Η πείνα τριγύρναγε όπως κάθε πρωί στο μικρό πάρκο προσπαθώντας με την όσφρησή της να βρεί κάτι να φάει. Ένα ξερό κομμάτι ψωμί ένα παραπεταμένο κοκαλάκι, κάτι. Ήταν ένα σκελετωμένο ημίαιμο σκυλί από αυτό που οι επαγγελματίες πωλητές ονομάζουν μπασταρδεμένο και δεν έχουν καμία εμπορική αξία για την τσέπη τους. Πρίν ένα χρόνο ήταν κουτάβι ακόμα η Πείνα. Κάποιος ασυνείδητος την είχε παρατήσει στο μικρό πάρκο. Η Πείνα σίγουρα θα πέθαινε, αν δεν βρισκόταν η κυρία Ευγενία να την ταϊζει. Πείνα την ονόμασε από το κλάμα και το παρουσιαστικό της. Η κυρία Ευγενία έμενε στο μισοερρειπωμένο σπίτι κοντά στο παρκάκι, από αυτα που αντιστέκονται στην παραδόπιστη αντιπαροχή. Ήταν για όλους η τρελή του Φαλήρου. Είχε μια τρέλα που δεν την ενοχλούσε καθόλου. Φρόντιζε όλες τις γάτες της περιοχής και δεν έδινε καμιά σημασία στο ταλαιπωρημένο της σαρκίο. Πρίν ένα μήνα η κυρία Ευγενία έφυγε από αυτόν τον μάταιο κόσμο. Την βρήκαν πεθαμένη στο σπίτι της απο την ανησυχία και το νιαούρισμα των γατών. Αν υπάρχει παράδεισος σίγουρα η κυρία Ευγενεία θα είναι τώρα εκεί. Καί όταν την προϋπαντήσουν οι Άγγέλοι και την βάλουν στους μεγάλους κήπους, απο τους θάμνους θα ξεπεταχθούν εκατοντάδες γάτες και θα τρέξουν στην αγκαλία της. Γιατί η κυρία Ευγενία είχε φροντίσει, είχε περιθάλψει και είχε βοηθήσει εκατοντάδες γάτες. Τη φροντίδα της Πείνας είχε αναλάβει ο δεκάχρονος Γιώργος , ο οποίος ζούσε στην πολυκατοικία απέναντι από το μικρό πάρκο. Κάθε πρωί ο Γιώργος έκοβε το μισό του σάντουιτς στα κρυφά και το έδινε μαζί με ένα τρυφερό χάδι στην Πείνα. Ο πατέρας του, του είχε απαγορεύσει να έχει επαφή με κάθε ζώο, και δεν μπορούσε να εναντιωθεί στις τρομερές απειλές. Ο Γιώργος ήθελε γρήγορα να μεγαλώσει για να αντιμετωπίσει όλους τους μεγάλους που κακομεταχειρίζονταν και κλότσαγαν την Πείνα. Κυρίως τα μεγαλύτερα παιδία που την είχαν για παιχνίδι και τις πετούσαν πέτρες. Όταν η κακοκαιρία ήταν μεγάλη και η βροχή ασταμάτητη, ο Γιώργος τραβούσε δειλά την κουρτίνα απο το παράθυρο του δωματίου του και κοίταζε στο παρκάκι για να δει την Πείνα. Όταν την έβλεπε κουλουριασμένη και προστατευμένη κάτω από το πέτρινο παγκάκι γαλήνευε. Το μοναδικό φαγητό της Πείνας είναι ένα κομμάτι σάντουιτς απο το Γίωργο. Αλήθεια πόσοι άνθρωποι και πόσα τετράποδα ζουν με ένα κομμάτι ψωμί η καθόλου. Τι περίεργη που είναι η ζωή! Η Πείνα στο πέρασμα της από αυτόν τον κόσμο είχε γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο των ανθρώπων, μα δεν έπαψε ποτέ να τους αγαπά. Σαν συναντούσε κάποιον περαστικό η ουρά της τιναζόταν γοργά απο τη χαρά της. Και όταν έβλεπε την κυρία Ευγενία ή το μικρό Γιώργο τα συναισθήματα και οι εκδηλώσεις της δεν περιγράφονταν.
Η νύχτα απλωνόταν αργά-αργά, και η Πείνα για μια ακόμα μέρα είχε μοιραστεί το κολατσιό με το Γιώργο. Σήμερα, όμως, τι παράξενο, δεν ένιωθε καμιά έλλειψη τροφής. Αντιθέτως η όψη της ήταν ανάλαφρη και χαρούμενη. Καθισε κάτω από το πέτρινο παγκάκι και κοίταξε με λαχτάρα όλα γύρω της, ήθελε να χορτάσει τον κόσμο. Το ξημέρωμα η Πείνα κατάλαβε πως το πέρασμα απο αυτήν τη ζωή πλησίαζε στο τέλος. Κοίταξε το μικρό πάρκο, το σπίτι της, έγειρε το βλέμμα της στο χάλασμα της κυρίας Ευγενείας, κάρφωσε την ματιά της στο παράθυρο του Γιώργου, έγειρε αριστερά και έφυγε γαληνεμένη...Ο οδοκαθαριστής ετοιμάζετια να μαζέψει το άψυχο σώμα της Πείνας. Ένας διαβάτης που βαδίζει γοργά, σταματά και τον ρωτάει:
-Από φόλα?
-Όχι, απο πείνα απαντάει ο οδοκαθαριστής.
Ο Γιώργος τους παρακολουθεί από το παράθυρο του δωματίου του με δάκρυα στα μάτια. Το φίλο του, δεν θα τον ξαναδεί ποτέ. Από τη στιγμή αυτή δεν έχει με ποιόν να μοιραστεί το κολατσιό του.
Αν σήμερα, αύριο, μεθαύριο, βγείς στο δρόμο και συναντήσεις κάποιο σκελετωμένο ζώο, θα γνωρίζεις το όνομα του. Το ζητούμενο είναι άν εσύ δείξεις το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου. Αν συμβεί αυτό, τότε εσένα θα λένε ΑΓΑΠΗ.