Στις 6 Μαΐου ξεκινά η ακροαματική διαδικασία σε βάρος νεοναζιστών που δολοφόνησαν το 2005 τον Θεόδωρο Βουλγαρίδη στη Γερμανία, προσθέτοντάς τον στη λίστα με τα δέκα συνολικά θύματα που εκτέλεσαν.
Ο γολγοθάς της οικογένειάς του ξεκινά αμέσως μετά το δραματικό γεγονός με τις ανακρίσεις των αρχών να στρέφονται προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός από την πραγματική.
Επί χρόνια οι ανακριτικές αρχές οδηγούσαν τις ανακρίσεις τους σε όλες τις πιθανές εκδοχές εκτός από την ακροδεξιά βία. Στη διάρκεια των ερευνών προσπάθησαν να σπιλώσουν τα θύματα, να αφήσουν υποψίες για την ηθική ακεραιότητα των οικογενειών τους. Η ιστορία της οικογένειας Βουλγαρίδη είναι ενδεικτική μιας υπόθεσης που συγκλονίζει τη Γερμανία και έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα τις αρχές της, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε αναλυτικό ρεπορτάζ της η Deutche Welle.
Το κακό μαντάτο ήρθε τηλεφωνικά. Κάποια γνωστή της οικογένειας τηλεφώνησε στον Γαβριήλ Βουλγαρίδη για να του πει ότι κάποιοι σκότωσαν τον αδελφό του, τον Θεόδωρο, μέσα στο μαγαζί. Ήταν 15 Ιουνίου του 2005, είχε αρχίσει να σουρουπώνει, τίποτα δεν προμήνυε αυτή την εξέλιξη, το αντίθετο μάλιστα, ο Θεόδωρος πριν από 15 μέρες είχε ανοίξει μαγαζί με γερμανό συνέταιρο, ένα κλειδαράδικο, και ήταν ευχαριστημένος. Από τις πρώτες έρευνες της εγκληματολογικής υπηρεσίας φάνηκε ότι οι δράστες είχαν χρησιμοποιήσει το ίδιο ακριβώς όπλο, όπως και στα 6 προηούμενα θύματα, όλοι τους Τούρκοι μετανάστες. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου. Ο Θεόδωρος, μετανάστης δεύτερης γενιάς από τις Σέρρες, ήταν πολύ αγαπητός σε όλους και απόλυτα ενταγμένος στον γερμανικό τρόπο ζωής, δεν είχε διαφορές με κανένα.
Εκείνο το βράδυ το δεύτερο τηλεφώνημα έγινε στον πρωτοπρεσβύτερο Απόστολο Μαλαμούση. Τον παρακαλούσαν να πάει στον τόπο της δολοφονίας για να διαβάσει τρισάγιο. Μέχρι σήμερα δεν έχει ξεχάσει την εικόνα που είδε.
“Πραγματικά έφτασα αμέσως, είδα ότι η περιοχή ήταν κλεισμένη από την αστυνομία, έπρεπε να αράξω το αυτοκίνητο κάπου πιο μακριά.. Πήγα στο κατάστημα που ήταν ο μακαρίτης ξαπλωμένος κάτω στο πάτωμα και χτυπημένος με τις σφαίρες στο κεφάλι. Εκεί ήταν η αστυνομία, η εγκληματολογική υπηρεσία, η οποία έκανε έρευνα για τα ίχνη. Τους είπα ότι είμαι ιερέας και ότι θέλω να διαβάσω μια προσευχή. Οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί απέναντί μου, σταμάτησαν αμέσως, ο υπεύθυνός τους επέτρεψε για 5 λεπτά να διακόψουν, μου είπαν πού έπρεπε να πατήσω και πού όχι για να μην ανακατευθούν τα δικά μου ίχνη με τα ίχνη των δολοφόνων και βρέθηκα μπροστά σε ένα πολύ φρικτό θέαμα, στον μακαρίτη το Θεόδωρο, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από τις σφαίρες και μέσα σε μια λίμνη αίματος. Διάβασα το τρισάγιο. Μόλις βγήκα έξω από το κατάστημα η αστυνομία συνέχισε τη δουλειά της και παρέμεινα εκεί καμιά ώρα περίπου ώσπου ήρθαν οι άλλοι άνθρωποι και πήραν το πτώμα και το μετέφεραν εκεί που έπρεπε να το μεταφέρουν. Μετά πήγα στο σπίτι των συγγενών της μητέρας που ήταν λίγο πιο κάτω, τους έκανα λίγο παρέα. Ήμασταν όλοι αναστατωμένοι. Προσπαθούσα από ποιμαντικής πλευράς να τους στηρίξω όσο μπορούσα κι εγώ. Γιατί και για μένα μετά από αυτό το θέαμα που είδα, με το παραμορφωμένο πρόσωπο δεν ήταν εύκολο να βρω κι εγώ λόγια παρηγοριάς”.
Η Οδύσσεια
Από την επομένη ξεκινά μια πραγματική Οδύσσεια για την οικογένεια του θύματος και του αδελφού του Γαβριήλ. Ανακρίσεις επί ανακρίσεων και ατέλειωτες ερωτήσεις για επαφές του θύματος με το οργανωμένο έγκλημα, με εμπόρους ναρκωτικών και όπλων, με κυκλώματα πορνείας, με χαρτοπαιξία, με την τουρκική μαφία, ακόμη και με το ΠΚΚ. Οι υποψίες εστιάζονταν ακόμη και στη γυναίκα του, προσπαθούσαν να της αποσπάσουν την ομολογία ότι εκείνη έβαλε να τον σκοτώσουν. Τις δύο του κόρες τις ρωτούσαν, αν ο πατέρας του τις βίαζε, αν είχε άλλες γυναίκες. Στο ίδιο πνεύμα και οι ανακρίσεις με τον αδελφό του, τον Γαβριήλ και την οικογένειά του. Ακολούθησαν γνωστοί, φίλοι… ακόμη και άγνωστοι κλήθηκαν στην αστυνομία να καταθέσουν. Πάντα στο ίδιο μοτίβο. Αλλά καμία από τις ανακριτικές αρχές και τις μυστικές υπηρεσίες που στο μεταξύ είχαν πάρει το νήμα των ερευνών για όλα τα θύματα των «περίεργων» δολοφονιών, δεν αναρωτήθηκε. εάν η δολοφονία του Θεόδωρου Βουλγαρίδη θα μπορούσε να είχε άλλα κίνητρα, ρατσιστικά, από ακροδεξιούς δράστες.
“Μπορείτε να φανταστείτε ότι κάνανε ερωτήσεις και ενοχλούσανε ανθρώπους, Έλληνες, που δεν είχαν καμία σχέση με μας» θυμάται ο Γαβριήλ. «Μπορείτε να φανταστείτε ότι ήταν δύσκολη φάση. Όταν πας και ρωτάς τώρα ανθρώπους, Έλληνες, που είναι στο περιβάλλον σου, πώς είναι η οικογένεια και τί οικογένεια ήταν, μπορείτε να φανταστείτε…Μετά δεν υπάρχει επικοινωνία με το περιβάλλον εδώ, είσαι εγκλωβισμένος, είσαι αποκομμένος από τα πάντα. Όταν δεν θέλει να έχει με σένα κανένας παρτίδες είναι δύσκολο. 37 χρόνια ζούσαμε εδώ, το πιο δύσκολο, γι αυτό και φύγαμε και το 2009, και πήγαμε στη πατρίδα”.
Βαρύ κατηγορώ κατά των γερμανικών ανακριτικών αρχών απευθύνει η Αγκέλικα Λεξ, δικηγόρος της χήρας Βουλγαρίδη. Τους επιρρίπτει τεράστιες ευθύνες για σειρά από λανθασμένους χειρισμούς, από αστοχίες, παραλείψεις στη δικογραφία σημαντικών στοιχείων που γνώριζαν ήδη από πληρωμένους έμπιστους στους νεοναζιστικούς κύκλους, για καταστροφή σημαντικών ντοκουμέντων, αλληλομπλοκάρισμα μεταξύ των υπηρεσιών που συμμετείχαν στις έρευνες, για αδιάφορη στάση γυρω από 10 δολοφονίες που έφερναν καθαρά νεοναζιστικά χαρακτηριστικά.
“Σε όλες τις περιπτώσεις δολοφονιών” υποστηρίζει η γερμανίδα δικηγόρος, “έγιναν εντατικές έρευνες προς όλες τις κατευθύνσεις, ανακρίθηκαν εκατοντάδες μάρτυρες, έγιναν όλες οι πιθανές υποθέσεις, αλλά οι αρχές δεν ρώτησαν ούτε ένα μάρτυρα, αν θα μπορούσε να υποθέσει, ότι πίσω από τις δολοφονίες κρύβονταν ακροδεξιοί. Πόσο μάλλον που οι μυστικές υπηρεσίες μέσω έμπιστων ανθρώπων τους, ακροδεξιών, πληρωμένων με χρήματα των γερμανών φορολογουμένων, γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα. Στα έγγραφα δεν υπάρχει, ούτε τέθηκε καν το ερώτημα, αν πίσω από όλους τους φόνους κρύβονταν νεοναζιστές, και αυτό είναι πρωτοφανές, απαράδεκτο και ακατανόητο, όταν πρόκειται για δολοφονίες μη Γερμανών”.
Μόνο την αλήθεια…και κάποιο ευχαριστώ
Το 2009, 4 χρόνια μετά τη δολοφονία του Θεόδωρου Βουλγαρίδη οι διωκτικές αρχές ανακάλυψαν το νεοναζιστικό κύκλωμα, την ολιγομελή ακροδεξιά ομάδα NSU. Οι δύο φερόμενοι ως δράστες αυτοκτόνησαν σε επιχείρηση σύλληψής τους, η τρίτη δικάζεται σε λίγες μέρες σε δικαστήριο του Μονάχου με άλλους κατηγορούμενους. Οι αποκαλύψεις για τον ελλιπέστατο τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών συγκλόνισε τη Γερμανία και οδήγησε σε σειρά παραιτήσεων. Πριν λίγο καιρό συστάθηκε εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή του γερμανικού κοινοβουλίου που προσπαθεί να ξεδιαλύνει το κουβάρι και να ερμηνεύσει τις διαδοχικές «αστοχίες» των διωκτικών αρχών. Από τη δίκη η χήρα Βουλγαρίδη θέλει να χυθεί άπλετο φώς.
«Κατ αρχήν», λέει η δικηγόρος Αγκέλικα Λεξ, «δεν θέλει επιβολή της πιο αυστηρής ποινής, δεν πρόκειται για εκδίκηση, για ικανοποίηση ή για κάτι άλλο. Η πελάτισσά μου θέλει να πέσει άπλετο φως, να μάθει γιατί έπρεπε να χάσει τον άνδρα της, γιατί οι δράστες τον επέλεξαν ως θύμα – η υπόθεση ότι τον πέρασαν για Τούρκο δεν την ικανοποιεί – και φυσικά γιατί οι αρχές δεν μπόρεσαν να σταματήσουν νωρίτερα αυτή την σειρά δολοφονιών»
Την αλήθεια θέλει να μάθει και ο Γαβριήλ Βουλγαρίδης. “Τώρα κατά πόσο και σε ποιο βαθμό θα φανερωθεί αυτή η αλήθεια… δύσκολο, τι να σας πω. Βεβαίως την αλήθεια. Για ποιο λόγο, πώς πάρθηκε η απόφαση να ψάξουν τα θύματα, γιατί ο αδερφός μου; Θα μπορούσε το κράτος να βρει μερικά στοιχεία παλιά ώστε να μην έρθει αυτή η στιγμή να σκοτώσουν τον αδερφό μου, γιατί πιστεύω ότι, από το 2001, 2002, 2003 είχανε στοιχεία. Ο αδερφός μου σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 2005. Αυτά είναι τα πράγματα που μας απασχολούν”.
Εδώ κι ενάμιση χρόνο ο Γαβριήλ επέστρεψε στο Μόναχο, όπου είχε έρθει όταν ήταν 2 χρονών. Η πατρίδα του η Ελλάδα δεν τον αγκάλιασε, δεν τον βοήθησε να βρει δουλειά, δεν του παρείχε τη στήριξη που περίμενε μετά αυτό το χτύπημα ζωής. Μόνο ο πατήρ Απόστολος ήταν κοντά του. Η πόλη του Μονάχου έχει βρει σπίτι στην οικογένεια του Γαβριήλ, δουλειά στον ίδιο και στη γυναίκα του, και αργότερα και στα παιδιά του. Η Βαυαρία του συμπαραστέκεται για να κάνει μια νέα αρχή, όπως και σε όλους τους συγγενείς των άλλων θυμάτων, “Βοήθησαν σε πολλά πράγματα. Μας άνοιξαν μερικές πόρτες ώστε να μπορούμε να μπούμε πάλι στην καθημερινότητα. Και μπορούμε να πούμε κι ένα ευχαριστώ, κατά κάποιο τρόπο”, λέει ο Γαβριήλ και ανάβει τσιγάρο…
Πηγή: Deutsche Welle
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου