Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Συχνά
οι χριστιανοί κατηγορούμε τον κόσμο και το εκκοσμικευμένο πνεύμα, το
οποίο θεωρούμε ότι είναι η αιτία για την απόσπαση των ανθρώπων από την
ζωή της Εκκλησίας και την παράδοσή τους σε έναν τρόπο χωρίς Θεό. Είναι
εύκολη η διατύπωση αυτής
της μομφής. Όλοι θα συμφωνούσαν ότι η εκκοσμίκευση αποτελεί δεδομένη κατάσταση. Και οι περισσότεροι, καθώς αισθανόμαστε μοναξιά όταν θέλουμε να είμαστε ενεργά μέλη της Εκκλησίας, νιώθουμε ότι η πίστη δεν μας εξασφαλίζει ζωή αποδεκτή από τους ανθρώπους. Παρηγοριόμαστε όμως ότι είμαστε αυτοί που αντιστεκόμαστε, έστω και κατ’ ολίγον έναντι του κόσμου. Και την ίδια στιγμή διατυπώνουμε με λόγους αλλά και με επικλήσεις στο παρελθόν και την ιστορία της Εκκλησίας, τους βίους των Αγίων και των Πατέρων, τις διαπιστώσεις μας.
Η αυθεντική παράδοση της Εκκλησίας μας όμως μάς πληροφορεί ότι απ’ αρχής το πραγματικά εκκοσμικευμένο πνεύμα, με την έννοια της απομάκρυνσης από την Αλήθεια και τον τρόπο της Σωτηρίας που μας δίδει ο Χριστός, βρισκόταν εντός των τειχών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο απόστολος Παύλος στους χριστιανούς της Εφέσου, όταν επρόκειτο να αναχωρήσει από εκεί, «εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πράξ. 20, 30). Από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους. Το ερώτημα ανακύπτει εύλογα: γιατί υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι ελκύονται από λόγο παραπλανητικό ως προς την αλήθεια της πίστης και τη ζωή της Εκκλησίας; Γιατί τελικά αυτοί οι εχθροί είναι πιο δυσκολοδιάκριτοι σε σχέση με το εκκοσμικευμένο πνεύμα, προς το οποίο, συνήθως, είναι στραμμένη η ανησυχία μας;
Η απάντηση έχει να κάνει με τρία σημεία. Το πρώτο έγκειται στην αναζήτηση της αλήθειας δια του νου και του ορθού λόγου. Ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται την εμπειρία της Εκκλησίας, την αυθεντία του πατερικού λόγου, την φώτιση των μεγάλων προσωπικοτήτων που χάραξαν υγιείς γραμμές στη ζωή της πίστης, αλλά τον εαυτό του και τις δικές του αναζητήσεις. Τον δικό του τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πίστη. Κι ενώ το κίνητρό του είναι υγιές, καθώς αναζητεί το κάτι παραπάνω στην κατανόηση και ίσως και την βίωση του λόγου και της χριστιανικής εμπειρίας, δεν καταθέτει την αναζήτησή του στο Σώμα του Χριστού, αλλά επιδιώκει να σύρει αυτό το Σώμα προς την δική του λογική, την δική του κατεύθυνση. Έτσι ο λόγος του, από λόγος αναζήτησης, γίνεται διεστραμμένος λόγος. Είναι όμως συνήθως και ελκυστικός λόγος, γιατί καλύπτει και ανησυχίες άλλων. Έτσι, αποσπά χριστιανούς προς την δική του πορεία, για να έχει συμμετόχους στην πλάνη του. Καμία αναζήτηση δεν μπορεί να αποβεί υγιής αν δεν είναι ενταγμένη στο σώμα του Χριστού, στην κοινωνία εν τη Εκκλησία, στην σπουδή της παράδοσης. Αυτό δεν σημαίνει στατικότητα στην αναζήτηση ούτε αίσθημα αυτάρκειας. Κάποιοι πιστεύουν ότι οι παλαιότεροι έχουν μιλήσει για όλα. Δεν είναι όμως υγιές να μην μπορούμε να αξιοποιήσουμε την σοφία, την γνώση και την εμπειρία των παλαιότερων, οι οποίοι είχαν ως κριτήριό τους την Αλήθεια εν τη Εκκλησία και να προχωρήσουμε σε όποιον διάλογο με τον εαυτό μας, με την εποχή μας, με τον κόσμο μας. Ο λόγος των παλαιοτέρων είναι το όριο, είναι το σύνορο στο οποίο η αναζήτησή μας μπορεί να αισθάνεται ότι είναι υγιής.
Το δεύτερο σημείο, ως συνέχεια του πρώτου, έχει να κάνει με έναν περφεξιονισμό, μια τελειομανία που διακατέχει όλους εκείνους που γίνονται αιρετικοί. Έχοντας την δίψα να είναι οι εκλεκτοί, οι τέλειοι, οι καθαροί, δεν μπορούν να αποδεχθούν εντός τους πώς ο Θεός συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία, πώς προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και την συνενώνει με την θεότητα, πώς οδηγείται στο πάθος, τον θάνατο, πώς με την ανάστασή Του επαναπροσλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα και την ίδια στιγμή, με την ένδοξό του Ανάληψη, το ανεβάζει στον ουρανό, σε πλήρη κοινωνία με τον Πατέρα. Για τους αιρετικούς αυτή η συγκατάβαση αντίκειται στα δεδομένα της λογικής τους, είτε αυτά στηρίζονται στην φιλοσοφική παιδεία των αρχαίων Ελλήνων που δεν μπορούσαν να δεχτούν την κένωση του Θεού και αρκούνταν σε μία φαινομενική μεταμόρφωσή του, είτε αυτά στηρίζονται στην ιουδαϊκή αυτάρκεια, η οποία δεν μπορούσε να διανοηθεί σωτηρία για όλους όσους δεν ήταν Ιουδαίοι, ο περιούσιος δηλαδή λαός του Θεού. Αυτά τα στοιχεία συνεχίζονται και στην εποχή μας. Από την μία έχουμε να κάνουμε με όλους εκείνους οι οποίοι δεν μπορούν να δεχθούν έναν Θεό αδύναμο, που δεν υποτάσσει τον κόσμο στο θέλημά Του, καθώς μάλιστα αυτό είναι για το καλό και την επικράτηση της δικαιοσύνης, και από την άλλη με εκείνους οι οποίοι ζητούν έναν Θεό αποκλειστικά για τους ίδιους. Ζητούμε οι άνθρωποι έναν Θεό αυστηρό στα παραπτώματα των άλλων, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με το σώμα, και αδιαφορούμε για έναν Θεό που ζητά αγάπη, συγχωρητικότητα, κατανόηση, σεβασμό στον άνθρωπο, οποιαδήποτε μορφή ζωής κι αν ακολουθεί, αρκεί να ενεργοποιείται εντός του η διάθεση της μετανοίας, η οποία θα τον οδηγήσει στην αλλαγή. Ζητούμε έναν Θεό ο Οποίος θα είναι επιεικείς με όσους τηρούν τις εντολές Του και θα τους δίδει ξεχωριστή θέση σε σχέση με όσους είναι φαινομενικά ή πραγματικά μακριά από Εκείνον, ενώ ο Θεός είναι για όλους. Και ακολουθούμε ευκολότερα τους αυστηρούς, οι οποίοι όμως διαπνέονται συνήθως και από ένα πνεύμα υπερηφάνειας για τα κατορθώματά τους, κυρίως ασκητικά, χωρίς να διαβλέπουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη.
Τέλος, πολλοί άνθρωποι ακολουθούν όσους μιλούν διεστραμμένα διότι εκείνοι έχουν μέσα τους ιεραποστολικό ζήλο, ο οποίος μεταφράζεται με την αναζήτηση και καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων. Ο αιρετικός νιώθει έντονη την ανάγκη να πείσει. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με τον λόγο. Επιστρατεύει την κοινωνικότητα και τα όποια χαρίσματά του, τα οποία τα θέτει στην υπηρεσία της πλάνης του, για να μπορέσει να ελκύσει και άλλους στην πορεία του. Αυτός ο κατά τα άλλα αξιοθαύμαστος ιεραποστολικός ζήλος, ο οποίος όμως δεν πηγάζει συνήθως από γνήσια αγάπη για τον άλλον, αλλά έχει να κάνει με την αγωνία της υπέρβασης της προσωπικής μοναξιάς και την αυτοδικαίωση του αιρετικού, χτίζει κοινότητες. Την ίδια στιγμή, στην Εκκλησία υπάρχει μία παθητική θέαση του κόσμου και των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να συναντήσουμε πραγματικά τον άλλον, αλλά αρκούμαστε σε μία φιλάνθρωπη βοήθεια στις δυσκολίες του ή σε μία ατομοκεντρική συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, ο καθένας ακολουθώντας το πρόγραμμα και τους ρυθμούς της ζωής του, ενώ δεν κατανοούμε και δεν νιώθουμε ότι χωρίς άνοιγμα, μετοχή στις δυσκολίες αλλά και στη χαρά του άλλου δεν νοείται η αγάπη. Αλλά, την ίδια στιγμή, μας διακρίνει και μία παθητικότητα στην έννοια της ιεραποστολής. Δεν συνειδητοποιούμε ότι εφόσον βιώνουμε την σωτηρία, δηλαδή την Αλήθεια που είναι ο Χριστός, η δωρεά αυτή δεν πρέπει να παραμένει κλεισμένη στα ίδια, αλλά να δίδεται και στους άλλους. Όχι για να κάνουμε οπαδούς, αλλά για να μοιραστούμε την χαρά της όντως ζωής.
Εύκολη είναι η κριτική του εκκοσμικευμένου πνεύματος. Ίσως θα ήταν σκοπιμότερη και γνησιότερη η αυτοκριτική μας για την δυσκολία μας να εμπιστευτούμε την πνευματική μας παράδοση, για την αδυναμία μας να αγαπήσουμε και να μην κατακρίνουμε, αλλά και για την έλλειψη διάθεσης ουσιαστικού ανοίγματος προς τον πλησίον και τις διανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ιεραποστολής. Ας προβληματιστούμε λοιπόν και ας αναζητήσουμε στην ζωή και την διδαχή των Πατέρων μας τα πρότυπα εκείνα τα οποία θα μας βοηθήσουν να ζήσουμε πιο γνήσια τη ζωή της Εκκλησίας και να μην παρασυρθούμε από ανθρώπους που με την διαστροφή του λόγου τους θα βρούνε την αδυναμία μας και θα μας αποτραβήξουν από την Αλήθεια.
της μομφής. Όλοι θα συμφωνούσαν ότι η εκκοσμίκευση αποτελεί δεδομένη κατάσταση. Και οι περισσότεροι, καθώς αισθανόμαστε μοναξιά όταν θέλουμε να είμαστε ενεργά μέλη της Εκκλησίας, νιώθουμε ότι η πίστη δεν μας εξασφαλίζει ζωή αποδεκτή από τους ανθρώπους. Παρηγοριόμαστε όμως ότι είμαστε αυτοί που αντιστεκόμαστε, έστω και κατ’ ολίγον έναντι του κόσμου. Και την ίδια στιγμή διατυπώνουμε με λόγους αλλά και με επικλήσεις στο παρελθόν και την ιστορία της Εκκλησίας, τους βίους των Αγίων και των Πατέρων, τις διαπιστώσεις μας.
Η αυθεντική παράδοση της Εκκλησίας μας όμως μάς πληροφορεί ότι απ’ αρχής το πραγματικά εκκοσμικευμένο πνεύμα, με την έννοια της απομάκρυνσης από την Αλήθεια και τον τρόπο της Σωτηρίας που μας δίδει ο Χριστός, βρισκόταν εντός των τειχών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο απόστολος Παύλος στους χριστιανούς της Εφέσου, όταν επρόκειτο να αναχωρήσει από εκεί, «εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πράξ. 20, 30). Από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους. Το ερώτημα ανακύπτει εύλογα: γιατί υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι ελκύονται από λόγο παραπλανητικό ως προς την αλήθεια της πίστης και τη ζωή της Εκκλησίας; Γιατί τελικά αυτοί οι εχθροί είναι πιο δυσκολοδιάκριτοι σε σχέση με το εκκοσμικευμένο πνεύμα, προς το οποίο, συνήθως, είναι στραμμένη η ανησυχία μας;
Η απάντηση έχει να κάνει με τρία σημεία. Το πρώτο έγκειται στην αναζήτηση της αλήθειας δια του νου και του ορθού λόγου. Ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται την εμπειρία της Εκκλησίας, την αυθεντία του πατερικού λόγου, την φώτιση των μεγάλων προσωπικοτήτων που χάραξαν υγιείς γραμμές στη ζωή της πίστης, αλλά τον εαυτό του και τις δικές του αναζητήσεις. Τον δικό του τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πίστη. Κι ενώ το κίνητρό του είναι υγιές, καθώς αναζητεί το κάτι παραπάνω στην κατανόηση και ίσως και την βίωση του λόγου και της χριστιανικής εμπειρίας, δεν καταθέτει την αναζήτησή του στο Σώμα του Χριστού, αλλά επιδιώκει να σύρει αυτό το Σώμα προς την δική του λογική, την δική του κατεύθυνση. Έτσι ο λόγος του, από λόγος αναζήτησης, γίνεται διεστραμμένος λόγος. Είναι όμως συνήθως και ελκυστικός λόγος, γιατί καλύπτει και ανησυχίες άλλων. Έτσι, αποσπά χριστιανούς προς την δική του πορεία, για να έχει συμμετόχους στην πλάνη του. Καμία αναζήτηση δεν μπορεί να αποβεί υγιής αν δεν είναι ενταγμένη στο σώμα του Χριστού, στην κοινωνία εν τη Εκκλησία, στην σπουδή της παράδοσης. Αυτό δεν σημαίνει στατικότητα στην αναζήτηση ούτε αίσθημα αυτάρκειας. Κάποιοι πιστεύουν ότι οι παλαιότεροι έχουν μιλήσει για όλα. Δεν είναι όμως υγιές να μην μπορούμε να αξιοποιήσουμε την σοφία, την γνώση και την εμπειρία των παλαιότερων, οι οποίοι είχαν ως κριτήριό τους την Αλήθεια εν τη Εκκλησία και να προχωρήσουμε σε όποιον διάλογο με τον εαυτό μας, με την εποχή μας, με τον κόσμο μας. Ο λόγος των παλαιοτέρων είναι το όριο, είναι το σύνορο στο οποίο η αναζήτησή μας μπορεί να αισθάνεται ότι είναι υγιής.
Το δεύτερο σημείο, ως συνέχεια του πρώτου, έχει να κάνει με έναν περφεξιονισμό, μια τελειομανία που διακατέχει όλους εκείνους που γίνονται αιρετικοί. Έχοντας την δίψα να είναι οι εκλεκτοί, οι τέλειοι, οι καθαροί, δεν μπορούν να αποδεχθούν εντός τους πώς ο Θεός συγκαταβαίνει στην ανθρώπινη αδυναμία, πώς προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και την συνενώνει με την θεότητα, πώς οδηγείται στο πάθος, τον θάνατο, πώς με την ανάστασή Του επαναπροσλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα και την ίδια στιγμή, με την ένδοξό του Ανάληψη, το ανεβάζει στον ουρανό, σε πλήρη κοινωνία με τον Πατέρα. Για τους αιρετικούς αυτή η συγκατάβαση αντίκειται στα δεδομένα της λογικής τους, είτε αυτά στηρίζονται στην φιλοσοφική παιδεία των αρχαίων Ελλήνων που δεν μπορούσαν να δεχτούν την κένωση του Θεού και αρκούνταν σε μία φαινομενική μεταμόρφωσή του, είτε αυτά στηρίζονται στην ιουδαϊκή αυτάρκεια, η οποία δεν μπορούσε να διανοηθεί σωτηρία για όλους όσους δεν ήταν Ιουδαίοι, ο περιούσιος δηλαδή λαός του Θεού. Αυτά τα στοιχεία συνεχίζονται και στην εποχή μας. Από την μία έχουμε να κάνουμε με όλους εκείνους οι οποίοι δεν μπορούν να δεχθούν έναν Θεό αδύναμο, που δεν υποτάσσει τον κόσμο στο θέλημά Του, καθώς μάλιστα αυτό είναι για το καλό και την επικράτηση της δικαιοσύνης, και από την άλλη με εκείνους οι οποίοι ζητούν έναν Θεό αποκλειστικά για τους ίδιους. Ζητούμε οι άνθρωποι έναν Θεό αυστηρό στα παραπτώματα των άλλων, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με το σώμα, και αδιαφορούμε για έναν Θεό που ζητά αγάπη, συγχωρητικότητα, κατανόηση, σεβασμό στον άνθρωπο, οποιαδήποτε μορφή ζωής κι αν ακολουθεί, αρκεί να ενεργοποιείται εντός του η διάθεση της μετανοίας, η οποία θα τον οδηγήσει στην αλλαγή. Ζητούμε έναν Θεό ο Οποίος θα είναι επιεικείς με όσους τηρούν τις εντολές Του και θα τους δίδει ξεχωριστή θέση σε σχέση με όσους είναι φαινομενικά ή πραγματικά μακριά από Εκείνον, ενώ ο Θεός είναι για όλους. Και ακολουθούμε ευκολότερα τους αυστηρούς, οι οποίοι όμως διαπνέονται συνήθως και από ένα πνεύμα υπερηφάνειας για τα κατορθώματά τους, κυρίως ασκητικά, χωρίς να διαβλέπουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη.
Τέλος, πολλοί άνθρωποι ακολουθούν όσους μιλούν διεστραμμένα διότι εκείνοι έχουν μέσα τους ιεραποστολικό ζήλο, ο οποίος μεταφράζεται με την αναζήτηση και καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων. Ο αιρετικός νιώθει έντονη την ανάγκη να πείσει. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με τον λόγο. Επιστρατεύει την κοινωνικότητα και τα όποια χαρίσματά του, τα οποία τα θέτει στην υπηρεσία της πλάνης του, για να μπορέσει να ελκύσει και άλλους στην πορεία του. Αυτός ο κατά τα άλλα αξιοθαύμαστος ιεραποστολικός ζήλος, ο οποίος όμως δεν πηγάζει συνήθως από γνήσια αγάπη για τον άλλον, αλλά έχει να κάνει με την αγωνία της υπέρβασης της προσωπικής μοναξιάς και την αυτοδικαίωση του αιρετικού, χτίζει κοινότητες. Την ίδια στιγμή, στην Εκκλησία υπάρχει μία παθητική θέαση του κόσμου και των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να συναντήσουμε πραγματικά τον άλλον, αλλά αρκούμαστε σε μία φιλάνθρωπη βοήθεια στις δυσκολίες του ή σε μία ατομοκεντρική συμμετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, ο καθένας ακολουθώντας το πρόγραμμα και τους ρυθμούς της ζωής του, ενώ δεν κατανοούμε και δεν νιώθουμε ότι χωρίς άνοιγμα, μετοχή στις δυσκολίες αλλά και στη χαρά του άλλου δεν νοείται η αγάπη. Αλλά, την ίδια στιγμή, μας διακρίνει και μία παθητικότητα στην έννοια της ιεραποστολής. Δεν συνειδητοποιούμε ότι εφόσον βιώνουμε την σωτηρία, δηλαδή την Αλήθεια που είναι ο Χριστός, η δωρεά αυτή δεν πρέπει να παραμένει κλεισμένη στα ίδια, αλλά να δίδεται και στους άλλους. Όχι για να κάνουμε οπαδούς, αλλά για να μοιραστούμε την χαρά της όντως ζωής.
Εύκολη είναι η κριτική του εκκοσμικευμένου πνεύματος. Ίσως θα ήταν σκοπιμότερη και γνησιότερη η αυτοκριτική μας για την δυσκολία μας να εμπιστευτούμε την πνευματική μας παράδοση, για την αδυναμία μας να αγαπήσουμε και να μην κατακρίνουμε, αλλά και για την έλλειψη διάθεσης ουσιαστικού ανοίγματος προς τον πλησίον και τις διανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ιεραποστολής. Ας προβληματιστούμε λοιπόν και ας αναζητήσουμε στην ζωή και την διδαχή των Πατέρων μας τα πρότυπα εκείνα τα οποία θα μας βοηθήσουν να ζήσουμε πιο γνήσια τη ζωή της Εκκλησίας και να μην παρασυρθούμε από ανθρώπους που με την διαστροφή του λόγου τους θα βρούνε την αδυναμία μας και θα μας αποτραβήξουν από την Αλήθεια.
ΠΗΓΗ: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου