Το ξέρεις ότι θα προσεύχομαι κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ γιά σένα. Να περνάς όμορφα. Να με θυμάσαι εκεί που είσαι τώρα στον παράδεισο των ζώων. Και κάνεις σκανταλιές με τους νέους φίλους σου. Είμαι σίγουρος ότι θα έχεις γίνει ήδη αρχηγός σε κάποια σκυλοπαρέα.
Γεννήθηκες , έζησες και πέθανες αρχηγός. Ελεύθερος!
Σε λάτρεψα μόλις σε είδα. Από την πρώτη στιγμή. Εκεί στο καλαθάκι του Νίκου στο συνεργείο, Λίγο πριν σε είχε βρει στο βουνό να περιπλανιέσαι πεινασμένος. Μόλις με κοίταξες με εκείνες τις μαύρες «μπίλιες» παραδόθηκα. Μόλις μου χαμογέλασες με εκείνα τα ταλαιπωρημένα δοντάκια, που αργότερα έβγαλε ο κτηνίατρος ο Παναγιώτης. Κι έγινες ακόμη πιό όμορφος με εκείνο το στραβό στοματάκι. Ξέρω ότι δεν φοβήθηκες ποτέ. Ούτε όταν βρέθηκες μόνος στο βουνό.
Σε παράτησαν ή το εσκασες από το σπίτι σου; Δεν το έμαθα ποτέ. Δεν ήθελες να μου το πεις. Ενώ μου «μιλούσες» εκείνα τα δικά μας απογεύματα στην ταράτσα που σε είχα αγκαλιά. Κι εσύ «πουλούσες μούρη» στα άλλα σκυλιά, γιατί ρε μπαγάσα με κέρδισες αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί μοιάζαμε. Είχες καλή καρδούλα.
Κι όταν έγινε το ατύχημα ήξερα ότι δεν θα άντεχες να ζήσεις «σκλάβος» στο ίδιο σου το σώμα. Ξέρω ότι η δύναμή σου ήταν η μαγκιά σου. Ένα αλητάκι ήσουν, παρότι η ταυτότητα έγραφε «κανίς». Δεν γούσταρες, άλλωστε, να δείχνεις του σαλονιού. Γι αυτό και σου άρεσε που ήσουν κουρεμένος. Παρότι σε βαπτίσαμε Ράστα, γιατί όταν βρέθηκες το τριχωμά σου ήταν σαν τα μαλλιά του Μπομπ Μάρλευ, τελικά κουρεύτηκες.
Σε νιώθω σαν αδελφό. Μου λείπει το γαύγισμα τα μεσημέρια αν και με ενοχλούσες. Μου λείπει το φαφούτικο χαμόγελό σου απ’ αυτό το στραβό στοματάκι. Η άσπρη μουρίτσα σου που προσπαθούσε να μπει στο σπίτι από το παράθυρο του μπάνιου. Δεν θα είμαστε ξανά μαζί, αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι ταξίδεψες γιά εκείνο το μέρος που θα μπορείς να είσαι πραγματικά ελεύθερος. Πονάω πολύ που έπρεπε να φύγεις. Και φοβάμαι ότι θα πονάω όσο ζω. Σου κρατούσα το χεράκι όταν φτερούγισες γιά τον παντοτινό ίσκιο και κλαίγαμε.
Στο καταφύγιο της ψυχής σου, εδώ στον κήπο του σπιτιού που έζησες στο Κόκκινο Λιμανάκι, πάνω από το χώμα που σε σκέπασε, με τον ήχο από τα κύματα της θάλασσας να σε νανουρίζει, έγραψα σε ένα μεγάλο άσπρο βότσαλο: «Ράστα. Έζησε γενναίος και ελεύθερος»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου