Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Ο Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ




Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Επίσκοπο Ναζιανζού Παύλο Ντι Μπάλλεστερ.

Του Κώστα Ζουρδού, θεολόγου 

« Ο Φραγκίσκος γεννήθηκε στην Βαρκελώνη της Ισπανίας το 1927, από γονείς που προέρχονταν από τις πιο συντηρητικές ρωμαιοκαθολικές οικογένειες της Ισπανικής κοινωνίας. Οικογένεια ευγενών. Μαθητής του γυμνασίου ακόμα, ακολούθησε την γιατρό μητέρα του, στον εμφύλιο ισπανικό πόλεμο στην πρώτη γραμμή των εχθροπραξιών. Ζώντας από κοντά όλες τις φρικαλεότητες του πολέμου. Ορκίστηκε να σπουδάσει και να γίνει κληρικός με σκοπό να κηρύξει το Ευαγγέλιο της ειρήνης και της χριστιανικής αγάπης σε όλο τον κόσμο. 

Ο νεαρός Φραγκίσκος ενεγράφη στο τάγμα του Αγίου Φραγκίσκου και σπούδασε στην φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. Η φιλομάθεια, η αγάπη και η καλοσύνη του είχε εντυπωσιάσει όλους τους συν-μοναστές του, και αυτοί με την σειρά τους τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση. 

Στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου ένα από τα ωραιότερα μοναστήρια της βόρειας Ισπανίας, κτισμένο στην ακτή της μεσογείου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Βαρκελώνη, δέσποζε μια πλούσια και πολύτιμη βιβλιοθήκη με ανεκτίμητα βιβλία και χειρόγραφα. Ο ηγούμενος του μοναστηριού είχε αναθέσει στον μοναχό Φραγκίσκο το διακόνημα, επίπονο και σπουδαίο, της ανασύνταξης των καταλόγων της βιβλιοθήκης και την καταγραφή των απωλειών των βιβλίων από την φωτιά που είχαν προκαλέσει στο μοναστήρι οι κουμουνιστές κατά την διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Ο Φραγκίσκος είχε μεγάλο ζήλο για το διακόνημα του, και μια καθημερινή ακαταπόνητη εργατικότητα που την θαύμαζαν όλοι. 

Μια βραδιά που ήταν πνιγμένος στην δουλειά, κρυμμένος πίσω από βουνά παλιών βιβλίων και μισό-καμένων χειρογράφων, έκανε μια ανακάλυψη που του προξένησε μεγάλη έκπληξη και που στο τέλος του άλλαξε ολοκληρωτικά τη ζωή. Μέσα σε έναν φάκελο που περιείχε έγγραφα αναφερόμενα στην ιερά εξέταση του έτους 1647 βρήκε κάποιο αντίγραφο ενός διατάγματος του πάπα Ιννοκέντιου Ι΄ στα λατινικά, στο οποίο αναθεματίζονταν ως αιρετικός κάθε χριστιανός που θα τολμούσε να πιστέψει, να ακολουθήσει η να μεταδώσει την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου περί της αυθεντίας του αποστολικού αξιώματος. Το παράδοξο αυτό έγγραφό το γνωστό Διάταγμα του Sancti Officii υποχρέωνε όλους τους πιστούς, με την απειλή της μεταθανάτιας τιμωρίας, να πιστέψουν ότι ο Απόστολος Παύλος σε ολόκληρη την αποστολική του δράση και ζωή, δηλαδή από τότε που έγινε χριστιανός μέχρι και τον θάνατό του, δεν είχε ασκήσει το αποστολικό του έργο ελεύθερα και ανεξάρτητα από επίγεια εξουσία. Ο Παύλος συνέχιζε το διάταγμα βρισκόταν κάθε στιγμή υπό την μοναρχική εξουσία του Αποστόλου Πέτρου, εξουσία την οποία κληρονόμησαν αποκλειστικά και μόνο, μέσω απ’ ευθείας διαδοχής, οι επόμενοι Πάπες, Επίσκοποι Ρώμης. Το διάταγμα του πάπα Ιννοκέντιου Ι΄ του φάνηκε τόσο απίστευτο ώστε στην αρχή προτίμησε να εξετάσει την εκδοχή κάποιου τυπογραφικού λάθους η ίσως κάποιας ολέθριας παραποιήσεως του αυθεντικού κειμένου του, πράγμα το οποίο συνέβαινε αρκετά συχνά την εποχή κατά την οποία εκδόθηκε το έγγραφο εκείνο. Το ενδιαφέρον του Φραγκίσκου για αυτό το κείμενο μετατράπηκε σε σύγχυση, όταν ύστερα από παραβολή του κειμένου στην κεντρική βιβλιοθήκη της Βαρκελώνης διαπίστωσε ότι το έγγραφο αυτό όχι μόνο ήταν απόλυτα αυθεντικό, αλλά δεν ήταν μοναδικό στο είδος του. Και το έτος 1327 και το 1351, οι Πάπες Ιωάννης ΚΒ΄ και Κλήμης ΣΤ΄ είχαν αναθεματίσει και καταδικάσει κάθε άνθρωπο και θεωρία που θα τολμούσε να αρνηθεί ότι ο Απόστολος Παύλος υπάκουε στις διαταγές του πρώτου των Παπών, Αποστόλου Πέτρου. Αφού απέκλεισε κάθε πιθανότητα λάθους η πλαστογραφήσεως, δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι με όλη αυτή την υπόθεση άρχισε να γεννιέται μέσα του ένα οδυνηρό συνειδησιακό πρόβλημα. Έπρεπε να διαλέξει η να ενταχθεί με το Ευαγγέλιο και την παράδοση η με την διδασκαλία της εκκλησίας του. Ο πνευματικός του στον οποίο και εμπιστεύτηκε τους προβληματισμούς και τα συνειδησιακά του διλλήματα του συνέστησε υπακοή στην ρωμαιοκαθολική εξουσία. Μελετώντας καλύτερα και ποιο βαθειά την εκκλησία του, συνειδητοποίησε ότι ήταν θεμελιωμένη από πράξεις και κείμενα μακριά από το Ευαγγέλιο και τη Αποστολική Παράδοση. Όταν άρχισε να κοινοποιεί τις απόψεις του, ταυτόχρονα άρχισε να κυκλοφορεί και η φήμη ότι ήταν ένας ύποπτος για αίρεση μοναχός. Ένας καρδινάλιος μάλιστα σε μια του επιστολή τον προέτρεπε να σιωπά γιατί αν ζούσε σε μια άλλη εποχή οι θεωρίες του θα τον έστελναν στο πυρ της ιεράς εξέτασης. Από τότε έρχονταν συχνά σε φραστικές διαμάχες με τους άλλους μοναχούς του μοναστηριού, που τον ρωτούσαν επίμονα, πως αυτός ο ελάχιστος μοναχός τολμούσε να κρίνει και να ονομάζει πλανεμένους ολόκληρη την εκκλησία του με όλους τους πάπες, τις συνόδους και τους θεολόγους της. Ο Φραγκίσκος απαντούσε πως κάθε διδασκαλία που αντιτίθεται στην αλήθεια που έχει διδάξει η Εκκλησία, οι Απόστολοι και ο Χριστός, πρέπει να κρίνεται λανθασμένη. Οι συν μοναστές του τον έβριζαν, τον απειλούσαν και τον αποκαλούσαν αγνώμονα, αποστάτη της εκκλησίας των προγόνων του και τις θρησκευτικής παράδοσης της πατρίδας του. Απαντούσε με νηφαλιότητα πως δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τις πλάνες των προγόνων και οικείων του, αλλά το κύρος των Γραφών και τις εντολές του Θεού. Δεν θα ήθελα να είμαι από εκείνους έλεγε, οι οποίοι δεν μπορούν να έχουν τον αληθινό Θεό ως πατέρα, εφόσον περιφρονούν την Αληθινή Εκκλησία ως Μητέρα. 

Ο Φραγκίσκος φεύγοντας από το μοναστήρι διακήρυξε δημοσίως την απόφαση του να εγκαταλείψει την ρωμαϊκή εκκλησία και ζητούσε από τους ανωτέρους του να επιβεβαιώσουν εγγράφως ότι η έξοδος του από το κοινόβιο έγινε με την ελεύθερη προσωπική του βούληση και ότι κατά την διάρκεια της μοναχικής του ζωής ήταν υπόδειγμά μοναχού. Το έγγραφο αυτό τον βοήθησε στο μέλλον και ήταν αποτρεπτικό στην προσπάθεια ενεργειών που προσπαθούσαν να αμφισβητήσουν τις προθέσεις και τα κίνητρα του από την ρωμαϊκή εκκλησία. Έπειτα εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετά από αναζητήσεις και περιπέτειες έφτασε στην Γαλλία όπου γνώρισε την ορθοδοξία. Κατόπιν συνέταξε μια μακροσκελέστατη επιστολή, μια μακρά έκθεση της πορείας του και την έστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη και στον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Τέλος έκανε το οριστικό βήμα ζητώντας επίσημα την είσοδο του στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού, στην Ορθοδοξία. Για τον σκοπό αυτό έφτασε στην Αθήνα και παρουσιάστηκε στον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος τον περιέβαλε με πατρική αγάπη και στοργή, ζητώντας και προσωπικά την είσοδο του στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Σύνοδος δεν άργησε να αποφασίσει την οριστική του είσοδο στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και κατά την ακολουθία του χρίσματος, με την χορήγηση του οποίου έγινε πλέον μέλος της πραγματικής αμπέλου, τιμήθηκε με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου και έγινε δεκτός στην Ιερά Μονή Παναγίας Πεντέλης ως μοναχός. 

Λίγους μήνες αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος «δι’ επιθέσεως των χειρών» του Επισκόπου Ρωγών. Παρακολούθησε τις θεολογικές σπουδές του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1953 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Το επόμενο έτος τιμήθηκε με το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα. Τις θεολογικές του σπουδές ο π. Παύλος τις συμπλήρωσε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1958. 

Ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος γνώρισε τον αρχιμανδρίτη Παύλο στο Φανάρι και εξετίμησε τις ικανότητες του και κυρίως τον ιεραποστολικό του ζήλο και για αυτό το 1959 όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος, τον κάλεσε στην Αμερική. Ο Αρχιμανδρίτης Παύλος είχε βαθειά θεολογική μόρφωση και μιλούσε με ευχέρεια την ελληνική, την ισπανική την πορτογαλική και την γαλλική γλώσσα. Ήταν φανερό ότι θα ήταν χρήσιμος στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Ιερατικά καθήκοντα ο π. Παύλος ανέλαβε κατ’ αρχάς στην κοινότητα του Ευαγγελισμού Scranton στην Πενσυλβάνια και το 1961 στην Αγία Σοφία της πόλεως του Μεξικού. Εκεί άνοιξε για τον πατέρα Παύλο ευρύ στάδιο δράσεως. Επιδόθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση στην διακονία των χριστιανών του. Ο Σεβασμιότατος εκτιμώντας τον ιεραποστολικό του ζήλο και την πίστη του, τον διόρισε αρχιεπισκοπικό επίτροπο στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική το 1966. Για πολλά χρόνια ο π. Παύλος εργαζόταν με πολλή επιτυχία επιχειρώντας κοπιώδη ταξίδια προκειμένου να επισκεφθεί τους ανά την Κεντρική Αμερική διεσπαρμένους ορθοδόξους. Εμφανιζόταν συχνά στην τηλεόραση για να προβάλλει την ορθοδοξία, ανέπτυξε πλούσια συγγραφική δράση και δημοσίευσε πληθώρα άρθρων και μελετών σε διάφορες γλώσσες. Η Μητέρα Εκκλησία εξετίμησε την καρποφόρα διακονία του και μετά από πρόταση του Σεβασμιότατου Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, τον προήγαγε στο επισκοπικό αξίωμα. Η χειροτονία του σε επίσκοπο Ναζιανζού τελέστηκε την 15η Μαρτίου 1970. Ως επίσκοπος Ναζιανζού ο Παύλος ντε Μπαγιεστέρ συνέχισε την δράση του, απολαμβάνοντας τιμή και αγάπη από όλους. 

Ο θεοφιλέστατος επίσκοπος Παύλος την Κυριακή 22 Ιανουαρίου λειτούργησε στον Ιερό Ναό Αγίας Σοφίας της πόλεως του Μεξικού. Ήταν η τελευταία φορά. Βγαίνοντας από τον Ναό μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας δέχθηκε δολοφονική επίθεση και έπεσε στα σκαλιά του Ναού βαριά τραυματισμένος. Το αίμα του έβαψε το πλατύσκαλο της εκκλησίας. Είχε μόλις κοινωνήσει. Υπέκυψε στα τραύματα του στις 31 Ιανουαρίου μέσα στο νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί. Δράστης ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας 70 χρονών μεξικανός πρώην στρατιωτικός που έπασχε από ψυχασθένεια. Δεν έχει σημασία αν ο ηλικιωμένος μεξικανός ήταν καθολικός, ορθόδοξος η πίστευε κάπου αλλού. Ήταν σίγουρα μέλος της παγκόσμιας θρησκείας που λέγετε φανατισμός. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να κατέχεται από ιδιάζουσα θρησκομανία. Και ήταν Κυριακή, ημέρα του Θεού. Μια Κυριακή που μας πληγώνει…. 

Το περιστατικό που μου θύμισε την ιστορία και η ίδια η ιστορία είναι πραγματικά γεγονότα και ευτυχώς δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ του. Έξαλλου δεν αγκαλιάζονται χρονικά και ιστορικά. Και εδώ θέλω να τονίσω ότι ελπίζω πως η ιστορία έπαψε να επαναλαμβάνετε γιατί έχουμε καταλάβει τα διδάγματα της. Έχουν όμως μια κοινή αφετηρία, τον φανατισμό με θρησκευτικό μανδύα. 

Το θέμα του φανατισμού είναι μεγάλο και σας έχω κουράσει αρκετά. Δυο λόγια θα πω: Στις μέρες μας υπάρχει μια έξαρση ζηλωτισμού και φανατισμού. Υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο φανατισμός με τις απόλυτες βεβαιότητες και η αγάπη. Οι απόλυτες βεβαιότητες είναι πάντα σαθρές. Επειδή εκείνοι που τις έχουν θεωρούν για τους ίδιους αδιανόητο η αδύνατο το λάθος. Η αυτάρεσκη πεποίθηση για το αλάνθαστο είναι ο ορισμός του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Οι απόλυτες βεβαιότητες είναι στο βάθος, το μίσος για τις πεποιθήσεις του άλλου. Από τις δογματικές βεβαιότητες πεθαίνει ο διάλογος ως επικοινωνία ανθρώπων και ιδεών. Όταν ο φανατικός κατέχει μια ηγετική θέση , νοιώθει πάντοτε αρχηγός μιας σταυροφορίας και τους οπαδούς του στρατιώτες της. Διατρεχόμενοι από τον σκοτεινό ρομαντισμό της μεγάλης αποστολής που οι ίδιοι αυθαίρετα και ανερώτητα όρισαν σκοπό στους εαυτούς τους για την σωτηρία των άλλων, γίνονται μυστικιστές. Ο αντίπαλος είναι όχι απλώς εχθρός, αλλά άξιος πυράς. Σαν οπαδοί βρίσκουν δύναμη μέσα στην ομάδα, σαν αρχηγοί μέσα στην υποβιβασμένη ομάδα. Κρατούν σε υψηλό επίπεδο τον βαθμό του φανατισμού και έτσι χαμηλώνουν γενικά οι ιδέες. Διαισθάνονται ότι ηττώνται από την νηφαλιότητα και την ψυχραιμία. Κολυμπούν έτσι μέσα στην ψευδαίσθηση που την θεωρούν διαίσθηση. Κοντά στον φανατισμό φύεται πάντοτε η κολακεία με σπορείς τους δειλούς και τους ιάγους. Και ενώ προσπαθούν μέσω ενός αμφίβολου ασκητισμού να δείξουν ότι ζουν σε ανεμόδαρτα ύψη η σε καθεστώς πνευματικής πειθαρχίας είναι άνθρωποι αγχωτικοί με τελείως αγεφύρωτο τον έξω και τον μέσα τους κόσμο.

Στον αντίποδα είναι η αγάπη. Με την αγάπη μπαίνουμε μέσα στον κύκλο λειτουργίας μιας άλλης ύπαρξης. Κοινωνούμε από την ουσία της, συμβιώνουμε τον χρόνο της, μοιραζόμαστε τη ζωή της και χέρι χέρι προσεγγίζουμε το Θεό. Η επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους δεν προκαλεί τον αβυσσαλέο συγκλονισμό της φθοράς. Η επαφή μας με τους άλλους ανάβει τον σπινθήρα εκείνο που μας φέρνει κοντά στο Θεό. Στο γνήσιο πνεύμα της Ανατολικής Χριστιανικής Παράδοσης όχι μόνο κανένας λόγος δεν δικαιολογεί την απόρριψη του συνανθρώπου αλλά επιβάλλεται η προσκόλληση στον συνάνθρωπο ακόμα και όταν εκείνος απορρίπτει αυτόν που τον πλησιάζει. Όσο ποτέ άλλοτε, σήμερα χρειαζόμαστε αγάπη και ενότητα όλων και κυρίως μέσα στην Εκκλησία. Και η αγάπη και η ενότητα είναι δύσκολα πράγματα σε ταραγμένους καιρούς. Για να μην υπάρχουν άλλες Κυριακές που μας πληγώνουν…..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου