Όπου πνέει ο άνεμος ή όπου πνέει το Πνεύμα;
του Νίκου Κοσμίδη
Λέγεται πως οι καλύτερες συζητήσεις στα πλαίσια συνεδρίων πραγματοποιούνται στα διαλείμματα ή μετά το δείπνο. Εκείνες τις μικρές στιγμές ελευθερίας, διοργανωτές, ομιλητές και συμμετέχοντες, εγκαταλείπουν τους τύπους και ανοίγονται ο ένας στον άλλον, εκφράζοντας με μεγαλύτερη άνεση θέσεις και απόψεις. Στιγμές σημαντικές, που τα δελτία τύπου και οι εκθέσεις πεπραγμένων, απλά αποσιωπούν.
Πρόσφατα, βρέθηκα προσκεκλημένος της Ευαγγελικής Ακαδημίας του Hofgeismar, στη Γερμανία, η οποία φιλοξένησε μια συνάντηση προετοιμασίας, ενόψει της Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.). Σκοπός του συνεδρίου, που προετοιμάστηκε από νέους για νέους, η εξοικείωση με τη θεματική «Ζωή, Δικαιοσύνη, Ειρήνη» και τον ευρύτερο σχετικό οικουμενικό προβληματισμό.
Στα πλαίσια του διαγενεακού διαλόγου, ζητήθηκε από το ζεύγος των Elisabeth και Konrad Raiser, να μοιραστεί τις προσωπικές εμπειρίες του με τους συμμετέχοντες. O Δρ Konrad Raiser διετέλεσε για μια δεκαετία (1994-2004) γενικός γραμματέας του Π.Σ.Ε. Κατά την περίοδο αυτή, η συμβολή των Ορθοδόξων στο διαχριστιανικό διάλογο, σημαδεύτηκε από την αποχώρηση των Εκκλησιών της Γεωργίας και της Βουλγαρίας, αλλά και από την επανεξέταση και επανεκτίμηση της αξίας της, μέσα από το έργο της Ειδικής Επιτροπής για τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε. Οι Raiser, χωρίς καμία αίσθηση υπεροχής, απευθύνθηκαν με ειλικρίνεια και αμεσότητα στους συμμετέχοντες, εκ των οποίων ορισμένοι μόλις πρωτογνώριζαν τι εστί οικουμενικός διάλογος.
Σε μια αποστροφή του λόγου της, η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και την ειρήνη, Δρ Elisabeth Raiser, εξέφρασε το ενδιαφέρον της για την υπέρβαση κάθε μορφής αδικίας, όχι μόνο στον κόσμο, αλλά και μέσα στις ίδιες τις εκκλησίες, και θύμισε σε όλους μας το έργο του Π.Σ.Ε. για την καταπολέμηση του ρατσισμού. Πράγματι, ο Χριστιανικός κόσμος βρέθηκε στο παρελθόν, αντιμέτωπος με την πρόκληση των φυλετικών διακρίσεων και τη ρατσιστική διαστρέβλωση του Ευαγγελικού λόγου, χωρίς οι προκλήσεις αυτές να έχουν εκλείψει και σήμερα.
Στις Η.Π.Α. η συζήτηση για την πλήρη και ισότιμη ένταξη των ισπανόφωνων στις αγγλοσαξονικές «λευκές» εκκλησίες παραμένει ζωηρή. Ιδιαίτερα με την αύξηση των ποσοστών μεταπήδησής τους από τον Ρωμαιοκαθολικισμό προς τις Ευαγγελικές και mainline Προτεσταντικές ομολογίες. Στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού, οι ευρωπαϊκές εκκλησίες αναζητούν τρόπους ενίσχυσης της συνεργασίας τους με τις εκκλησιαστικές κοινότητες των μεταναστών, που μαζί με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους, έφεραν και τις δικές τους «εκδοχές» Χριστιανισμού. Και δεν είναι λίγοι, αυτοί που προσβλέπουν σε αυτές τις κοινότητες, ως ελπίδα μιας κάποιας χριστιανικής παρουσίας σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Για την Δρ Raiser, οι εκκλησίες έχουν να αντιμετωπίσουν και άλλες μορφές αδικίας, βαθιά ριζωμένες στην ιστορία και στα πιστεύω τους. Κατά την ίδια, η μη χειροτονία γυναικών και η ομοφοβική στάση ορισμένων εκκλησιών, συνιστούν παραδείγματα διακρίσεων, ενώ η συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση, πρέπει να συμβάλει στην υπέρβαση των λανθασμένων αυτών αντιλήψεων και πρακτικών. Άποψη που υποστήριξε και ο Δρ Konrad Raiser, σημειώνοντας πως όχι μόνο αυτά, άλλα και άλλα ζητήματα, όπως αυτά της βιοηθικής, πρέπει να εξεταστούν από κοινού στα πλαίσια του διαλόγου και εντός του Π.Σ.Ε. Οι τοποθετήσεις τους, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσαν ζωηρά σχόλια και ερωτήσεις.
Υπάρχουν ζητήματα ταμπού που ο διαχριστιανικός διάλογος δεν πρέπει να αγγίξει, εν μέσω μάλιστα της κρίσης που παρατηρείται στα οικουμενικά τεκταινόμενα; Μπορεί η συμμετοχή των εκκλησιών στο Π.Σ.Ε. να κατανοηθεί ως ευκαιρία «διόρθωσής» τους; Μήπως μια τέτοια προσέγγιση φανερώνει έναν ιδεολογικό ηγεμονισμό, που επιδιώκει να επιβάλει παντού συγκεκριμένες απόψεις, αναρωτήθηκε μια νεαρή Γερμανίδα θεολόγος; Ποιος καθορίζει την οικουμενική ατζέντα; Ποιος ο ρόλος και η ευθύνη των βορειοευρωπαϊκών εκκλησιών, ρώτησαν άλλοι; Απαντά ο διάλογος σε ζητήματα που θέτουν οι διαλεγόμενες πλευρές ή παρατηρείται το φαινόμενο ενός κατευθυνόμενου «διαλόγου»;
Κατά τον Δρ Raiser, τόσο ο ισχυρισμός για πτώχευση του διαχριστιανικού διαλόγου, όσο και οι προειδοποιήσεις πως το ζήτημα της αποδοχής της ομοφυλοφιλίας θα καταστεί αιτία περεταίρω διαίρεσης, αποτελούν διαστρέβλωση της ουσίας του ζητήματος. Υποστήριξε πως η θεωρούμενη κρίση στις οικουμενικές σχέσεις, δεν είναι πιο έντονη σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν. Θυμήθηκε δε τη συμμετοχή του το 1970 σε συνέδριο στο Στρασβούργο, που εξέταζε και τότε το κρίσιμο μέλλον του διαλόγου. «Η κρίση της οικουμενικής κίνησης είναι μαζί μας εδώ και σαράντα χρόνια», είπε, και προσέθεσε πως «θέματα ταμπού στον διάλογο δεν μπορούν να υπάρχουν». Για τον Δρ Raiser, η συζήτηση και μόνο, δεν πρέπει να νοηθεί ως ένδειξη πίεσης προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Ασκώντας, μάλλον, ο ίδιος κριτική στη σημερινή κατάσταση, διαπίστωσε την αποξένωση εκκλησιών και Π.Σ.Ε. από τη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Είναι η θεματική που έθεσαν οι Raiser καινούργια ή πολύ προκλητική για να ασχοληθούμε μαζί της; Όχι! Κι όμως, πολλοί εξ ημών των Ορθοδόξων, συνεχίζουμε να προσποιούμαστε ότι τα ζητήματα αυτά δεν υπάρχουν ή ότι ταλανίζουν μόνο τις παρηκμασμένες εκκλησίες ενός ξεπεσμένου Χριστιανισμού. Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, γνωρίζουν πως οι προκλήσεις αυτές απασχολούν εντονότατα το δημόσιο βίο, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, τον θρησκευτικό προβληματισμό, τις ΜΚΟ και τους διεθνείς οργανισμούς, ως και τις μεγάλες πολυεθνικές, που με «ευαισθησία», σπεύδουν να δηλώσουν την ανοιχτή υποστήριξή τους, στα πλαίσια της κοινωνικής ευθύνης τους, αποσκοπώντας και στη διεύρυνση του αγοραστικού τους κοινού. Ούτε, βέβαια, και στα πλαίσια του διαχριστιανικού διαλόγου οι ιδέες αυτές δεν είναι καινοφανείς. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια επιπλέον πτυχή που καλούμαστε και οι Ορθόδοξοι να αντιμετωπίσουμε και που ο Δρ Raiser εξέφρασε σε μια παρέα από συμμετέχοντες του συνεδρίου, που βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε μαζί του μέχρι αργά.
Διαπιστώσαμε πως η διαφωνία μας ξεπερνά το επίπεδο ενός ερμηνευτικού ζητουμένου της Χριστιανικής ηθικής. Δεν είναι καν μια διαφορετική προσέγγιση περί της ουσίας και της υπόστασης του ανθρώπου, όπως εύστοχα παρατήρησε σε σχετικό διαδικτυακό διάλογο μια Ορθόδοξη φίλη ψυχολόγος από τη Γαλλία. Αντίθετα, κατά τον Δρ Raiser, η αντίθεσή μας στις εξελίξεις που σχετίζονται με την ευρύτερη αποδοχή των σχέσεων των ατόμων του ίδιου φύλου και η αδιαφορία μας για προσαρμογή στα νέα δεδομένα, αποτελούν μια θεσμική διάκριση εκ μέρους των εκκλησιών.
Η θέση αυτή, εκφράζεται έντονα και εντός Χριστιανισμού. Αφήνεται μάλιστα να εννοηθεί από τους υπέρμαχους των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ, ότι ενδέχεται να προκύψουν και νομικά ζητήματα επʼ αυτού, αν οι εκκλησίες αρνηθούν να συμβαδίσουν με τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης. Και είναι γνωστές οι πρόσφατες περιπτώσεις άσκησης ευρύτερης πίεσης, για μεταρρυθμίσεις σε συγκεκριμένες εκκλησίες. Ένα εντεινόμενο φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται και σε χώρες όπου η ελευθερία της θρησκείας θεωρούνταν, μέχρι τώρα, θέσφατο και η εμπλοκή της πολιτικής στα ζητήματα πίστης, μη αποδεκτή.
Το ότι Ορθόδοξοι και Προτεστάντες, διαφωνούμε ως προς την αντιμετώπιση μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν τη σεξουαλικότητα και τις προεκτάσεις της στην καθημερινότητα εκατομμυρίων συνανθρώπων μας, δεν είναι άγνωστο. Εντούτοις, ας μη θεωρήσουμε πως η διαφωνία αυτή αφορά πρώτιστα εμάς και εκείνους. Το πρόβλημα είναι πολύ εντονότερο εντός του ίδιου του Προτεσταντισμού.
Από τη μια, η αυξανόμενη αποδοχή στις τάξεις του κλήρου των ΛΟΑΤ από τους ιστορικούς κλάδους του Προτεσταντισμού, όπου παρουσιάζεται και έντονη ρήξη, κατά πολλούς, με τον βιβλικό Χριστιανισμό. Από την άλλη, νέες εκφράσεις μέσα στον Ευαγγελικό χώρο, εγκαταλείπουν πρακτικές του παρελθόντος (π.χ. ex-gay κατασκηνώσεις και θεραπευτικοί εξορκισμοί) και απομονώνουν τις ακραίες φωνές στους κόλπους τους, που, στο όνομα του Θεού, ενισχύουν των κοινωνικό αποκλεισμό. Αντί αυτών, προσβλέπουν σʼ έναν διαφορετικό προσωπικό ευαγγελισμό, που σέβεται την ταυτότητα του κάθε ανθρώπου και που επιχειρεί να προσφέρει ελπίδα, καλλιεργώντας τη συνείδηση πως κανένας δεν περισσεύει στον οίκου του Θεού. Μια νέα στάση, που εξαπλώνεται γοργά και μέσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ως αντίδραση στην εκκλησιαστική υποκρισία και στα σεξουαλικά σκάνδαλα και ως απάντηση στο κάλεσμα για τον επανευαγγελισμό της κοινωνίας.
Είναι ενδιαφέρον πως μέσα από αυτή την ενδο-προτεσταντική διαμάχη, αλλά και από τις κοινωνικές μεταβολές που επιφέρουν σχετικά νομοσχέδια, γεννήθηκαν νέες συνεργασίες στο εξωτερικό, μεταξύ Ευαγγελικών, Ρωμαιοκαθολικών, αλλά και Ορθοδόξων, που σε διαφορετική περίπτωση έδειχναν δύσπιστοι προς αντίστοιχες κινήσεις.
Και στα καθ' ημάς; Οι πρόσφατες παρελάσεις υπερηφάνειας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο προτεινόμενος αντιρατσιστικός νόμος με τις διάφορες εκδοχές του και οι πολιτικές (προεκλογικές;) εξαγγελίες για θεσμοθέτηση γάμου για ομοφυλόφιλα ζευγάρια, δεν πέρασαν στο απυρόβλητο.
Αδερφοί μας σε χριστιανικές οργανώσεις και αδελφότητες, αρθογράφοι στο διαδίκτυο και ιεροκήρυκες, συστρατεύτηκαν υπέρ της προάσπισης των Ελληνοχριστιανικών παραδόσεων, εξ ονόματος του Έθνους και του Θεού, όπως διαλάλησαν, επικρίνοντας τις Αριστερές πολιτικές δυνάμεις και τους δημάρχους που τάχθηκαν υπέρ των παρελάσεων, αλλά και την απουσία επίσημης υποστήριξης του αγώνα τους από τη διοικούσα Εκκλησία. Έτσι, διαβάσαμε και ακούσαμε, αποκαλυπτικές προφητείες για το μέλλον του τόπου σε περίπτωση που επιτραπεί η επέκταση της «παρδαλής επανάστασης» κατά των ηθών, εθίμων και παραδόσεων του τόπου, ενώ δεν έλειψαν και οι αναφορές στις βιβλικές περιγραφές για το τέλος των Σοδόμων και Γομόρρων.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ακόμα και τα χρώματα του ουράνιου τόξου, σημάδι ελπίδας και συμφωνίας μεταξύ του Θεού, του Νώε και των απογόνων του (Γένεση θʼ 12-17), έγιναν, για άλλους σημαία του αγώνα τους για ελευθερία (από ποιον;) και για άλλους σημάδι δαιμονοκαταληψίας, όπως είπαν.
Πολλά τα οξύμωρα που βλέπουμε και ζούμε. Μοιάζουν πολλοί να βρίσκονται σαν σε κατάσταση αμνησίας. Αγνοούν ότι η χώρα μας βρίσκεται σε προχωρημένη πνευματική έκπτωση και κοινωνική παρακμή; Παραβλέπουν τα υψηλότατα ποσοστά στην πολιτική και οικονομική διαφθορά, στις αμβλώσεις και στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών μεταξύ των νέων, για να αναφέρουμε μόνο λίγες περιπτώσεις;
Πώς μπορούν να κάνουν λόγο για το Ορθόδοξο, κατά το όνομα και μόνο, έθνος των Ελλήνων και να αποσιωπούν τον θρησκευτικό συγκρητισμό που επικρατεί, με τον καθένα να πιστεύει και να ερμηνεύει την πίστη κατά την αρέσκειά του; Δεν βλέπουν την ευθύνη τους, για το γεγονός πως οι Χριστιανοί κατάντησαν το πιο γερασμένο ηλικιακά και πνευματικά κομμάτι της κοινωνίας, χωρίς καμία παρουσία και μαρτυρία; Δεν είναι οι ίδιοι που τους αρκούσε, για χρόνια, να βλέπουν τον ακατήχητο λαό και την αμαρτωλή «Δεξιά του Κυρίου» να προσκυνά ιερά λείψανα και τίμιες εικόνες; Πώς μπορούμε να κωφεύουμε μπροστά σε αυτά και σε πολλά άλλα και να δηλώνουμε τώρα έκπληκτοι και αγανακτισμένοι (δήθεν από αγάπη) για την εξέλιξη των πραγμάτων;
Ίσως ορισμένοι να αναρωτιέστε πώς εκφράζονται οι Ορθόδοξοι στα πλαίσια των διαχριστιανικών συναντήσεων επί των θεμάτων αυτών, αν και όταν αυτά τίθενται προς συζήτηση. Οι περισσότεροι ακολουθούν την «επίσημη» γραμμή. Ναι, η ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε επʼ αυτού και πολύ. Η Εκκλησία αγαπάει τους αμαρτωλούς, αλλά όχι την αμαρτία. Αν τεθούν τέτοια προβλήματα, τότε, θα απαντήσουμε ως Ορθόδοξοι. Και σταματούμε εκεί για την ώρα. Μια γνωστή στάση και από την εγχώρια καθημερινή εκκλησιαστική πρακτική, που, δυστυχώς, κυριαρχεί σε μια σειρά ζητημάτων.
Η συνταγή η ίδια. Φτάνει η βοήθεια του πνευματικού, λένε. Αυτό μεταφράζεται και ως εξής: Αν επιλέξει κανείς να ζήσει το πάθος του, το όποιο πάθος του, κρυφά από την κοινωνία, ακόμα καλύτερα για όλους! Μόνο στο δρόμο μην βγει και μας χαλάσει τη ψευδαίσθηση του «όλα πάνε δεξιά», που επιλέξαμε για αλήθεια μας. Και βεβαίως, καμία αναφορά επʼ αυτού δεν επιτρέπεται στα πλαίσια της ενοριακής ζωής, μην τυχόν και διαταραχτεί η βασιλεία του καθωσπρεπισμού και η χλιαρότητα της εκκλησίας της Λαοδικείας (Αποκάλυψη γʼ 15-19) που μας διακρίνει.
Λιγότεροι είναι όσοι ελπίζουν σε μια δυναμικότερη μαρτυρία των Ορθοδόξων και σε σύμπραξη με άλλους Χριστιανούς, που διατηρούν μια συγκλίνουσα αντίληψη επί των ζητημάτων της σεξουαλικότητας, του θεσμού της οικογένειας και του σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή.
Ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που, αν και δεν αρνούνται τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αισθάνονται, όμως, αδύναμοι να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών και στα ποιμαντικά τους καθήκοντα, μεταχειριζόμενοι μόνο βιβλικές επιταγές και εκκλησιαστικούς κανόνες, που μοιάζουν ανεφάρμοστοι στην πραγματικότητα του σήμερα.
Προς το τέλος της βραδινής κουβέντας μας, ο Δρ Konrad Raiser είπε, πως δεν θα διστάσει να υπερασπιστεί από που θεωρεί σωστό, άσχετα από το αν θα χαρακτηριστεί μοντερνιστής και ριζοσπαστικός για τις απόψεις του. Και η δήλωσή του αυτή, δεν είναι τυχαία, ούτε και πρέπει να προσπεραστεί έτσι απλά.
Τόσο στα πλαίσια του δημόσιο διαλόγου, όσο και σε αυτά του ενδοχριστιανικού, οι θέσεις που εκφράζονται για τη σχέση θρησκείας, δημόσιας ζωής, πολιτικής και κοινωνικής εξέλιξης, πολύ συχνά λαμβάνουν αντίστοιχους προσδιορισμούς. Προσδιορισμούς που στην ουσία οριοθετούν τις εκφραζόμενες θέσεις όχι ανάλογα με το θεολογικό και πνευματικό περιεχόμενό τους, αλλά με την κοινωνικοπολιτική τους χροιά. Και εδώ, κατά την άποψή μου, βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος.
Δυστυχώς, ο φόβος μας για τον άλλον, μας οδήγησε στο να μεταχειριζόμαστε ακόμα και σε εκκλησιαστικά πλαίσια, και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, χαρακτηρισμούς δανεισμένους από άλλους χώρους, για να προσδιορίσουμε ο ένας τις απόψεις του άλλου. Ακόμα χειρότερα, ταυτίσαμε, χωρίς καμία ντροπή, τον νομιζόμενο θρησκευτικό συντηρητισμό ή προοδευτισμό μας, με πολιτικές δυνάμεις που τιτλοφορούνται κατά παρόμοιο τρόπο. Χωρίς να το καταλάβουμε, αναγάγαμε την πίστη μας σε ιδεολόγημα και χάσαμε τη δυνατότητα να απευθύνουμε λόγο καινό και καθολικό. Λόγο που θα έκανε τους ανθρώπους γύρω μας, να διερωτώνται με ποιανού τη δύναμη και έμπνευση μιλούμε.
Η πίστη δεν μπορεί να είναι ούτε συντηρητική, ούτε προοδευτική, ούτε φιλελεύθερη, ούτε μετριοπαθής, ούτε φοβική, ούτε κατʼ επιλογήν, ούτε ψυχρό μπετόν, ούτε σύμφωνη με το πνεύμα και τα γούστα του κόσμου τούτου. Αν βρήκαμε την Αγάπη και την Αλήθεια μέσα από τη σχέση μας με τον Θεό εν τη Εκκλησία, αυτές θα προσφέρουμε από καρδιάς και στους άλλους γύρω μας. Αν πάλι «βρήκαμε» κατάκριση, ενοχικότητα, ψευδοευσεβισμό, ανελεημοσύνη και δειλία λόγου και έργων μπροστά στην πραγματικότητα, τότε και η μαρτυρία μας θα είναι τέτοια. Τι βρήκαμε και τι ζούμε λοιπόν;
Σημ: Ο Νίκος Κοσμίδης είναι μέλος της Επιτροπής Νέων Echos του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Πρόσφατα, βρέθηκα προσκεκλημένος της Ευαγγελικής Ακαδημίας του Hofgeismar, στη Γερμανία, η οποία φιλοξένησε μια συνάντηση προετοιμασίας, ενόψει της Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.). Σκοπός του συνεδρίου, που προετοιμάστηκε από νέους για νέους, η εξοικείωση με τη θεματική «Ζωή, Δικαιοσύνη, Ειρήνη» και τον ευρύτερο σχετικό οικουμενικό προβληματισμό.
Στα πλαίσια του διαγενεακού διαλόγου, ζητήθηκε από το ζεύγος των Elisabeth και Konrad Raiser, να μοιραστεί τις προσωπικές εμπειρίες του με τους συμμετέχοντες. O Δρ Konrad Raiser διετέλεσε για μια δεκαετία (1994-2004) γενικός γραμματέας του Π.Σ.Ε. Κατά την περίοδο αυτή, η συμβολή των Ορθοδόξων στο διαχριστιανικό διάλογο, σημαδεύτηκε από την αποχώρηση των Εκκλησιών της Γεωργίας και της Βουλγαρίας, αλλά και από την επανεξέταση και επανεκτίμηση της αξίας της, μέσα από το έργο της Ειδικής Επιτροπής για τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε. Οι Raiser, χωρίς καμία αίσθηση υπεροχής, απευθύνθηκαν με ειλικρίνεια και αμεσότητα στους συμμετέχοντες, εκ των οποίων ορισμένοι μόλις πρωτογνώριζαν τι εστί οικουμενικός διάλογος.
Σε μια αποστροφή του λόγου της, η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και την ειρήνη, Δρ Elisabeth Raiser, εξέφρασε το ενδιαφέρον της για την υπέρβαση κάθε μορφής αδικίας, όχι μόνο στον κόσμο, αλλά και μέσα στις ίδιες τις εκκλησίες, και θύμισε σε όλους μας το έργο του Π.Σ.Ε. για την καταπολέμηση του ρατσισμού. Πράγματι, ο Χριστιανικός κόσμος βρέθηκε στο παρελθόν, αντιμέτωπος με την πρόκληση των φυλετικών διακρίσεων και τη ρατσιστική διαστρέβλωση του Ευαγγελικού λόγου, χωρίς οι προκλήσεις αυτές να έχουν εκλείψει και σήμερα.
Στις Η.Π.Α. η συζήτηση για την πλήρη και ισότιμη ένταξη των ισπανόφωνων στις αγγλοσαξονικές «λευκές» εκκλησίες παραμένει ζωηρή. Ιδιαίτερα με την αύξηση των ποσοστών μεταπήδησής τους από τον Ρωμαιοκαθολικισμό προς τις Ευαγγελικές και mainline Προτεσταντικές ομολογίες. Στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού, οι ευρωπαϊκές εκκλησίες αναζητούν τρόπους ενίσχυσης της συνεργασίας τους με τις εκκλησιαστικές κοινότητες των μεταναστών, που μαζί με τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους, έφεραν και τις δικές τους «εκδοχές» Χριστιανισμού. Και δεν είναι λίγοι, αυτοί που προσβλέπουν σε αυτές τις κοινότητες, ως ελπίδα μιας κάποιας χριστιανικής παρουσίας σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Για την Δρ Raiser, οι εκκλησίες έχουν να αντιμετωπίσουν και άλλες μορφές αδικίας, βαθιά ριζωμένες στην ιστορία και στα πιστεύω τους. Κατά την ίδια, η μη χειροτονία γυναικών και η ομοφοβική στάση ορισμένων εκκλησιών, συνιστούν παραδείγματα διακρίσεων, ενώ η συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση, πρέπει να συμβάλει στην υπέρβαση των λανθασμένων αυτών αντιλήψεων και πρακτικών. Άποψη που υποστήριξε και ο Δρ Konrad Raiser, σημειώνοντας πως όχι μόνο αυτά, άλλα και άλλα ζητήματα, όπως αυτά της βιοηθικής, πρέπει να εξεταστούν από κοινού στα πλαίσια του διαλόγου και εντός του Π.Σ.Ε. Οι τοποθετήσεις τους, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσαν ζωηρά σχόλια και ερωτήσεις.
Υπάρχουν ζητήματα ταμπού που ο διαχριστιανικός διάλογος δεν πρέπει να αγγίξει, εν μέσω μάλιστα της κρίσης που παρατηρείται στα οικουμενικά τεκταινόμενα; Μπορεί η συμμετοχή των εκκλησιών στο Π.Σ.Ε. να κατανοηθεί ως ευκαιρία «διόρθωσής» τους; Μήπως μια τέτοια προσέγγιση φανερώνει έναν ιδεολογικό ηγεμονισμό, που επιδιώκει να επιβάλει παντού συγκεκριμένες απόψεις, αναρωτήθηκε μια νεαρή Γερμανίδα θεολόγος; Ποιος καθορίζει την οικουμενική ατζέντα; Ποιος ο ρόλος και η ευθύνη των βορειοευρωπαϊκών εκκλησιών, ρώτησαν άλλοι; Απαντά ο διάλογος σε ζητήματα που θέτουν οι διαλεγόμενες πλευρές ή παρατηρείται το φαινόμενο ενός κατευθυνόμενου «διαλόγου»;
Κατά τον Δρ Raiser, τόσο ο ισχυρισμός για πτώχευση του διαχριστιανικού διαλόγου, όσο και οι προειδοποιήσεις πως το ζήτημα της αποδοχής της ομοφυλοφιλίας θα καταστεί αιτία περεταίρω διαίρεσης, αποτελούν διαστρέβλωση της ουσίας του ζητήματος. Υποστήριξε πως η θεωρούμενη κρίση στις οικουμενικές σχέσεις, δεν είναι πιο έντονη σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν. Θυμήθηκε δε τη συμμετοχή του το 1970 σε συνέδριο στο Στρασβούργο, που εξέταζε και τότε το κρίσιμο μέλλον του διαλόγου. «Η κρίση της οικουμενικής κίνησης είναι μαζί μας εδώ και σαράντα χρόνια», είπε, και προσέθεσε πως «θέματα ταμπού στον διάλογο δεν μπορούν να υπάρχουν». Για τον Δρ Raiser, η συζήτηση και μόνο, δεν πρέπει να νοηθεί ως ένδειξη πίεσης προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Ασκώντας, μάλλον, ο ίδιος κριτική στη σημερινή κατάσταση, διαπίστωσε την αποξένωση εκκλησιών και Π.Σ.Ε. από τη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Είναι η θεματική που έθεσαν οι Raiser καινούργια ή πολύ προκλητική για να ασχοληθούμε μαζί της; Όχι! Κι όμως, πολλοί εξ ημών των Ορθοδόξων, συνεχίζουμε να προσποιούμαστε ότι τα ζητήματα αυτά δεν υπάρχουν ή ότι ταλανίζουν μόνο τις παρηκμασμένες εκκλησίες ενός ξεπεσμένου Χριστιανισμού. Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, γνωρίζουν πως οι προκλήσεις αυτές απασχολούν εντονότατα το δημόσιο βίο, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, τον θρησκευτικό προβληματισμό, τις ΜΚΟ και τους διεθνείς οργανισμούς, ως και τις μεγάλες πολυεθνικές, που με «ευαισθησία», σπεύδουν να δηλώσουν την ανοιχτή υποστήριξή τους, στα πλαίσια της κοινωνικής ευθύνης τους, αποσκοπώντας και στη διεύρυνση του αγοραστικού τους κοινού. Ούτε, βέβαια, και στα πλαίσια του διαχριστιανικού διαλόγου οι ιδέες αυτές δεν είναι καινοφανείς. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια επιπλέον πτυχή που καλούμαστε και οι Ορθόδοξοι να αντιμετωπίσουμε και που ο Δρ Raiser εξέφρασε σε μια παρέα από συμμετέχοντες του συνεδρίου, που βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε μαζί του μέχρι αργά.
Διαπιστώσαμε πως η διαφωνία μας ξεπερνά το επίπεδο ενός ερμηνευτικού ζητουμένου της Χριστιανικής ηθικής. Δεν είναι καν μια διαφορετική προσέγγιση περί της ουσίας και της υπόστασης του ανθρώπου, όπως εύστοχα παρατήρησε σε σχετικό διαδικτυακό διάλογο μια Ορθόδοξη φίλη ψυχολόγος από τη Γαλλία. Αντίθετα, κατά τον Δρ Raiser, η αντίθεσή μας στις εξελίξεις που σχετίζονται με την ευρύτερη αποδοχή των σχέσεων των ατόμων του ίδιου φύλου και η αδιαφορία μας για προσαρμογή στα νέα δεδομένα, αποτελούν μια θεσμική διάκριση εκ μέρους των εκκλησιών.
Η θέση αυτή, εκφράζεται έντονα και εντός Χριστιανισμού. Αφήνεται μάλιστα να εννοηθεί από τους υπέρμαχους των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ, ότι ενδέχεται να προκύψουν και νομικά ζητήματα επʼ αυτού, αν οι εκκλησίες αρνηθούν να συμβαδίσουν με τις απαιτήσεις της κοινής γνώμης. Και είναι γνωστές οι πρόσφατες περιπτώσεις άσκησης ευρύτερης πίεσης, για μεταρρυθμίσεις σε συγκεκριμένες εκκλησίες. Ένα εντεινόμενο φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται και σε χώρες όπου η ελευθερία της θρησκείας θεωρούνταν, μέχρι τώρα, θέσφατο και η εμπλοκή της πολιτικής στα ζητήματα πίστης, μη αποδεκτή.
Το ότι Ορθόδοξοι και Προτεστάντες, διαφωνούμε ως προς την αντιμετώπιση μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν τη σεξουαλικότητα και τις προεκτάσεις της στην καθημερινότητα εκατομμυρίων συνανθρώπων μας, δεν είναι άγνωστο. Εντούτοις, ας μη θεωρήσουμε πως η διαφωνία αυτή αφορά πρώτιστα εμάς και εκείνους. Το πρόβλημα είναι πολύ εντονότερο εντός του ίδιου του Προτεσταντισμού.
Από τη μια, η αυξανόμενη αποδοχή στις τάξεις του κλήρου των ΛΟΑΤ από τους ιστορικούς κλάδους του Προτεσταντισμού, όπου παρουσιάζεται και έντονη ρήξη, κατά πολλούς, με τον βιβλικό Χριστιανισμό. Από την άλλη, νέες εκφράσεις μέσα στον Ευαγγελικό χώρο, εγκαταλείπουν πρακτικές του παρελθόντος (π.χ. ex-gay κατασκηνώσεις και θεραπευτικοί εξορκισμοί) και απομονώνουν τις ακραίες φωνές στους κόλπους τους, που, στο όνομα του Θεού, ενισχύουν των κοινωνικό αποκλεισμό. Αντί αυτών, προσβλέπουν σʼ έναν διαφορετικό προσωπικό ευαγγελισμό, που σέβεται την ταυτότητα του κάθε ανθρώπου και που επιχειρεί να προσφέρει ελπίδα, καλλιεργώντας τη συνείδηση πως κανένας δεν περισσεύει στον οίκου του Θεού. Μια νέα στάση, που εξαπλώνεται γοργά και μέσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ως αντίδραση στην εκκλησιαστική υποκρισία και στα σεξουαλικά σκάνδαλα και ως απάντηση στο κάλεσμα για τον επανευαγγελισμό της κοινωνίας.
Είναι ενδιαφέρον πως μέσα από αυτή την ενδο-προτεσταντική διαμάχη, αλλά και από τις κοινωνικές μεταβολές που επιφέρουν σχετικά νομοσχέδια, γεννήθηκαν νέες συνεργασίες στο εξωτερικό, μεταξύ Ευαγγελικών, Ρωμαιοκαθολικών, αλλά και Ορθοδόξων, που σε διαφορετική περίπτωση έδειχναν δύσπιστοι προς αντίστοιχες κινήσεις.
Και στα καθ' ημάς; Οι πρόσφατες παρελάσεις υπερηφάνειας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο προτεινόμενος αντιρατσιστικός νόμος με τις διάφορες εκδοχές του και οι πολιτικές (προεκλογικές;) εξαγγελίες για θεσμοθέτηση γάμου για ομοφυλόφιλα ζευγάρια, δεν πέρασαν στο απυρόβλητο.
Αδερφοί μας σε χριστιανικές οργανώσεις και αδελφότητες, αρθογράφοι στο διαδίκτυο και ιεροκήρυκες, συστρατεύτηκαν υπέρ της προάσπισης των Ελληνοχριστιανικών παραδόσεων, εξ ονόματος του Έθνους και του Θεού, όπως διαλάλησαν, επικρίνοντας τις Αριστερές πολιτικές δυνάμεις και τους δημάρχους που τάχθηκαν υπέρ των παρελάσεων, αλλά και την απουσία επίσημης υποστήριξης του αγώνα τους από τη διοικούσα Εκκλησία. Έτσι, διαβάσαμε και ακούσαμε, αποκαλυπτικές προφητείες για το μέλλον του τόπου σε περίπτωση που επιτραπεί η επέκταση της «παρδαλής επανάστασης» κατά των ηθών, εθίμων και παραδόσεων του τόπου, ενώ δεν έλειψαν και οι αναφορές στις βιβλικές περιγραφές για το τέλος των Σοδόμων και Γομόρρων.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ακόμα και τα χρώματα του ουράνιου τόξου, σημάδι ελπίδας και συμφωνίας μεταξύ του Θεού, του Νώε και των απογόνων του (Γένεση θʼ 12-17), έγιναν, για άλλους σημαία του αγώνα τους για ελευθερία (από ποιον;) και για άλλους σημάδι δαιμονοκαταληψίας, όπως είπαν.
Πολλά τα οξύμωρα που βλέπουμε και ζούμε. Μοιάζουν πολλοί να βρίσκονται σαν σε κατάσταση αμνησίας. Αγνοούν ότι η χώρα μας βρίσκεται σε προχωρημένη πνευματική έκπτωση και κοινωνική παρακμή; Παραβλέπουν τα υψηλότατα ποσοστά στην πολιτική και οικονομική διαφθορά, στις αμβλώσεις και στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών μεταξύ των νέων, για να αναφέρουμε μόνο λίγες περιπτώσεις;
Πώς μπορούν να κάνουν λόγο για το Ορθόδοξο, κατά το όνομα και μόνο, έθνος των Ελλήνων και να αποσιωπούν τον θρησκευτικό συγκρητισμό που επικρατεί, με τον καθένα να πιστεύει και να ερμηνεύει την πίστη κατά την αρέσκειά του; Δεν βλέπουν την ευθύνη τους, για το γεγονός πως οι Χριστιανοί κατάντησαν το πιο γερασμένο ηλικιακά και πνευματικά κομμάτι της κοινωνίας, χωρίς καμία παρουσία και μαρτυρία; Δεν είναι οι ίδιοι που τους αρκούσε, για χρόνια, να βλέπουν τον ακατήχητο λαό και την αμαρτωλή «Δεξιά του Κυρίου» να προσκυνά ιερά λείψανα και τίμιες εικόνες; Πώς μπορούμε να κωφεύουμε μπροστά σε αυτά και σε πολλά άλλα και να δηλώνουμε τώρα έκπληκτοι και αγανακτισμένοι (δήθεν από αγάπη) για την εξέλιξη των πραγμάτων;
Ίσως ορισμένοι να αναρωτιέστε πώς εκφράζονται οι Ορθόδοξοι στα πλαίσια των διαχριστιανικών συναντήσεων επί των θεμάτων αυτών, αν και όταν αυτά τίθενται προς συζήτηση. Οι περισσότεροι ακολουθούν την «επίσημη» γραμμή. Ναι, η ομοφυλοφιλία είναι αμαρτία, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε επʼ αυτού και πολύ. Η Εκκλησία αγαπάει τους αμαρτωλούς, αλλά όχι την αμαρτία. Αν τεθούν τέτοια προβλήματα, τότε, θα απαντήσουμε ως Ορθόδοξοι. Και σταματούμε εκεί για την ώρα. Μια γνωστή στάση και από την εγχώρια καθημερινή εκκλησιαστική πρακτική, που, δυστυχώς, κυριαρχεί σε μια σειρά ζητημάτων.
Η συνταγή η ίδια. Φτάνει η βοήθεια του πνευματικού, λένε. Αυτό μεταφράζεται και ως εξής: Αν επιλέξει κανείς να ζήσει το πάθος του, το όποιο πάθος του, κρυφά από την κοινωνία, ακόμα καλύτερα για όλους! Μόνο στο δρόμο μην βγει και μας χαλάσει τη ψευδαίσθηση του «όλα πάνε δεξιά», που επιλέξαμε για αλήθεια μας. Και βεβαίως, καμία αναφορά επʼ αυτού δεν επιτρέπεται στα πλαίσια της ενοριακής ζωής, μην τυχόν και διαταραχτεί η βασιλεία του καθωσπρεπισμού και η χλιαρότητα της εκκλησίας της Λαοδικείας (Αποκάλυψη γʼ 15-19) που μας διακρίνει.
Λιγότεροι είναι όσοι ελπίζουν σε μια δυναμικότερη μαρτυρία των Ορθοδόξων και σε σύμπραξη με άλλους Χριστιανούς, που διατηρούν μια συγκλίνουσα αντίληψη επί των ζητημάτων της σεξουαλικότητας, του θεσμού της οικογένειας και του σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή.
Ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που, αν και δεν αρνούνται τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αισθάνονται, όμως, αδύναμοι να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών και στα ποιμαντικά τους καθήκοντα, μεταχειριζόμενοι μόνο βιβλικές επιταγές και εκκλησιαστικούς κανόνες, που μοιάζουν ανεφάρμοστοι στην πραγματικότητα του σήμερα.
Προς το τέλος της βραδινής κουβέντας μας, ο Δρ Konrad Raiser είπε, πως δεν θα διστάσει να υπερασπιστεί από που θεωρεί σωστό, άσχετα από το αν θα χαρακτηριστεί μοντερνιστής και ριζοσπαστικός για τις απόψεις του. Και η δήλωσή του αυτή, δεν είναι τυχαία, ούτε και πρέπει να προσπεραστεί έτσι απλά.
Τόσο στα πλαίσια του δημόσιο διαλόγου, όσο και σε αυτά του ενδοχριστιανικού, οι θέσεις που εκφράζονται για τη σχέση θρησκείας, δημόσιας ζωής, πολιτικής και κοινωνικής εξέλιξης, πολύ συχνά λαμβάνουν αντίστοιχους προσδιορισμούς. Προσδιορισμούς που στην ουσία οριοθετούν τις εκφραζόμενες θέσεις όχι ανάλογα με το θεολογικό και πνευματικό περιεχόμενό τους, αλλά με την κοινωνικοπολιτική τους χροιά. Και εδώ, κατά την άποψή μου, βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος.
Δυστυχώς, ο φόβος μας για τον άλλον, μας οδήγησε στο να μεταχειριζόμαστε ακόμα και σε εκκλησιαστικά πλαίσια, και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, χαρακτηρισμούς δανεισμένους από άλλους χώρους, για να προσδιορίσουμε ο ένας τις απόψεις του άλλου. Ακόμα χειρότερα, ταυτίσαμε, χωρίς καμία ντροπή, τον νομιζόμενο θρησκευτικό συντηρητισμό ή προοδευτισμό μας, με πολιτικές δυνάμεις που τιτλοφορούνται κατά παρόμοιο τρόπο. Χωρίς να το καταλάβουμε, αναγάγαμε την πίστη μας σε ιδεολόγημα και χάσαμε τη δυνατότητα να απευθύνουμε λόγο καινό και καθολικό. Λόγο που θα έκανε τους ανθρώπους γύρω μας, να διερωτώνται με ποιανού τη δύναμη και έμπνευση μιλούμε.
Η πίστη δεν μπορεί να είναι ούτε συντηρητική, ούτε προοδευτική, ούτε φιλελεύθερη, ούτε μετριοπαθής, ούτε φοβική, ούτε κατʼ επιλογήν, ούτε ψυχρό μπετόν, ούτε σύμφωνη με το πνεύμα και τα γούστα του κόσμου τούτου. Αν βρήκαμε την Αγάπη και την Αλήθεια μέσα από τη σχέση μας με τον Θεό εν τη Εκκλησία, αυτές θα προσφέρουμε από καρδιάς και στους άλλους γύρω μας. Αν πάλι «βρήκαμε» κατάκριση, ενοχικότητα, ψευδοευσεβισμό, ανελεημοσύνη και δειλία λόγου και έργων μπροστά στην πραγματικότητα, τότε και η μαρτυρία μας θα είναι τέτοια. Τι βρήκαμε και τι ζούμε λοιπόν;
Σημ: Ο Νίκος Κοσμίδης είναι μέλος της Επιτροπής Νέων Echos του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Για το Amen.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου