιτισμό, γιά τούς αὐταρχικούς ἰσχυρισμούς στήν
θρησκευτική ζωή, γιά τόν ὀρθολογισμό στήν σκέψη, γιά μία ὑπεροχή
ἐξωτερικῶν διατάξεων στήν ἐσωτερική ὀργανική ζωή. Ὑπάρχει ἐπίσης μία
ἀντιπάθεια γιά τόν ἀτομικισμό, καθώς ἐμπεριέχει ἕναν διαχωρισμό, μία
αἴσθηση ὅτι βρίσκεται κανείς σέ μικρό κλειστό χῶρο, βάζοντας σύνορα στόν
πλοῦτο τῆς ζωῆς, γιά τήν ρωμαϊκή ἔννοια τῆς ἰδιοκτησίας, γιά τήν ὕπαρξη
ὑψηλῶν τειχῶν γύρω ἀπό τήν κατοικία κάποιου καί κλειστῶν πυλῶν, γιά τήν
ὁριοθέτηση τῶν δικαιωμάτων καί τήν πάλη γιά τά δικαιώματα τοῦ καθενός
ἔναντι τῶν δικαιωμάτων τῶν ἄλλων. Ἀλλά αὐτή ἡ ἀντιπάθεια γιά τόν
ἀτομικισμό δέν ἔχει τίποτα κοινό μέ τήν ἄρνηση τοῦ ἀτόμου, ὅπως συχνά
μπορεῖ νά φαίνεται στούς ἀνθρώπους τῆς Δύσης. Καί συνεπῶς μέσα καί στήν
λογοτεχνία ὑπάρχει ἡ ἀπαίτηση τῶν Ρώσσων νά ἐκφράσουν τήν ψυχή τους καί
τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς, ὅμως μέσα σέ αὐτό [ὑπάρχει] καί μία
ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης ὅτι τά μυστήρια τῆς ζωῆς, ἡ ζῶσα πραγματικότητα,
μποροῦν στήν πραγματικότητα νά ἐκφραστεῖ μέ λέξεις ἤ μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη
μορφή. «Σκέψη πού μαρτυρεῖται εἶναι ψέμα», λέγει ὁ Τιοῦτσεφ
[1803-1873]. Μέσα σ’ αὐτό βρίσκεται ἡ συνεχής ἀμφιβολία καί ἡ σκέψη τῶν
Ρώσσων σχετικά μέ τήν αιτιολόγηση τοῦ πολιτισμοῦ, ἀμφιβολίες πού εἶναι
θρησκευτικές, ἠθικές, κοινωνικές. Ἐξ οὗ καί ἡ δυσκολία νά φθάσει κανείς
τήν τελειότητα στήν δημιουργικότητά του. Ἐν ὀνόματι τοῦ πολιτισμοῦ στον
ὁποῖο πιστεύει τόσο, ἡ Δύση ἐπέτρεψε νά τεθοῦν ὅρια στήν ζωή ὥστε νά
ἐξασθενήσει τήν δύναμή της, πιστεύει ὑπερβολικά στήν λέξη, στήν ἔννοια,
στήν μορφή, στήν ὀργάνωση, στά δικαιώματα, ὥστε νά εἶναι ὑποδεέστερες ἡ
ψυχή, ἀλλά καί ἡ ζωή. Στήν Δύση μόνον οἱ ρομαντικοί ξεσηκώθηκαν ἐναντίον
αὐτοῦ. Στήν Ρωσσία δέν ἦταν ἀπαραίτητο νά εἶσαι Ρομαντικός γιά νά
ἀποτρέψεις τήν κυριαρχία τῆς μορφῆς ἔναντι τῆς ζωῆς. Καί μέ αὐτό
συνδέονται ὄχι μόνον οἱ θετικές, ἀλλά καί οἱ ἀρνητικές καί δύσκολες
πλευρές τοῦ ρωσσικοῦ πνευματικοῦ τύπου.
Ἡ Ἀνατολή εἶναι ἡ γῆ τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐκεῖ ὁ Θεός συνομίλησε μέ τόν
ἄνθρωπο, ἄτομο πρός ἄτομο. Ὅλες οἱ θρησκεῖες ἐμφανίστηκαν στήν Ἀνατολή- ἡ
ἑβραϊκή θρησκεία καί ἡ δική μας χριστιανική θρησκεία, καθώς καί ὁ
μωαμεθανισμός, ὁ βουδδισμός, ὁ βραχμανισμός, ὁ ζωροαστρισμός
[parseeism]. Ἡ Δύση δέν ἔχει δημιουργήσει οὔτε μία θρησκεία, οὔτε ἔχει
ἀκούσει ἄμεσα τήν φωνή τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, ἡ Δύση ἔχει ἀναπτύξει τήν
χριστιανική θρησκεία καί ἔχει κάνει πολλά, ἀλλά τήν ἔχει ἀναπτύξει μέ
τίς μεθόδους τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ Δύση εἶναι ἡ γῆ τοῦ πολιτισμοῦ καί οἱ
λαοί τῆς Δύσης σπανίως ἀμφισβητοῦν τήν ἀπόλυτη ἀξία καί τό ἀπόλυτο ἀγαθό
τοῦ πολιτισμοῦ. Τά σύμβολα τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης τείνουν νά
σηματοδοτοῦνται: Ἱερουσαλήμ ἤ Ἀθήνα, ἀποκάλυψη ἤ πολιτισμός. Ἴσως δέν
θέλει κανείς νά ἐπιλέξει ἀνάμεσά τους καί ἀντί αὐτῶν νά πεῖ - καί
Ἱερουσαλήμ καί Ἀθήνα, καί ἀποκάλυψη καί πολιτισμός. Οἱ πρῶτοι διδάσκαλοι
τῆς Ἐκκλησίας ἔτειναν νά ἑνώσουν τήν Ἱερουσαλήμ μέ τήν Ἀθήνα. Ἀλλά
εἶναι ἀναγκαῖο νά κάνουμε τήν διάκριση ἀνάμεσα σ’ αὐτές τίς ἀρχές τοῦ
κόσμου καί νά δημιουργήσουμε ἀνάμεσά τους μία ἱεραρχική ἀναλογία. Τό
κέντρο τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ εἶναι, βεβαίως, στήν Δύση, ἀλλά οἱ
πηγές, ἀπό τίς ὁποῖες αὐτός ὁ κόσμος ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τόν ἄλλο κόσμο,
εἶναι στήν Ἀνατολή. Ἀνατολή καί Δύση - δέν εἶναι τόσο γεωγραφικοί οὔτε
ἱστορικοί τομεῖς, πάντοτε ὑποθετικοί καί μεταβαλλόμενοι, οὔτε κἄν μορφές
πολιτισμοῦ, ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν Δυτικές κουλτοῦρες, στίς ὁποῖες δέν ἔχουν
εἰσέλθει στοιχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, - Ἀνατολή καί Δύση, - εἶναι σύμβολα, τό
σύμβολο τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου, τῆς Ἀποκαλύψεως, τοῦ ἥλιου πού δύει –
τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ Ἀνατολή εἶναι τό βασίλειο τῆς γένεσης. Εἶδε τήν
δημιουργία καί τήν πτώση τοῦ κόσμου καί σ’ αὐτήν παρέμεινε ἀκίνητο τό
ἀρχέγονο χάος. Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε στήν Ἀνατολή, στήν Δύση
δημιουργήθηκε ὁ πολιτισμός καί ἐκεῖ ἐπίσης ξύπνησε ἡ λογική. Ἡ Δύση
εἶναι ἀκριβῶς στό μέσον τοῦ ἱστορικοῦ μονοπατιοῦ τοῦ κόσμου καί τοῦ
ἀνθρώπινου εἶδους, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος. Σ’ αὐτό τό μεσαῖο
σημεῖο δημιουργήθηκε καί ἀναπτύχθηκε σπουδαῖος πολιτισμός, καί ἡ σκέψη
τοῦ ἀνθρώπου ἔδειξε τήν δύναμή της. Ἀλλά τά τελικά πεπρωμένα τοῦ
πολιτισμοῦ παραμένουν κρυμμένα καί συχνά στούς ἀνθρώπους τῆς Δύσης αὐτό
φαίνεται ἀτελείωτο. Γιά νά ἀποκαλύψουμε τά τελικά πεπρωμένα χρειάζεται
μία στροφή πρός τήν Ἀνατολή, πρός τήν πηγή τῶν πραγμάτων, παρόμοια μέ
τήν Ἀποκάλυψη, τήν ἀποκάλυψη τοῦ τέλους, ἡ ὁποία σχετίζεται μέ τήν ἀρχή,
μέ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως. Ἀλλά ποῦ βρίσκεται ἡ Ρωσσία, πού μᾶς
ἐνδιαφέρει σ’ αὐτήν τήν συνάντηση, - εἶναι Ἀνατολή ἤ Δύση;
Ἡ ρωσσική σκέψη, σέ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ 19ου αἰ. βασανιζόταν νά
ἀπαντήσει σ’ αὐτό τό ἐρώτημα καί προκάλεσε τήν δημιουργία δύο ἀντίπαλων
ρευμάτων - τόν Σλαβοφιλισμό καί τήν Δυτικοφιλία. Ἡ Ρωσσία δέν εἶναι μόνο
μία ἐθνικότητα, ἡ Ρωσσία εἶναι ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, ἕνας σχεδόν
παράξενος κόσμος. Καί ἀδιαμφισβήτητα μέσα του ἔχει συμβεῖ ἡ συνάντηση
Ἀνατολῆς καί Δύσης, στήν ὁποία ὑπάρχουν δύο στοιχεῖα, τά ὁποῖα καί
βρίσκουν τήν ἑνότητά τους, ἀλλά καί ὁδηγοῦνται σέ μία πάλη μεταξύ τους. Ἡ
Ρωσσία εἶναι μία Ἀνατολή-Δύση καί σ’ αὐτήν ὑπάρχει μία πηγή τῆς
πολυπλοκότητας καί τοῦ μαρτυρίου τῆς μοίρας της, ἡ θλιβερή ἱστορία της.
Στήν ψυχή τοῦ πολιτισμένου Ρώσσου, ἐπίσης, διαδραματίζεται ἡ πάλη
ἀνάμεσα στήν Ἀνατολή καί τήν Δύση. Ἕνας Ρῶσσος περιμένει μέ λαχτάρα τήν
Δύση καί τήν ὀνειρεύεται. Ἐπιδιώκει νά πάει πέρα ἀπό τήν Ἀνατολή καί
παλεύει γιά τόν πλοῦτο. Ὁ δυτικισμός εἶναι ἕνα καθαρά ρωσσικό, ἕνα
ἀνατολικο-ρωσσικό φαινόμενο. Οἱ Ρῶσσοι ἄνθρωποι τῆς κουλτούρας δέν
ἀρέσκονται ἁπλῶς σ’ αὐτόν, ἔχουν ξετρελλαθεῖ μ’ αὐτόν, δέν θά μποροῦσαν
νά ζήσουν χωρίς αὐτόν. Ἡ Ρωσσία ἔχει λάβει πολλά πράγματα ἀπό τήν Δύση.
Στούς Ρώσσους ἀνήκουν οἱ πιό τρυφερές καί διεισδυτικές λέξεις γιά τόν
σπουδαῖο πολιτισμό τῆς Δύσης. Ὁ σλαβόφιλος Κομιάκωφ [1804-1860] ὀνόμασε
τήν δυτική Εὐρώπη ὡς «τήν γῆ τῶν ἱερῶν θαυμάτων». Ὁ βυζαντινιστής
Λεόντιεφ [1831-1891] ἦταν ἀπολύτως ἐρωτευμένος μέ τό σπουδαῖο παρελθόν
τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Καί, τελικά, ἀκόμα καί ὁ Ντοστογιέφσκι
[1821-1881], ὁ ὁποῖος γιά πολλούς ἀνθρώπους στήν Δύση προσωποποιεῖ τήν
μυστηριώδη, χαοτική καί ἀποκρουστική Ἀνατολή, μίλησε μέ πολύ συγκινητικά
λόγια γιά τό μεγαλεῖο τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καί ὅρισε τόν Ρῶσσο ὡς
πατριώτη τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Οἱ μεγαλύτεροι Ρῶσσοι στοχαστές καί
συγγραφεῖς εἶχαν τήν τάση νά ἀποδοκιμάζουν ὄχι τήν Δύση γενικά, ὄχι τήν
δυτική κουλτούρα γενικά, ἀλλά κυρίως τόν μοντέρνο δυτικό πολιτισμό, ὁ
ὁποῖος ἦταν χωρίς θεό καί ἀστικός, ἔχοντας ἐγκαταλείψει τό σπουδαῖο
παρελθόν του. Ἡ Ρωσσία δέν εἶναι ἐκείνη ἡ Ἀνατολή, ἡ ὁποία εἶδε τήν
δημιουργία τοῦ κόσμου καί τήν ἀρχή τῶν πραγμάτων. Στήν Ρωσσία ὁ κόσμος
δέν ἀρχίζει, ὅπως γίνεται μέ τήν αὐθεντική Ἀνατολή, ἀλλά μᾶλλον
τελειώνει. Ἡ Ρωσσία, ἔχει, τρόπον τινά, ἀναζητήσει νά δεῖ τό τέλος τῶν
πραγμάτων, καί σ' αὐτό βρίσκεται τό θρησκευτικό της πάθος. Ἔτσι πρέπει
νά εἶναι καί ἡ κατάσταση μέ τήν χριστιανική Ἀνατολή.
Ὅμως, στήν σχέση της μέ τόν πολιτισμό, στό πρόσωπο τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ
πού στεκόταν στίς κορυφές τῆς κουλτούρας, ἡ Ρωσσία βασανίζεται μέ
ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν αἰτιολόγηση τῆς ὕπαρξης τοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι ὁ
πολιτισμός αὐθεντική δημιουργία καί ζωή; Δέν εἶναι μία ἀποτυχία τῆς
ζωῆς; Δέν εἶναι τό τίμημα τοῦ πολιτισμοῦ τόσο μεγάλο, δέν εἶναι μία
προδοσία τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἀνθρώπων; Δέν ὀφείλει ἡ δημιουργικότητα τῶν
πολιτιστικῶν ἀξιῶν νά παραδοθεῖ στήν δημιουργικότητα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς,
μιᾶς καινούργιας μεταφορφωμένης ζωῆς; Αὐτά τά ζητήματα εἶναι καθαρῶς
ρωσσικά ζητήματα, καθαρῶς ρωσσικές σκέψεις σχετικά μέ τήν πολιτιστική
κατάσταση, στήν ὁποία ζεῖ ἡ Δύση, χωρίς νά ἔχει καθόλου ἀμφιβολίες γιά
τό ὄφελος καί τήν ἀξία της. Οἱ Ρῶσσοι, καί κυρίως οἱ πιό δημιουργικοί
καί πολιτισμένοι Ρῶσσοι, ἔχουν βιώσει αὐτό πού θά μποροῦσε νά ὀνομαστεῖ
ἀποκάλυψη τοῦ πολιτισμοῦ, ἕνα εἶδος φόβου γιά τήν τελική Κρίση σχετικά
μέ τόν πολιτισμό. Καί αὐτό ἐναρμονίζεται πλήρως μέ τήν ἐσχατολογία τῆς
ρωσσικής Ὀρθοδοξίας. Ἡ μοῖρα τριῶν Ρώσσων μεγάλων συγγραφέων – τοῦ
Γκόγκολ [1809-1852], τοῦ Τολστόϊ [1828-1910] και τοῦ Ντοστογιέφσκι-
εἶναι μάρτυρας τῆς τραγωδίας τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς δημιουργικότητας.
Στήν μοῖρα τοῦ Toλστόϊ, ὁ ὁποῖος εἶναι πιό ἐκπληκτικός ἀπό τά διδάγματά
του, αὐτό ἔγινε φανερό σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ὁ ρωσσικός πολιτισμός τοῦ
19ου αἰ. καί ἡ σπουδαία ρωσσική λογοτεχνία δέν ἦταν προικισμένη μέ
κανένα εἶδος ἀναγεννησιακοῦ χαρακτήρα, ἐνῶ οἱ Ρῶσσοι δέν δημιούργησαν τα
ἔργα τους ἐξ αἰτίας ἑνός χαρούμενου ἐνθουσιασμοῦ ἤ κάποιου ἐλεύθερου
παιχνιδιοῦ δυνάμεων.
Μόνο στόν Πούσκιν [1799-1837] ὑπῆρχε ἡ λάμψη μιᾶς ἀναγεννησιακῆς
μορφῆς, ἀλλά αὐτό ἦταν ἁπλῶς μία σύντομη στιγμή δημιουργικῆς χαρᾶς στήν
ἀρχή τοῦ 19ου αἰ., στόν χρυσό αἰῶνα τῆς ρωσσικῆς ποίησης. Ἡ ρωσσική
λογοτεχνία, πάρα πολύ θλιβερή, πέρασε ἀπό πολλά μονοπάτια. Οἱ
δημιουργικοί Ρῶσσοι συγγραφεῖς ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπό τά βάσανα τοῦ
κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀναζητοῦσαν τήν σωτηρία καί τήν λύτρωση ἀπό τά
βάσανα. Ἡ ρωσσική λογοτεχνία, μέσα ἀπό τά πιό ἀξιόλογα ἔργα της,
ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ἀναζητεῖ τήν θρησκευτική σημασία τῆς ζωῆς
καί ἐπιθυμεῖ νά περάσει σέ μία θρησκευτική δραστηριότητα. Στό
ἀποκορύφωμά της ὑπερβαίνει τά ὅρια καί δέν ἔχει καμμία ἐπιθυμία νά
γνωρίσει νόμους, οἱ ὁποῖοι θά τήν περιόριζαν μέσα σ’ ἕνα κλειστό καί
διαφοροποιημένο τομέα. Ἐμεῖς, ὡς Ρῶσσοι, τείνουμε νά εἴμαστε άνθρωποι
γενικά ἄνομοι καί σέ ὅλα ὑπερβαίνουμε τά ὅρια. Ὁ πολιτισμός τῆς δυτικῆς
Εὐρώπης καί ἡ λογοτεχνία της τείνουν πάντοτε νά γλιστροῦν μέσα στίς
κατηγορίες τοῦ κλασσικισμοῦ καί τοῦ ρομαντισμοῦ. Καί αὐτό μαρτυρεῖ τίς
ἑλληνορωμαϊκές τους ρίζες. Ἐάν ἐλέγετο σ’ ἕναν τυπικό άνθρωπο τῆς Δύσης
ὅτι κάποιος Ρῶσος συγγραφέας δέν εἶναι κλασσικός, τότε [ἐκεῖνος] θά τόν
ὑποπτευόταν ὡς ρομαντικό. Ἀλλά, στήν πραγματικότητα, ὁ κλασσικισμός καί ὁ
ρομαντισμός δέν εἶναι κατά κανένα τρόπο ρωσσικές κατηγορίες. Τά
στοιχεῖα τοῦ κλασσικισμοῦ καί τοῦ ρομαντισμοῦ ἀντιπροσωπεύουν, γιά μᾶς,
κάτι ἐπιτηδευμένο καί δανεικό. Ὁ Ντοστογιέφσκι καί ὁ Toλστόϊ δέν εἶναι
οὔτε κλασσικοί οὔτε ρομαντικοί, αὐτό εἶναι φανερό στόν καθένα. Ἀλλά
μήπως θά ἔπρεπε ὁ Ροζάνωφ [1856-1919] νά τεθεῖ στήν κατηγορία τοῦ
κλασσικισμοῦ ἤ τοῦ ρομαντισμοῦ; Ὁ ρομαντισμός συσχετίζεται μέ τόν
κλασσικισμό καί ἐμφανίζεται ὡς ἡ ἀντίδραση στήν καταπίεση καί τήν
τυραννία τοῦ κλασσικισμοῦ. Ὁ ρομαντισμός εἶναι ἕνα φαινόμενο ἐξ
ὁλοκλήρου δυτικό καί ἀναπτύχθηκε στό ἔδαφος τοῦ ἀνθρωπισμοῦ τῆς Δύσης. Ὁ
ρομαντισμός στήν Ρωσσία ἔχει συχνά ὑπάρξει ὡς νωθρότητα γιά τήν Δύση
καί ὡς ἐμπειρία τῆς ρωσσικής ψυχῆς στίς ἐπιρροές τῆς Δύσης. Τό πνεῦμα
τῆς Ἀνατολῆς δέν εἶναι καθόλου ρομαντικό, ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι γενικά
τό πνεῦμα ρομαντικό, μόνον ἡ ψυχή τείνει νά εἶναι ρομαντική. Οὔτε ὁ
κλασσικισμός οὔτε ὁ ρομαντισμός εἶναι χαρακτηριστικά τοῦ ρωσσικοῦ
πνευματικοῦ τύπου, διότι χαρακτηριστικό του εἶναι μία ἰδιαίτερη μορφή
θρησκευτικοῦ ρεαλισμοῦ. Ἡ ρωσσική δημιουργικότητα ἐπιχειρεῖ νά
διεισδύσει στά ἰδιαίτερα βάθη τῆς ζωῆς, τά βάθη τῆς ὕπαρξης, νά
ἀποκαλύψει τήν ἀλήθεια γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ἐπίσης εἶναι ἡ ἀλήθεια
γιά τόν Θεό, καί ὄχι νά φθάσει σέ τέλειες μορφές, σέ μία σκοτεινή
ἀλήθεια γιά τήν ζωή, τόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό. Ἡ Δύση σέβεται τήν μορφή
πάνω ἀπ’ ὅλα καί ἐπιδιώκει τήν τελειότητα στήν μορφή περισσότερο ἀπό τό
νά εἶναι ὁ ἑαυτός της. Ἀλλά αὐτή εἶναι μία Ἀνατολή, ἡ ὁποία τείνει νά
θυμᾶται ὅτι ἡ πιό βαθιά πηγή της εἶναι ἡ Βίβλος καί ἡ Ἱερουσαλήμ. Δέν
εἶναι πολύς καιρός πού ἐσεῖς, ὡς Γάλλοι, εἴχατε ἕναν ἀξιόλογο συγγραφέα,
ὁ ὁποῖος ἦταν προσεκτικός μέ αὐτήν τήν ἀλήθεια καί ἦταν κοντά στά
ρωσσικά μοτίβα, ἄν καί ἦταν ένας τυπικός Λατίνος. Ἀναφέρομαι στόν
ἄνθρωπο τῆς Ἀποκάλυψης, τόν Λ. Μπλουά [1846-1917]. Δέν φοβόταν κανένα
περαιτέρω ρίσκο, ὅπως τείνουν νά φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι που είναι
αλυσοδεμένοι στον πολιτισμό.
Ὁ δυτικός πολιτισμός ἔχει ἐντελῶς ξεχάσει ὅτι προέρχεται ὄχι μόνον ἀπό
τόν ἑλληνορωμαϊκό πολιτισμό, ἀλλά καί ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Ἀκόμα καί ἡ
χριστιανική Δύση συχνά τό ξεχνᾶ αὐτό. Γιά νά γνωρίσει κανείς τίς
πρωταρχικές πηγές εἶναι ἀπαραίτητο νά στραφεῖ στό βιβλίο τῆς Γενέσεως.
Ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ διήγηση τῆς καταγωγῆς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης, τοῦ
νότου καί τοῦ βορρᾶ, τῆς προέλευσης τοῦ κόσμου. Καί ἐδῶ χρειάζεται νά
λεχθεῖ ὅτι ἡ Βίβλος δέν εἶναι καθόλου θέμα κλασσικισμοῦ, ὅπως δέν εἶναι
καί ὁ ρομαντισμός, καί εἶναι ἀναγκαῖο νά στραφοῦμε στήν Βίβλο γιά νά
κατανοήσουμε τό πεπρωμένο τοῦ κόσμου, πέρα ἀπό ὁποιαδήποτε θέματα
κλασσικισμοῦ καί ρομαντισμοῦ, τῶν κλασσικῶν σχηματισμῶν καί τῶν
ρομαντικῶν ἐσωτερικῶν ἀντιδράσεων πρός αὐτούς τούς σχηματισμούς. Δέν
ὑπάρχει κανείς πού θά ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ Προφῆτες ἤ τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ
εἶναι εἴτε κλασσικά εἴτε ρομαντικά. Μία σύγκριση τοῦ βιβλίου τοῦ Ἰώβ μέ
τήν ἑλληνική τραγωδία, τόν «Οἰδίποδα» τοῦ Σοφοκλῆ διασαφηνίζει τίς
διαφορές μεταξύ τοῦ ἀρχαίου ἑβραϊκοῦ, τοῦ βιβλικοῦ, καί τοῦ κλασσικοῦ,
τοῦ ἑλληνικοῦ [στοιχείου]. Αὐτό πού εἶναι ἐντυπωσιακό στόν «Οἰδίποδα»
εἶναι ἡ πειθήνια παραίτηση στήν μοίρα. Οἱ λέξεις καί οἱ χειρονομίες τοῦ
Οἰδίποδα εἶναι ὄμορφες μέσα ἀπό τό μέτρο τους καί τήν παραίτηση, σ'
αὐτές ὑπάρχει ἕνας αἰσθητικός μετασχηματισμός τῶν δεινῶν. Ὁ Οἰδίποδας,
γιά τά δεινά ἀπό τά ὁποῖα ὑποφέρει καί γιά τά ὁποῖα δέν φταίει, δέν ἔχει
κανέναν νά στραφεῖ γιά βοήθεια, κανέναν νά πολεμήσει, ὁ Οἰδίποδας ζεῖ
σέ ἕναν ἐγγενῶς κλειστό κόσμο, καί δέν ὑπάρχει καμμία δύναμη, στήν ὁποία
νά μπορεῖ νά στηριχθεῖ στόν ἀγῶνα του ἀπέναντι στόν κόσμο.
Ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος θεούς, ἀλλά αὐτοί οἱ θεοί εἶναι ἐνδογενεῖς στόν
κόσμο, πάνω ἀπό αὐτούς κατά τόν ἴδιο τρόπο κυβερνᾶ ἡ μοῖρα, ἡ ὁποία ἔχει
στείλει στόν Οἰδίποδα τά τραγικά του δεινά, χωρίς αὐτός νά φταίει καί
χωρίς νά μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό αὐτά. Ἡ διέξοδος εἶναι δυνατή μόνον
αἰσθητικά. Ἡ κλασσική ἀρχαιότητα δέν ἐγνώριζε τήν πάλη μέ τόν Θεό. Ὁ Ἰώβ
βιώνει τήν τραγωδία του ἐντελῶς διαφορετικά. Σέ αὐτόν δέν ὑπάρχει
ὑποταγή καί παραίτηση. Ὁ Ἰώβ κραυγάζει, καί ἡ κραυγή του γεμίζει τήν
ἱστορία τοῦ κόσμου, μέχρι τώρα ἀκούγεται μπροστά στά χείλη μας. Στήν
κραυγή τοῦ Ιώβ ἔχουμε μία αἴσθηση τοῦ πεπρωμένου τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τόν
Ἰώβ δέν ὑπάρχει μοῖρα, ὅπως ὑπῆρχε γιά τόν Οἰδίποδα. Γνωρίζει μία
δύναμη, πού στέκεται πιό ψηλά ἀπό τόν κόσμο, πιό ψηλά ἀπό τήν μοῖρα, γιά
νά στραφεῖ γιά τά βάσανα τοῦ κόσμου, στρέφει τήν κραυγή του πρός τόν
Θεό καί αὐτή ἡ κραυγή μετασχηματίζεται σέ πάλη μέ τόν Θεό. Μόνο στήν
Βίβλο εἶναι γνωστή ἡ ἐκδήλωση τῆς πάλης μέ τόν Θεό, πάλη πρόσωπο μέ
πρόσωπο, ἡ πάλη τοῦ Ἰακώβ, ἡ πάλη τοῦ Ἰώβ, ἡ πάλη ὅλου τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ
παραίτηση στό τραγικό μέ τήν ὀμορφιά τῆς ὑποταγῆς στά βάσανα γιά τά
ὁποῖα δέν φταίει κανείς καί ἀπό τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά δραπετεύσει, ἡ
ἀγάπη γιά τήν μοῖρα [amor fati] εἶναι τό μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ
τραγικοῦ πνεύματος τῆς Ἑλλάδας. Ἡ Δύση δέν ἔχει ἀνυψωθεῖ πιό ψηλά ἀπό
αὐτό. Ὁ Νίτσε ἦταν γοητευμένος μέ αὐτό, καί μέσα ἀπό αὐτό γοητεύθηκαν
καί οἱ ἄνθρωποι τῆς δυτικῆς κουλτούρας, ἔχοντας ξεχάσει τήν Βίβλο,
ἔχοντας ξεχάσει Αὐτόν, στόν Ὁποῖο εἶναι δυνατόν νά παραπονεθοῦμε γιά τά
βάσανα σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ἡ ἀγάπη γιά τήν μοῖρα εἶναι ἕνα ρομαντικό
μοτίβο στόν κλασσικό κόσμο καί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀνυψωθεῖ πιό
ψηλά ἀπό αὐτό, ἔχοντας χάσει τήν πίστη του στόν ὑπέρτατο Θεό πού
βρίσκεται πέρα ἀπό τόν κόσμο. Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀποτελεῖ τήν ρωσσική
τραγωδία. Καί ἐδῶ βρισκόμαστε περισσότερο στήν γραμμή τοῦ Ἰώβ, παρά στήν
γραμμή τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας. Στόν Ντοστογιέφσκι ὑπάρχει ἀκριβῶς αὐτή
ἡ ἴδια πάλη μέ τόν Θεό, ἡ ἴδια κραυγή, τό ἴδιο ἀσυμβίβαστο καί ἡ ἴδια
ἄρνηση στήν ὑποταγή, σέ αὐτόν ὑπάρχει αὐτή ἡ παρόμοια ἀπουσία
ὑπερνίκησης τοῦ τραγικοῦ μέσα ἀπό μία αἰσθητική κάθαρση. Εἶναι
ἀξιοθαύμαστο ὅτι σέ αὐτόν δέν ὑπάρχει καθόλου οὔτε θλίψη οὔτε
μελαγχολία, χαρακτηριστικά τῆς ρομαντικῆς Δύσης, αὐτός δέν εἶναι τόσο
ψυχολόγος, ὅσο μᾶλλον ἕνας πνευματολόγος, καί μέσα ἀπό αὐτό
ἀποκαλύπτεται ἕνα αὐθεντικά τραγικό στοιχεῖο. Τό σύνολο τῆς σπουδαίας
ρωσσικῆς λογοτεχνίας τοῦ 19ου αἰ. ἦταν περισσότερο βιβλική, παρά
ἑλληνική, ὅσον ἀφορᾶ τό πνεῦμα της Μέσα της ἀκούγεται ἀκριβῶς ἡ ἴδια
κραυγή γιά τά βάσανα τοῦ κόσμου, πού καλεῖ τόν Θεό καί ἀναζητεῖ τήν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία θά σκουπιστοῦν τά δάκρυα τοῦ παιδίου.
Ἐμεῖς, ὡς Ρῶσσοι, ἔχουμε δεσμούς μέ τήν Ἑλλάδα, καί ὄχι μέ τήν Ρώμη. Οἱ
δεσμοί μέ τήν Ἑλλάδα εἶναι μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μας, μέσα ἀπό τούς Ἕλληνες
Πατέρες, μέσα ἀπό τόν πλατωνισμό, μέσα ἀπό τό μυστήριο. Ἡ ἑλληνική
αἴσθηση τοῦ κόσμου βρίσκεται κοντά μας. Ἀλλά, πέραν αὐτοῦ, ἐμεῖς ὡς
Ρῶσσοι γνωρίζουμε τήν σχέση μας μέ τήν Βίβλο καί τήν Ἱερουσαλήμ. Μέσα
στήν ρωσσική πνευματική κουλτούρα μπαίνει στήν Ἑλλάδα τοῦ Πλάτωνα, ὁ
νεοπλατωνισμός καί τό μυστήριο, καί ἐπίσης ὁ ἰουδαϊσμός: ἡ Βίβλος καί ἡ
Ἀποκάλυψη. Ἡ ἔντονη πρόσμειξη ταταρικοῦ αἵματος δημιουργεῖ ἕνα μοναδικό
στοιχεῖο, στό ὁποῖο βρίσκονται ἐνεργές πνευματικές ἀρχές πού πηγάζουν
ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί τήν Ἀθήνα. Καί ἐδῶ βρίσκεται αὐτή ἡ μοναδική
Ἀνατολή, διαφορετική ἀπό τήν Ανατολή τῶν Ἰνδῶν ἤ τῶν Μουσουλμάνων, ἡ
ὁποία ἦρθε σέ μία ἀλληλεπίδραση μέ τήν Δύση, βίωσε τίς ἐπιρροές τῆς
δυτικῆς κουλτούρας μέ τόν δικό της τρόπο και τίς μετασχημάτισε μέσα στόν
ροῦ τοῦ 19ου αἰ. Οἱ Ρῶσσοι ἀγαποῦν τήν Ἀθήνα, ἄν καί δέν εἶναι γηγενεῖς
τῆς Μεσογείου, καί συχνά μαραζώνουν μέ τήν σκέψη τῆς Ἀθήνας, ἀφοῦ
πάντοτε ἀρέσκονται στό νά μαραζώνουν μέ τήν σκέψη ἑνός ἄλλου κόσμου,
ἔχουν κατά τόν ἴδιο τρόπο μαραζώσει γιά τό Παρίσι καί τό Γκέτινγκεν,
ὅταν ζοῦσαν ἀπομακρυσμένοι ἀπό τέτοια μέρη (πρός τό παρόν σκέφτονται τήν
Μόσχα), ἀλλά ἡ Ἱερουσαλήμ ἦταν γιά μᾶς πιό πρωταρχική, πιό θεμελιώδης,
ἀπό τήν Ἀθήνα, ὄχι μόνον ἡ παλαιά Ἱερουσαλήμ, ἀλλά καί ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ,
τήν ὁποία ἀναζητοῦμε.
Οἱ λαοί τῆς ρωσσικής Ἀνατολῆς ἤ τῆς Ἀνατολῆς-Δύσης, ὅπως προτιμῶ νά
λέω, δέν μποροῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτές τίς μορφές τοῦ ἀνθρωπισμοῦ τῆς
Δύσης, οἱ ὁποῖες οὐσιαστικά ἔχουν περιφρονήσει τήν Βίβλο καί τήν
Ἱερουσαλήμ καί ἔχουν ὁδηγήσει στήν λησμονιά τους. Ξένη πρός μᾶς καί
ἀδύνατη γιά μᾶς δέν εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τήν Δύση γενικά, μέ τήν τόσο
σπουδαία δημιουργικότητά της, μέ τήν ὀξύτητα τῆς σκέψης της, ἀπό τήν
ὁποία πάντοτε ὑπάρχουν τόσα νά μάθουμε, ἀλλά μᾶλλον ἡ Δύση τοῦ
ὀρθολογισμοῦ και τοῦ ἀστικοῦ πνεύματος, μία Δύση ἀλαζονική καί μονότονη,
μία Δύση ἀπρόσωπη, μέ τήν λατρεία τοῦ Μαμμωνᾶ, στήν ὁποία ἡ μορφή ἔχει
κάνει ἀσήμαντο τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Ὁ εὐρωπαϊκός ἀτομικισμός, μέ τήν
ἀποπνικτική ἀπομόνωση των ανθρώπων, τῶν οἰκογενειῶν, τῶν κοινωνικῶν
τάξεων, τῶν ἐθνικοτήτων καί τῶν διαφορετικῶν τομέων τῆς κουλτούρας,
εἶναι ξένος πρός τήν Ρωσσία. Τό παράδοξο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀτομικισμοῦ
χαρακτηρίζεται ἀπό τό ἑξῆς, ὅτι ὄχι μόνον ἀπομονώνει καί κλείνει τόν
ἄνθρωπο στόν ἑαυτό του, ὄχι μόνον ἐπικαλεῖται μία θρησκεία ἰδιωτικῆς
ἰδιοκτησίας σέ ὅλα, ἀλλά καί ὅτι ἀποπροσωποποιεῖ τό ἄτομο, μέσῳ τῆς
ὑποταγῆς του σέ ομοιόμορφους κοινωνικούς κανόνες. Δέν ἦταν ἔτσι κατά τήν
διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα, δέν ἦταν ἔτσι τήν ἐποχή τῆς Ἀναγέννησης. Τό
φοβερό στόν μηχανικό πολιτισμό τῆς Δύσης τοῦ 19ου καί τοῦ 20οῦ αιώνα
συνίσταται στο ὅτι τεμαχίζει σπάει ἀλλά καί ἀπομονώνει τό ἄτομο,
ἀφήνοντάς το στό ἔλεος τῆς μοίρας, καί στό ὅτι ὑποβιβάζει τήν
μοναδικότητα τοῦ ἀτόμου καί τήν διαφοροποίησή του ἀπό τά ἄλλα ἄτομα,
ὑποτάσσοντάς το σέ ἕνα μηχανικό σύνολο. Ἡ τυραννία τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ
ἀντίστροφη πλευρά τοῦ ἀτομικισμοῦ. Αὐτό πού εἶναι παράξενο στούς
Ρώσσους, εἶναι ἕνα μοναδικό εἶδος κολλεκτιβισμοῦ, ἄγνωστου στούς λαούς
τῆς Δύσης, ριζωμένου στόν πνευματικό τύπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί, πράγματι,
εἶναι ἐντελῶς λανθασμένες οἱ ἀπόψεις ἐκείνων τῶν δυτικῶν πού νομίζουν
ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ ἀτόμου εἶναι ξένη στούς Ρώσσους, ὅτι ἡ Ρωσσία
ἀντιπροσωπεύει μία ἀπρόσωπη Ἀνατολή.
Ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ντοστογιέφσκι καί τῶν ἄλλων Ρώσσων συγγραφέων πείθουν
γι’ αὐτό. Ἀπό τήν μία ἄκρη τῆς ρωσσικής κουλτούρας ἕως τήν ἄλλη, κατά
τήν διάρκεια τοῦ 19ου καί τοῦ 20οῦ αἰ. ὑπάρχει ἡ ὀξεία καί βασανιστική
ἐμπειρία τοῦ προβλήματος τοῦ ἀτόμου, τῆς προσωπικῆς του μοίρας, ὅπως καί
στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Κυρίως οἱ Ρῶσσοι ἐξεγείροντο πάντοτε ἐνάντια στόν
ἀστικό πολιτισμό, ἐνάντια στήν πρόοδο, ἐνάντια στό ἀπόλυτο Πνεῦμα τοῦ
Χέγκελ [1770-1831], ἐνάντια σέ ὅλους τούς κοινωνικούς κανόνες καί νόμους
ἐν ὀνόματι τοῦ ζωντανοῦ ἀνθρώπου, τῆς χαρᾶς καί τῶν βασάνων του. Αὐτό
εἶναι ἕνα παραδοσιακό ρωσσικό μοτίβο. Ἀλλά γιά τούς λαούς τῆς Δύσης
παραμένει ζήτημα, γιά ποιόν λόγο οἱ Ρῶσσοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
δημιουργήσει βαθιά σκέψη και λογοτεχνία καί ἔχουν ἐξ ὁλοκλήρου
υἱοθετήσει τήν χριστιανική ἀντίληψη περί τοῦ ἀτόμου, ἀφοῦ ἔχουν
ἐξεγερθεῖ ἐνάντια σέ ὁτιδήποτε θά σκλάβωνε καί θά ὑποβίβαζε τόν ζωντανό
ἄνθρωπο, γιά ποιόν λόγο τέτοιοι ἄνθρωποι θά ἔπρεπε νά δημιουργήσουν τήν
κομμουνιστική τάξη τῶν πραγμάτων, στήν ὁποία τελικά ὁ ἄνθρωπος
συντρίβεται καί πέφτει χαμηλά. Στήν Δύση δέν θά ἦταν τόσο εὔκολο γιά τόν
κομμουνισμό νά θριαμβεύσει πάνω στίς ἐπιδράσεις τοῦ ἀτομικισμοῦ. Αὐτό
τό παράδοξο τοῦ ρωσσικοῦ πεπρωμένου ἐξηγεῖται ἀπό τήν διττή ἀσάφεια τοῦ
ρωσσικοῦ πνευματικοῦ τύπου, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται κατά τρόπο ἰδιοφυῆ
ἀπό τόν Ντοστογιέφσκι. Ὁ ρωσσικός λαός ὄχι μόνο παλεύει νά φθάσει στήν
Νέα Ἱερουσαλήμ, γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐπίσης καί σ’ ἕναν
μεγάλο βαθμό εἶναι ἱκανός νά ὑποκύπτει στόν πειρασμό κατά τήν πορεία
του, νά πέφτει σέ ἀμφιβολίες, νά ἀμφιταλαντεύεται καί νά συγχέει τό
βασίλειο τοῦ Ἀντίχριστου μέ τήν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ρωσσική
ἀναζήτηση τῆς κοινωνικῆς ἀλήθειας- καί αὐτή πάντοτε ἀντιστοιχεῖ σέ
ἀναζήτηση τῆς ὕψιστης κοινωνικῆς αλήθειας- μπορεῖ νά ὁδηγήσει στά
ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Ἡ πιό σπουδαία ρωσσική ἀρετή μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ
διαστροφή. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἡ δομή τῆς ρωσσικῆς ψυχῆς ἐμπεριέχει
ἕνα εἶδος ἀντιπαλότητας καί μέ δυσκολία εἶναι δυνατόν νά διατηρηθεῖ μία
μέση ὁδός. Ἡ σταδιακή ἱεράρχηση τῶν ἀξιῶν στήν ὁποία προχωρεῖ ἡ Δύση μέ
τόση εὐφυΐα, συμβαίνει μέ μεγάλη δυσκολία στούς Ρώσσους. Μία ἱστορική
σταδιακή κίνηση εἶναι ἄβολη γιά τήν ρωσσική σκέψη. Ἀλλά τό ζήτημα
«Ἀνατολή-Δύση» στόν ρωσσικό κομμουνισμό εἶναι ἀκόμα πιό πολύπλοκο, ἀπ'
ὅ,τι συνήθως φαίνεται. Εἶναι πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι ὑπάρχει ἐνεργό
μέσα του ἕνα ἀνατολικό στοιχεῖο καί αὐτό εἶναι ἕνας ἀσιατικός
σοσιαλισμός. Ἀλλά ἡ ἰδεολογία τοῦ κομμουνισμοῦ καί τοῦ μαχόμενου
ἀθεϊσμοῦ προέρχεται ἀπό τήν Δύση, ἐνῶ ἡ ρωσσική Ἀνατολή ἔχει τρελαθεῖ
ἀπό τά δυτικά ρεύματα πού ἀντέχονται μόνον ἀπό μία πιό ἤπια
ἰδιοσυγκρασία. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ρωσσικού κομμουνισμοῦ εἶναι κάτι πολύ
διδακτικό γιά τήν Δύση. Ὁ ρωσσικός κομμουνισμός δέν εἶναι τίποτα ἄλλο
ἀπό μία ἀποκαλυπτική καρικατούρα πού προκαλεῖ κακό, μία καρικατούρα τῶν
τελευταίων ὁρίων ἑνός δυτικοῦ πολιτισμοῦ πού δέν ἔχει θεό, τέτοια πού ἡ
ἴδια ἡ Δύση ποτέ δέν ἔχει βιώσει. Δείχνει, ὅπου καί ἄν ὁδηγοῦν τά
μονοπάτια, αὐτούς πού γιά λίγο ἔμοιαζαν ἀσφαλεῖς καί σίγουροι. Ὁ
ρωσσικός κομμουνισμός εἶναι ἕνα φαινόμενο θρησκευτικοῦ τύπου. Ἡ ρωσσική
Ἀνατολή δέν βρίσκεται σέ καμμία μέση ὁδό, ἀλλά μᾶλλον πέρα ἀπό τά ὅρια.
Καί σέ αὐτό ἐκφράζεται ἕνα ἐσχατολογικό πνεῦμα.
Ὁ ἐκβαρβαρισμός ἀπειλεῖ τόν κόσμο. Ἀπειλεῖ τήν Εὐρώπη καί ἔξωθεν ἀλλά
καί μέσα ἀπό τόν ἴδιο τόν πολιτισμό της. Ὁ ἀριστοκρατισμός τῆς
κουλτούρας δέχεται χτυπήματα. Ἀλλά θά ἦταν ἀπερισκεψία νά νομίσουμε ὅτι
εἶναι δυνατόν νά ἀντιπαλέψουμε τόν ἐκβαρβαρισμό, ἐάν ἡ Ἀνατολή καί ἡ
Δύση εἶναι ἀπομονωμένες καί ἐχθρικές. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά βρίσκεται
μόνο στήν Ἀνατολή ἤ μόνο στήν Δύση. Ἡ Δύση θά πρέπει νά ἐγκαταλείψει τήν
ἰδέα ὅτι ἡ Ἀνατολή εἶναι γι’ αὐτήν μόνον ἕνα ἀντικείμενο ὑλικῆς καί
πνευματικῆς ἐπιρροῆς. Ἡ Ανατολή εἶναι ἕνα ζήτημα καί ὡς τέτοιο ἀναδύεται
καί πάλι μέσα στήν παγκόσμια ἱστορία. Ἡ αὐταρέσκεια καί ἡ ἀπομόνωση τῆς
Ἀνατολῆς εἶναι ἀνυπόφορες, ἀλλά τό ἴδιο ἀνυπόφορες εἶναι ἡ αὐταρέσκεια
καί ἡ ἀπομόνωση τῆς Δύσης. Ὑπάρχουν κατ’ ἀνάγκην μία αμοιβαία
ἱκανοποίηση καί ἕνας πλοῦτος. Καί εἶναι ἰδιαιτέρως ἀπρεπής γιά τούς
χριστιανούς ἕνας τέτοιου εἴδους ἀπομονωτισμός καί μία τέτοια
αὐταρέσκεια. Ἡ χριστιανοσύνη εἶναι μία παγκόσμια ἀποκάλυψη καί εἰσήχθη
στόν κόσμο ὡς μία παγκόσμια ἀλήθεια. Ἔφτασε ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀλλά ἦταν ἡ
ἴδια καί γιά τήν Ἀνατολή καί γιά τήν Δύση. Θέλουμε νά ἀναπνεύσουμε μέ
μία παγκόσμια ἀναπνοή καί νά προχωρήσουμε σέ μία παγκόσμια ἐποχή, στήν
ὁποία θά ξεπεραστεῖ ὁ κλειστός ἀπομονωτισμός ὅλων τῶν περιοχῶν τῆς γῆς.
Ὑπάρχει μία ἀπρόσωπη καί ἀντιχριστιανική Ἀνατολή. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά
κατακτηθεῖ ἀπό ἕναν δυτικό πολιτισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἴδιος
ἀντιχριστιανικός καί ἀπρόσωπος. Ἡ Ἄπω Ἀνατολή καί ἡ μακρινή Δύση μποροῦν
νά ταυτιστοῦν μέ τόν ἴδιο, χωρίς θεό καί ἀπάνθρωπο, πολιτισμό. Ἀλλά ἡ
ἕνωση τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου,
ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀτόμου, θά ἔπρεπε νά γίνει ἐνάντια σέ μία
Ανατολή καί ἐνάντια σέ μία Δύση, πού θά σκότωνε τόν Θεό καί σκοτώνοντας
τόν Θεό, θά σκότωνε ἐπίσης καί τόν ἄνθρωπο.
(Τό ἄρθρο τοῦ Ν. Μπερντιάγιεφ δημοσιεύεται γιά πρώτη φορά σέ
ἑλληνική μετάφραση. Οἱ ἀγκύλες ἐντός τοῦ μεταφρασμένου κειμένου εἶναι
τοῦ μεταφραστῆ)
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου