το κορίτσι του διπλανού portal
Παίδες θα σας μιλήσω ανοιχτά! Είχα πει να πάρω τα (ωραία) μάτια μου και να πάω να αράξω σε καμιά βραχονησίδα τώρα, αφού πέθανε η κυρά της Ρω και εκκενώθηκε μία θέση πατριωτικής εργασίας. Μετά βεβαίως το ξανασκέφτηκα. Ο πατριωτισμός δεν είναι πια της μόδας. Μυρίζει μίζες. Άστο να πάει στο διάολο. Άλλωστε να μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Εγώ πολύ το γουστάρω το νησί αλλά έχω γίνει κάπως ελληνάρα, τις θέλω τις βολές μου, οπότε προτίμησα κάτι σε μεγαλόνησο. Πήγα στα Χανιά λοιπόν, άραξα σε ένα φίλο μου που φοιτά εκεί (χαλαρά, μη φανταστείτε) και ερευνούσα τα γαμοχωριά μαζί μ΄ αυτόν και τη γκόμενά του, ώστε να επιλεγεί τελικά το χωριό που θα είχε τη χαρά και την τιμή να με φιλοξενήσει (στην κυριολεξία, γιατί από φράγκα zero visibility). Mετά από δύο εβδομάδες και 5 ταξίδια τρικάβαλο με σαραβαλιασμένη εντούρο, αποφάσισα να πάω να την κάτσω σε ένα φίνο χωριουδάκι, ορεινό και αεριζόμενο. Βρήκα κι ένα σπιτάκι, τύπου στάβλος, (ιδανικό για μένα το ζώον, θα έλεγε η μάνατζερ) έναντι 50 ευρώ το μήνα και ένιωσα βασιλιάς. Την πρώτη μέρα έπιασα κολλητιλίκια με τη γιαγιά του ιδιοκτήτη, μια γιαγιά να την πιείς στο ποτήρι, που αποδείχτηκε πολύ large: με έμπασε στο σπίτι της που είχε ένα τζάκι σαν το φούρνο του Βενέτη και μου έφτιαξε σε ένα δίωρο: 1) καφέ 2) πορτοκαλάδα από πορτοκάλι 3) ομελέτα με αυγά από κώλο κότας και τυρί δικό τους 4) χορτόπιτα με φύλλο χειροποίητο ολικής αλέσεως και 6) τρία κιλά λιόσπορους να τους πάρω μαζί μου, να περνάω την ώρα μου όταν θα βλέπω τηλεόραση το βράδυ.
-Ποια τηλεόραση ρε γιαγιά; απόρησα εγώ. Δεν έχω τηλεόραση.
Έφριξε η γιαγιά.
-ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ;;;;!!
-Εδώ δεν έχω βρακί στον κώλο με το παρντόν, η τηλεόραση μου έλειπε;
-Μη μου βαροκαρδίζεσαι βρε αναστεναμένο. Θα έρχεσαι αποσπέρας επαέ να ξανοίγουμε μαζί τον Νικολάκη τον Ευαγγελάτο. Είναι στα χωρίσματα με τη κυρά του, τι κατέχετε εσείς εκεί στην Αθήνα;
Τρελάθηκα παίδες μου αγαπημένοι. Πρώτον δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έλεγε η γιαγιούλα. Δεύτερον κατάλαβα ότι ήταν φαν Ευαγγελάτου. Εγώ έχω να δω το δελτίο από τότε που είχα πέσει θύμα του Η1Ν1 και προσάραξα στον καναπέ του Σάκη με κουβέρτα για 4 μερόνυχτα, βογκώντας (ενώ ο ξάδερφος προσπαθούσε να καταλάβει αν βογκώ επειδή πονάνε τα κόκαλά μου από τον ιο, ή τα αυτιά μου από τις παπαριές που άκουγα από τον Ευαγγελάτο). Τι να πω όμως; Η γυναίκα μόλις με είχε ταϊσει σαν να 'μουνα αιθίοψ αφρικανοπούλα. Κούνησα την κεφάλα πάνω κάτω και πήγα να χωνέψω σα βόας στο νέο μου σπιτάκι-στάβλο.
Μόλις άρχισα να χωνεύω την πρώτη στρώση (αυγά συν τυρί, νομίζω) ακούω ένα βροντερό χτύπημα στην πόρτα σταύλου. Κοτσονάτη η γιαγιούλα, σκέφτηκα. Ανοίγω και την βλέπω ξαναμμένη και αγχωμένη να ανεμίζει το τηλεκοντρόλ.
-Αφού Αφού! Ζαβώνω κοπελιά! (αυτό δεν ξέρω τι εννοεί στα κρητικά αλλά καλό δεν είναι, σας το ορκίζομαι) Έλα κοπελιά, εγούγια, μην κάθεσαι. Πήγε οχτώ. Αρχίσανε τα νέα που να μη σώνανε. Θα κάμουνε το Σταυράκι πρωθυπουργό λέει αυτή η σοβαρή η μελαχροινή η καλή η κοπέλα -τηνε ξέρεις αυτήνα; Με ποιόνα είναι παντρεμένη; Γιάντα δεν μου μιλείς; Μα ντιπ ψεγαδιάστρα δεν είσαι; Το κοπέλι μας είπε. Ετσά που σου τα λέω.
Μέχρι να συντονιστώ με το κρητικό σύμπαν μου 'χε πάρει μια βδομάδα. Υπολόγισα ότι η γιαγιά ήταν πιο δύσκολη πίστα και ότι θα άρχιζα να καταλαβαίνω τι σκατά μου λέει σε καμιά δεκαπενταριά μέρες.
-Γιαγιά χαλάρωσε, ρε παιδάκι μου. Εξήγα μου λίγο καλύτερα. Δεν κατάλαβα Χριστό, τι μου είπες;
-Ίντα δε κατέεις μωρέ; Ζαβωσες; Βούτηξες τίποτις από τις γλάστρες του Μανώλη κάτω από την ελιά;
-Γιαγιά ντροπή! Εγώ μπάφο;! Αλήθεια πού πέφτουν τα ωραία Ζωνιανά;
-Το Σταυράτσι καλέ, το δικό μας το κοπέλι, που κάμει την εχπομπή την ωραία που βαδίζει... με το σακούλι στον ώμο και βαδίζει. Ε, πάει η εχπομπή. Τώρα θα κάμει κόμμα σου λένε. ΔΕ γροικάς;
Τότε κάτι άστραψε μέσα μου. Για το αφεντικό μου μιλάει η γραία.
-Τον Θεοδωράκη λες;
-Κουζουλό είσαι μωρέ; Ποιον άλλονα;
-Ε, τι έκανε ο Θεοδωράκης;
- Ποτάμι έκαμε και θα κατεβεί ο αναστεναμένος.
-Ρε γιαγιά μπας και βούτηξες εσύ την καναβουριά του Μανωλάκη κάτω απ΄την ελιά;
-Κόμμα έφτιαξε σου λέω μωρή. Ποτάμι. Φρίξον ήλιε! Θα μου το ματιάξουν το κοπέλι, θα μου το χτικιάσουν με τα μάθια τους, είναι και μπάνικο πανάθεμά το.
-Τον ξέρω. Καλός είναι. Από κοιλιακούς μηδέν όμως.
-Τονε ξέρεις; Έλα! (πήρα πόντους) Μπορείς να τονε πάρεις τηλέφωνο;
-Και πού να το βρω το τηλέφωνό του ρε γιαγιά;
-Εν το κατέεις ούτε αυτό μπλιο; (χάνω πόντους)
-Μπορώ να του στείλω μέιλ όμως.
-Ίντα να το κάμει το μέλι κοπελιά;
-Μέιλ βρε γιαγιά. Σα γράμμα. Αλλά πηγαίνει αμέσως.
-Άντε! (παίρνω πόντους) πάει ετσά; Λοιπόν, γράφε. Σταύρο μου, κοπέλι μου, θα σου πω κάτι και μη σου αγγοροφαίνεται. Δεν σε ξέρω, δεν είμαι ψομματάρα, αλλά σε ξέρω. Είχα συναντήσει μια φορά την κουμπάρα σου τη Μαρία και μου είπε πως η μάνα σου είναι κομμάτι βαροκάρδιστη. Κι ο Σωτήρης ο απανωβαρτάς μου είπε πως είναι αδύνατη. Γιατί κοπέλι μου; Ίντα που τρώει; Της έδωκες στάκα; Να σου στείλω στάκα απ΄ τη δικιά μας;
-Ρε γιαγιά τι κάνεις; Πρόμο τοπικά προϊόντα;
-Σους εσύ. Γράφε: Γροικάς Σταύρο μου, κοπέλι μου, ή αναψηφάς; Κίνδυνος το ποτάμι! Θα σε παστρέψουν! Ψεσινός είσαι; Δεν ανεμίζεσαι ίντα πάει να γένει; Όχι να πεις Σταύρο μου, ακούς; Αγριγιεύω κοπέλι μου με την κουζουλάδα σου, εγώ η χήρα του Μανώλη του Λιδάκη του γιδάρη, που πορπατούσε και βελάζανε οι πέτρες. Θα σε ματιάξουν αγόρι μου κι απόκειας τι θα γενεί; Θα σε φάνε με τις βασκανίες και τις ζούλιες. Και μετά θα σε τυλίξουν σε μια κόλα χαρτί και θα βρεθείς σαν τον Άκη στο χάψι.
-Τι είναι το χάψι ρε γιαγιά; (λες και ήξερα τι ήτανε όλα τα υπόλοιπα. Αλλά ήθελα να μάθω πού θα βρεθεί το αφεντικό)
-Η φυλακή. Γράφε. Στο χάψι ελόγου σου και η κυρά σου στο τρελοκομείο με τους κουζουλούς. Ωραίος άντρας ήταν κι ο Άκης Σταύρο μου, λεβένταρος, γι' αυτό και τονε φάγανε. Και επειδή ζηλεύγουνε όλους τους δημοκράτες, τους βενιζελικούς. Ετσά χτύπησαν και τον Λευτεράκη αγόρι μου οι βαρμένοι. Πέτρες του πέταγαν. Αλλά αυτός τουλάχιστον είχε γυναίκα πλούσια. Εσύ ντεληκανή μου δεν κατέω τι προίκα πήρες από τον κύρη της.
-Ρε γιαγιά, μπες στο ψητό. Πλατειάζεις. Ξέφυγες.
-Μπαίνω στο ψητό Σταύρο μου. Μην κατέβεις. Θα σε πάρει το ποτάμι. Πολύ το χρήμα εμίσησαν αλλά τη δόξα ουδείς.
-Τι άσχετο επιχείρημα είναι αυτό ρε γιαγιά;
-Ε, να μη λέει το κοπέλι ότι είμαι καμιά αστοιχείωτη. Λοιπόν αυτά. Εδά ετελείωσα. Στείλτο.
Ε, και το στέλνω. Σταύρο αν το πήρες δώσε σήμα. (Έχω φέρει και στάκα για τη μάνα σου)
Παίδες θα σας μιλήσω ανοιχτά! Είχα πει να πάρω τα (ωραία) μάτια μου και να πάω να αράξω σε καμιά βραχονησίδα τώρα, αφού πέθανε η κυρά της Ρω και εκκενώθηκε μία θέση πατριωτικής εργασίας. Μετά βεβαίως το ξανασκέφτηκα. Ο πατριωτισμός δεν είναι πια της μόδας. Μυρίζει μίζες. Άστο να πάει στο διάολο. Άλλωστε να μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Εγώ πολύ το γουστάρω το νησί αλλά έχω γίνει κάπως ελληνάρα, τις θέλω τις βολές μου, οπότε προτίμησα κάτι σε μεγαλόνησο. Πήγα στα Χανιά λοιπόν, άραξα σε ένα φίλο μου που φοιτά εκεί (χαλαρά, μη φανταστείτε) και ερευνούσα τα γαμοχωριά μαζί μ΄ αυτόν και τη γκόμενά του, ώστε να επιλεγεί τελικά το χωριό που θα είχε τη χαρά και την τιμή να με φιλοξενήσει (στην κυριολεξία, γιατί από φράγκα zero visibility). Mετά από δύο εβδομάδες και 5 ταξίδια τρικάβαλο με σαραβαλιασμένη εντούρο, αποφάσισα να πάω να την κάτσω σε ένα φίνο χωριουδάκι, ορεινό και αεριζόμενο. Βρήκα κι ένα σπιτάκι, τύπου στάβλος, (ιδανικό για μένα το ζώον, θα έλεγε η μάνατζερ) έναντι 50 ευρώ το μήνα και ένιωσα βασιλιάς. Την πρώτη μέρα έπιασα κολλητιλίκια με τη γιαγιά του ιδιοκτήτη, μια γιαγιά να την πιείς στο ποτήρι, που αποδείχτηκε πολύ large: με έμπασε στο σπίτι της που είχε ένα τζάκι σαν το φούρνο του Βενέτη και μου έφτιαξε σε ένα δίωρο: 1) καφέ 2) πορτοκαλάδα από πορτοκάλι 3) ομελέτα με αυγά από κώλο κότας και τυρί δικό τους 4) χορτόπιτα με φύλλο χειροποίητο ολικής αλέσεως και 6) τρία κιλά λιόσπορους να τους πάρω μαζί μου, να περνάω την ώρα μου όταν θα βλέπω τηλεόραση το βράδυ.
-Ποια τηλεόραση ρε γιαγιά; απόρησα εγώ. Δεν έχω τηλεόραση.
Έφριξε η γιαγιά.
-ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ;;;;!!
-Εδώ δεν έχω βρακί στον κώλο με το παρντόν, η τηλεόραση μου έλειπε;
-Μη μου βαροκαρδίζεσαι βρε αναστεναμένο. Θα έρχεσαι αποσπέρας επαέ να ξανοίγουμε μαζί τον Νικολάκη τον Ευαγγελάτο. Είναι στα χωρίσματα με τη κυρά του, τι κατέχετε εσείς εκεί στην Αθήνα;
Τρελάθηκα παίδες μου αγαπημένοι. Πρώτον δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έλεγε η γιαγιούλα. Δεύτερον κατάλαβα ότι ήταν φαν Ευαγγελάτου. Εγώ έχω να δω το δελτίο από τότε που είχα πέσει θύμα του Η1Ν1 και προσάραξα στον καναπέ του Σάκη με κουβέρτα για 4 μερόνυχτα, βογκώντας (ενώ ο ξάδερφος προσπαθούσε να καταλάβει αν βογκώ επειδή πονάνε τα κόκαλά μου από τον ιο, ή τα αυτιά μου από τις παπαριές που άκουγα από τον Ευαγγελάτο). Τι να πω όμως; Η γυναίκα μόλις με είχε ταϊσει σαν να 'μουνα αιθίοψ αφρικανοπούλα. Κούνησα την κεφάλα πάνω κάτω και πήγα να χωνέψω σα βόας στο νέο μου σπιτάκι-στάβλο.
Μόλις άρχισα να χωνεύω την πρώτη στρώση (αυγά συν τυρί, νομίζω) ακούω ένα βροντερό χτύπημα στην πόρτα σταύλου. Κοτσονάτη η γιαγιούλα, σκέφτηκα. Ανοίγω και την βλέπω ξαναμμένη και αγχωμένη να ανεμίζει το τηλεκοντρόλ.
-Αφού Αφού! Ζαβώνω κοπελιά! (αυτό δεν ξέρω τι εννοεί στα κρητικά αλλά καλό δεν είναι, σας το ορκίζομαι) Έλα κοπελιά, εγούγια, μην κάθεσαι. Πήγε οχτώ. Αρχίσανε τα νέα που να μη σώνανε. Θα κάμουνε το Σταυράκι πρωθυπουργό λέει αυτή η σοβαρή η μελαχροινή η καλή η κοπέλα -τηνε ξέρεις αυτήνα; Με ποιόνα είναι παντρεμένη; Γιάντα δεν μου μιλείς; Μα ντιπ ψεγαδιάστρα δεν είσαι; Το κοπέλι μας είπε. Ετσά που σου τα λέω.
Μέχρι να συντονιστώ με το κρητικό σύμπαν μου 'χε πάρει μια βδομάδα. Υπολόγισα ότι η γιαγιά ήταν πιο δύσκολη πίστα και ότι θα άρχιζα να καταλαβαίνω τι σκατά μου λέει σε καμιά δεκαπενταριά μέρες.
-Γιαγιά χαλάρωσε, ρε παιδάκι μου. Εξήγα μου λίγο καλύτερα. Δεν κατάλαβα Χριστό, τι μου είπες;
-Ίντα δε κατέεις μωρέ; Ζαβωσες; Βούτηξες τίποτις από τις γλάστρες του Μανώλη κάτω από την ελιά;
-Γιαγιά ντροπή! Εγώ μπάφο;! Αλήθεια πού πέφτουν τα ωραία Ζωνιανά;
-Το Σταυράτσι καλέ, το δικό μας το κοπέλι, που κάμει την εχπομπή την ωραία που βαδίζει... με το σακούλι στον ώμο και βαδίζει. Ε, πάει η εχπομπή. Τώρα θα κάμει κόμμα σου λένε. ΔΕ γροικάς;
Τότε κάτι άστραψε μέσα μου. Για το αφεντικό μου μιλάει η γραία.
-Τον Θεοδωράκη λες;
-Κουζουλό είσαι μωρέ; Ποιον άλλονα;
-Ε, τι έκανε ο Θεοδωράκης;
- Ποτάμι έκαμε και θα κατεβεί ο αναστεναμένος.
-Ρε γιαγιά μπας και βούτηξες εσύ την καναβουριά του Μανωλάκη κάτω απ΄την ελιά;
-Κόμμα έφτιαξε σου λέω μωρή. Ποτάμι. Φρίξον ήλιε! Θα μου το ματιάξουν το κοπέλι, θα μου το χτικιάσουν με τα μάθια τους, είναι και μπάνικο πανάθεμά το.
-Τον ξέρω. Καλός είναι. Από κοιλιακούς μηδέν όμως.
-Τονε ξέρεις; Έλα! (πήρα πόντους) Μπορείς να τονε πάρεις τηλέφωνο;
-Και πού να το βρω το τηλέφωνό του ρε γιαγιά;
-Εν το κατέεις ούτε αυτό μπλιο; (χάνω πόντους)
-Μπορώ να του στείλω μέιλ όμως.
-Ίντα να το κάμει το μέλι κοπελιά;
-Μέιλ βρε γιαγιά. Σα γράμμα. Αλλά πηγαίνει αμέσως.
-Άντε! (παίρνω πόντους) πάει ετσά; Λοιπόν, γράφε. Σταύρο μου, κοπέλι μου, θα σου πω κάτι και μη σου αγγοροφαίνεται. Δεν σε ξέρω, δεν είμαι ψομματάρα, αλλά σε ξέρω. Είχα συναντήσει μια φορά την κουμπάρα σου τη Μαρία και μου είπε πως η μάνα σου είναι κομμάτι βαροκάρδιστη. Κι ο Σωτήρης ο απανωβαρτάς μου είπε πως είναι αδύνατη. Γιατί κοπέλι μου; Ίντα που τρώει; Της έδωκες στάκα; Να σου στείλω στάκα απ΄ τη δικιά μας;
-Ρε γιαγιά τι κάνεις; Πρόμο τοπικά προϊόντα;
-Σους εσύ. Γράφε: Γροικάς Σταύρο μου, κοπέλι μου, ή αναψηφάς; Κίνδυνος το ποτάμι! Θα σε παστρέψουν! Ψεσινός είσαι; Δεν ανεμίζεσαι ίντα πάει να γένει; Όχι να πεις Σταύρο μου, ακούς; Αγριγιεύω κοπέλι μου με την κουζουλάδα σου, εγώ η χήρα του Μανώλη του Λιδάκη του γιδάρη, που πορπατούσε και βελάζανε οι πέτρες. Θα σε ματιάξουν αγόρι μου κι απόκειας τι θα γενεί; Θα σε φάνε με τις βασκανίες και τις ζούλιες. Και μετά θα σε τυλίξουν σε μια κόλα χαρτί και θα βρεθείς σαν τον Άκη στο χάψι.
-Τι είναι το χάψι ρε γιαγιά; (λες και ήξερα τι ήτανε όλα τα υπόλοιπα. Αλλά ήθελα να μάθω πού θα βρεθεί το αφεντικό)
-Η φυλακή. Γράφε. Στο χάψι ελόγου σου και η κυρά σου στο τρελοκομείο με τους κουζουλούς. Ωραίος άντρας ήταν κι ο Άκης Σταύρο μου, λεβένταρος, γι' αυτό και τονε φάγανε. Και επειδή ζηλεύγουνε όλους τους δημοκράτες, τους βενιζελικούς. Ετσά χτύπησαν και τον Λευτεράκη αγόρι μου οι βαρμένοι. Πέτρες του πέταγαν. Αλλά αυτός τουλάχιστον είχε γυναίκα πλούσια. Εσύ ντεληκανή μου δεν κατέω τι προίκα πήρες από τον κύρη της.
-Ρε γιαγιά, μπες στο ψητό. Πλατειάζεις. Ξέφυγες.
-Μπαίνω στο ψητό Σταύρο μου. Μην κατέβεις. Θα σε πάρει το ποτάμι. Πολύ το χρήμα εμίσησαν αλλά τη δόξα ουδείς.
-Τι άσχετο επιχείρημα είναι αυτό ρε γιαγιά;
-Ε, να μη λέει το κοπέλι ότι είμαι καμιά αστοιχείωτη. Λοιπόν αυτά. Εδά ετελείωσα. Στείλτο.
Ε, και το στέλνω. Σταύρο αν το πήρες δώσε σήμα. (Έχω φέρει και στάκα για τη μάνα σου)
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου