Γράφει: Βαγγέλης Λιακόγκονας
Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του -απόλυτα ειλικρινή με το «σήμερα» και αφοπλιστικά θαρραλέου- σκηνοθέτη Έκτορα Λυγίζου, καταφέρνει να σε αγγίξει χωρίς να σε χαϊδέψει, να σε ταρακουνήσει χωρίς να σε προσβάλει, να σε χαστουκίσει χωρίς να θέλει να σε χτυπήσει.
Ήρθε, ουσιαστικά, να σου δώσει λίγη από την ελάχιστη εναπομείνασα τροφή για σκέψη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπος που ο πρωταγωνιστής της δίνει τροφή στον μικρό κίτρινο, ιπτάμενο συγκάτοικό του, ακόμη κι αν ο ίδιος δυσκολεύεται να επιβιώσει. Ήρθε, επιπλέον, να «φωτίσει» κάτι που οφείλουμε πια να μην αγνοούμε: Ο νέος που δεν έχει να φάει είναι δίπλα μας, ίσως να είναι και ο ίδιος μας ο εαυτός σε λίγο καιρό…
Ο ήρωας που εκτίθεται ολόγυμνος, στερείται ολοένα και περισσότερα «αυτονόητα», για άλλους, μέρα με τη μέρα: Ευκαιρία για εργασία, νερό, σπίτι, τον έρωτα, την οικογενειακή θαλπωρή. Ο νέος της Αθήνας που κάλλιστα μπορεί να μένει δίπλα σου, δεν έχει κανέναν πλάι του να μπορεί να τον βοηθήσει, μα και κανέναν στην αγκαλιά του να μπορεί να μοιραστεί την ένδεια που ζει.
Κι όμως, το αγόρι της ταινίας δεν είναι ο παρακατιανός που ζητά οίκτο, ο μόνιμα «σπρωγμένος στη μπάντα» τύπος που λυπάσαι όταν βλέπεις στο δρόμο, αλλά μια ευγενής φιγούρα με μουσική Παιδεία… Ο νεαρός -που ενσαρκώνει θαυμάσια ο πρωταγωνιστής Γιάννης Παπαδόπουλος- μοιραία σε οδηγεί να αναλογιστείς πώς ήταν πριν η ζωή του. Γιατί, έτσι απλά, και η ίδια η Ελλάδα ήταν αλλιώς πριν – και κατήντησε έτσι τώρα…
Ο σκηνοθέτης δεν «χαρίζεται», λοιπόν, προς τέρψιν του κοινού, μα το καλεί εμμέσως να σκεφτεί τι θα μπορούσε να ακολουθήσει τις συνέπειες της πείνας, κι ας το υποβάλλει σε μια στενάχωρη διαδικασία… Ακολουθεί, εξάλλου, τη σχολή σινεμά του Μπρεσόν, εστιάζοντας στον ασκητισμό, με ματιά που καταγράφει αποκλειστικά τα ίχνη του μοναχικού του ήρωα…
Ο Λυγίζος έστησε μια κοινωνική ταινία, τιμώντας* το –σχεδόν ανύπαρκτο, δυστυχώς, ελληνικό σινεμά- όχι κατ’ ανάγκην για να αφυπνίσει, ούτε απαραιτήτως για να τρομάξει. Απλώς διαχώρισε την -χιλιοειπωμένη ένεκα τις κρίσης τα τελευταία χρόνια- κοινωνική εξαθλίωση από την ανέχεια, αφού πραγματικά έχουν τεράστια απόσταση μεταξύ τους… Ο ήρωας έπαψε (προσέξτε) να τρέφεται, ποτέ όμως δεν έπαψε να είναι άνθρωπος. Αξιοπρεπής. Περήφανος.
Απόδειξη, μια από τις κινήσεις του: Μεταπούλησε σε εξευτελιστική τιμή τα ηχεία του υπολογιστή του, με τα οποία σημειωτέον άκουγε μουσική και χόρευε για να ξεχνά, έστω μερικά λεπτά, την πείνα του. Με τα 3 ευρώ που κέρδισε αγορασε μοναχά τροφή και νερό για το καναρίνι, και μαζί -παρεμπιπτόντως- για τον ίδιο… Καναβούρι και για τον ίδιο…
Η ταινία «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» είναι ένα καθ’ όλα άρτιο κινηματογραφικό μήνυμα που «χαστουκίζει». Το τροφαντό μάγουλό μας, μαζί με το μυαλό, τσούζουν. Ας είναι…
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα…
*Follow on Twitter: @VagLiak
[*Η διακεκριμένη εντός και εκτός Ελλάδος ταινία αυτές τις ημέρες προβάλλεται σε Αθήνα & Θεσσαλονίκη. Έχει κερδίσει το Βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Νοέμβριο, αλλά και τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και Ανδρικής Ερμηνείας στα φετινά Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το φιλμ έχει ταξιδέψει σε παραπάνω από 30 διεθνή Φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων το Τορόντο, Λονδίνο, Μπέλφαστ, Ρότερνταμ, Σεβίλλη, Μόντρεαλ, Ρέϊκιαβικ, Λοντζ, Γκέντεμποργκ, Χονγκ Κονγκ, Σεβίλλη, αποσπώντας βραβεία και διακρίσεις, καθώς και εξαιρετικές κριτικές στα διεθνή ΜΜΕ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου